Κυρίες και Κύριοι Σύνεδροι,
Θα ήθελα να συγχαρώ το Επιμελητήριο Κιλκίς για τη σημαντική και χρήσιμη πρωτοβουλία που ανέλαβε να διοργανώσει αυτό το Αναπτυξιακό Συνέδριο.
Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τους συντελεστές του Συνεδρίου για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση που μου έκαναν να συμμετάσχω στις εργασίες του και να καταθέσω, κωδικοποιημένα, κάποιους προβληματισμούς, σκέψεις και απόψεις για το ρόλο της εκπαίδευσης στην επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Κυρίες και Κύριοι,
Διαχρονικά, βασικό ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των παραγόντων που συμβάλουν στην επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες, η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται εξίσου από το μακροοικονομικό και το μικροοικονομικό περιβάλλον.
Η σταθερότητα των τιμών και τα υγιή δημόσια οικονομικά αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη, δεν είναι όμως και επαρκή για τη διασφάλιση υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι, η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η εξασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών με την προώθηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποτελούν προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη.
Δεν αρκεί όμως η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και αν γίνεται με μη κατάλληλο «θεραπευτικό σχήμα» όπως στην Ελλάδα, για την αναπτυξιακή επανεκκίνηση της Οικονομίας.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι η άμεση συγκρότηση σχεδίου και η ανάληψη δράσεων για τη διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού προτύπου.
Προτύπου που θα στοχεύει, επί της ουσίας, στην επίτευξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης, στην ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
Η επένδυση στη γνώση, η ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, η τόνωση της επιχειρηματικότητας, η πραγματοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και η δημιουργία ενός αποτελεσματικού, σύγχρονου και δίκαιου κράτους έχει αποδειχθεί ότι επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης, βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα, αμβλύνουν τις περιφερειακές ανισότητες, αντιμετωπίζουν την ανεργία, προωθούν την κοινωνική συνοχή.
Με λίγα λόγια, καθορίζουν τόσο την κατεύθυνση όσο και τον βηματισμό της εξέλιξης των σύγχρονων κοινωνιών.
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν, συνεπής και ως προς τον τίτλο της Εισήγησής μου, να αναπτύξω λίγο εκτενέστερα τη συμβολή τριών εκ των νέων πηγών ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, στην οικονομική ανάπτυξη.
Κυρίες και Κύριοι,
Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές μελέτες κατατείνουν στη διαπίστωση ότι η εκπαίδευση αποτελεί το βασικό μηχανισμό παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης ανθρώπινου κεφαλαίου, και συνακόλουθα παράγοντα «κλειδί» της οικονομικής ανάπτυξης.
Η συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική μεγέθυνση είχε υποστηριχθεί αρχικά από τους κλασικούς, αργότερα, συστηματικά, από τους νεοκλασικούς, και πρόσφατα από τους οικονομολόγους των νέων θεωριών της ενδογενούς ανάπτυξης.
Νέες θεωρίες οι οποίες υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση δημιουργεί θετικές εξωτερικές οικονομίες και συμβάλλει με δύο τρόπους στην οικονομική μεγέθυνση:
Καταρχήν ως ένας κοινός, επιπρόσθετος, συντελεστής παραγωγής, και κατά δεύτερον ως πολλαπλασιαστικός παράγων με την έννοια ότι επηρεάζει όλους τους άλλους συντελεστές παραγωγής, τους οποίους και καθιστά πιο παραγωγικούς.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση διευκολύνει την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων, η τριτοβάθμια εκπαίδευση υποστηρίζει την ανάπτυξη της βασικής επιστήμης και την κατάλληλη επιλογή και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και, τέλος, η δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αναβάθμιση της προσφερόμενης εργασίας και για τη δυνατότητα ευελιξίας και προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.
Σημαντική όμως είναι και η αναπτυξιακή διάσταση που απορρέει από την επένδυση στην έρευνα και στην καινοτομία.
Καινοτομία η οποία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, όπως είναι η εισαγωγή στην αγορά ενός νέου ή καλύτερου ποιοτικά αγαθού, η αξιοποίηση μιας νέας παραγωγικής διαδικασίας, η απόκτηση μιας νέας εισροής, η επέκταση σε μια νέα αγορά ή η υιοθέτηση μιας νέας δομής στην οργάνωση της επιχείρησης.
Με άλλα λόγια, η έννοια της καινοτομίας προϋποθέτει την αντικατάσταση «παλαιών» μεθόδων παραγωγής με «νέες» καινοτόμους δράσεις και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της γνώσης.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η καινοτομία ορίζεται από πολλούς οικονομολόγους ως «γνώση στην πράξη».
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Ελλάδα υστερεί στους περισσότερους δείκτες που αποτιμούν και αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας.
Τόσο στο επίπεδο των δημοσίων πολιτικών για την έρευνα, την εκπαίδευση και την καινοτομία, όσο και στο επίπεδο των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, δεν φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα να μετουσιωθούν οι διακηρύξεις σε χρηματοδότηση και καλύτερη οργάνωση και των τριών πυλώνων του «τριγώνου της γνώσης».
Η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας βρίσκεται ακόμα στα χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς κανέναν προσανατολισμό και προτεραιότητα.
Οι προσπάθειες βελτίωσης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες καθυστερούν κυρίως από έλλειψη πόρων.
Η υποστήριξη της εφαρμογής καινοτομικών μεθόδων στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών πελαγοδρομεί.
Η ίδια και χειρότερη κατάσταση επικρατεί και στον ιδιωτικό τομέα, όπου ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν έρευνα ή που έχουν διάθεση να υποστηρίξουν με χορηγίες την εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ ακόμη λιγότερες είναι οι επιχειρήσεις που καινοτομούν στην παραγωγή προϊόντων ή υπηρεσιών.
Πρόσφατες εμπειρικές έρευνες αποτυπώνουν τη χαμηλή ανταπόκριση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της ανταγωνιστικής οικονομίας, ενώ άλλες καταδεικνύουν τη σχεδόν ανύπαρκτη σύνδεση της αγοράς εργασίας με την εκπαίδευση.
Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω ότι, στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ανέρχονται στο 3,4% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ-27 κυμαίνεται περίπου στο 5% του ΑΕΠ.
Οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα και καινοτομία (R&D) ανέρχονται στο 0,6% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ-27 κυμαίνονται στο 2% του ΑΕΠ.
Επίσης, στην Ελλάδα, οι αιτήσεις για πατέντες ανά 1.000.000 κατοίκους είναι περίπου 10, όταν στην ΕΕ-27 διαμορφώνονται πάνω από 110.
Σύμφωνα δε και με τα στοιχεία που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε πρόσφατα, η Ελλάδα για μια ακόμη χρονιά καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ και στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Αυτό που κάνει την εικόνα ακόμα δυσμενέστερη για τη χώρα μας, είναι ότι στο διάστημα 2009-2010 διευρύνθηκε το χάσμα που τη χωρίζει από το μέσο όρο της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα: το ποσοστό της διαθεσιμότητας on line υπηρεσιών στην Ευρώπη, από 69% του συνόλου των υπηρεσιών το 2009 εκτινάχθηκε στο 82% το 2010. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό από 45% το 2009 έφτασε μόλις στο 48% το 2010.
Συνεπώς, μπορεί κανείς εύκολα να αναλογισθεί τη σημασία που έχει αυτή η διευρυνόμενη απόκλιση της χώρας μας από το μέσο όρο της Ευρώπης: όλο και μεγαλύτερη διαφορά εις βάρος της Ελλάδας στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η Ελλάδα λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας δεν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία.
Όμως, άλλες χώρες έχουν αντιληφθεί πριν από χρόνια τη σημασία που έχει για την ανάπτυξή τους το «τρίγωνο της γνώσης». Οι χώρες αυτές δεν είναι μόνο οι γνωστές παραδοσιακά αναπτυγμένες, αλλά και η Φινλανδία, η Κορέα, η Ταϊβάν κ.ά., καθώς και οι αναδυόμενες χώρες, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία κ.ά.
Οι χώρες αυτές έχουν επενδύσει τεράστια ποσά στην έρευνα, στην εκπαίδευση και στην προώθηση της καινοτομίας και έχουν προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων και στην παροχή σύγχρονων υπηρεσιών.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η Ελλάδα λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας δεν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα μπορούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Το Ισραήλ, μολονότι είναι μικροσκοπικό σε μέγεθος, κατέχει αξιοζήλευτη θέση σε πάρα πολλές επιστήμες. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η εξήγηση είναι απλή, και βρίσκεται σε δύο ιδιαιτερότητες. Αφενός το Ισραήλ γνώρισε την προηγούμενη δεκαετία μία πρωτοφανή «εισβολή» επιστημόνων εβραϊκής καταγωγής από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τα κράτη του ανατολικού μπλοκ, αφετέρου τα πανεπιστήμιά του έχουν απίστευτα καλές διασυνδέσεις με τα ερευνητικά προγράμματα του Αμερικανικού Υπουργείου Αμύνης (Πεντάγωνο) και της NASA.
Υπάρχει όμως και μία τρίτη εξήγηση: η χώρα έχει εθνική στρατηγική για την έρευνα και την ανάπτυξη, χρηματοδοτεί αφειδώς τη θεμελίωση καινοτόμων επιχειρήσεων και θεωρεί προτεραιότητα για την οικονομία της την εξαγωγή τεχνολογίας.
Ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας ανθεί, υποβοηθούμενος από 60 διαφορετικά επενδυτικά κεφάλαια από όλο τον κόσμο, τα οποία δραστηριοποιούνται στο Ισραήλ παρέχοντας άφθονη χρηματοδότηση για την έρευνα και την ανάπτυξη καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Φινλανδίας, η οποία από την σχεδόν τελευταία οικονομικά θέση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο πριν από μία δεκαετία, έχει ανέλθει στην κορυφή, παγκοσμίως, στους τομείς των νέων τεχνολογιών.
Αυτό που χαρακτήρισε τη χώρα ήταν η ενεργητική δημόσια πολιτική καινοτομιών. Αυτή στηρίχθηκε σε υψηλό ρυθμό επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη κάτω από την αποφασιστική καθοδήγηση, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, του Συμβουλίου Επιστημονικής και Τεχνολογικής Πολιτικής.
Η χώρα έφτασε να διαθέτει για τους τομείς αυτούς το 3,2% του ΑΕΠ (το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο μαζί με τη Σουηδία) ενώ την ίδια περίοδο περιέκοψε δραστικά τις περισσότερες άλλες δημόσιες δαπάνες.
Παράλληλα, ο ιδιωτικός τομέας έφτασε να επενδύει σε έρευνα και ανάπτυξη το 69% της συνολικής δαπάνης της χώρας. Η πολιτική ήταν πως για κάθε δημόσια ενίσχυση έπρεπε να υπήρχε αντιστοίχου ύψους ιδιωτική συμμετοχή. Κοντά σε αυτά δημιουργήθηκαν πανεπιστημιακά ιδρύματα με υψηλές προδιαγραφές, έμφαση στις θετικές επιστήμες, και αυστηρές προϋποθέσεις εισαγωγής (δωρεάν για παιδιά χαμηλών εισοδημάτων) που δημιούργησαν την ανθρώπινη βάση για καινοτομίες.
Από τα προηγούμενα παραδείγματα, και πολλά άλλα ακόμη, καθίσταται σαφές ότι η διαχείριση της γνώσης αποκτά κεντρική σημασία για τις εθνικές πολιτικές των αναπτυγμένων χωρών.
Η διαχείριση της γνώσης θα πρέπει να συντελείται σε κάθε κομμάτι της αλυσίδας της γνώσης, από τη δημιουργία της μέσω της έρευνας, τη μετάδοσή της μέσω της παιδείας και της κατάρτισης, τη διάδοσή της μέσω των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας και τη χρήση της σε καινοτομικές δράσεις.
Η Ελλάδα για να έχει προοπτική στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, οφείλει να θέσει ως προτεραιότητα και πρώτη επιλογή την επένδυση στη γνώση με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου και ποιοτικού συστήματος εκπαίδευσης – κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης.
Οι βασικοί άξονες πολιτικής δράσης στην κατεύθυνση της επένδυσης στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία πρέπει να είναι:
1. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση, έτσι ώστε αυτές να συγκλίνουν, σταδιακά, στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, και η απευθείας ιδιωτική χρηματοδότηση ως συμπληρωματικό μέτρο οικονομικής ενίσχυσης στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
2. Η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των περισσότερων οικονομικών πόρων, με στόχο την παροχή καλύτερων υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης για όλους τους πολίτες.
3. Η υιοθέτηση και υλοποίηση της αρχής του ανταγωνισμού στην προσέλκυση των αναγκαίων οικονομικών πόρων και τη λειτουργία κάθε εκπαιδευτικού οργανισμού. Στην κατεύθυνση αυτή εκτιμάται ότι θα συμβάλλει και η δυνατότητα σύστασης και λειτουργίας, πάντοτε βέβαια υπό την εποπτεία του κράτους, ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, μη κρατικού, αλλά και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία θα βρίσκονται κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας και θα ελέγχονται εξονυχιστικά όλες οι παράμετροι λειτουργίας τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας που θα προσφέρουν στους φοιτητές τους.
4. Η διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων με σκοπό την ίδρυση παραρτημάτων στο εξωτερικό μέσω της προώθησης διεθνών συνεργασιών με υψηλού επιπέδου ιδρύματα για τη διαμόρφωση και λειτουργία προγραμμάτων σπουδών στις εγκαταστάσεις τους. Να σημειωθεί, ότι μόλις το 2008 προβλέφθηκε η ίδρυση μόνο Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών από ΑΕΙ της χώρας μας στο εξωτερικό, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου 3685/08.
5. Η παροχή υψηλής ποιότητας γνώσεων και δεξιοτήτων σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Η Πολιτεία πρέπει να εξασφαλίζει στην πράξη διεύρυνση των επιλογών και ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση.
6. Η υιοθέτηση και υλοποίηση της αρχής της αξιολόγησης του ίδιου του πανεπιστημίου και των στελεχών που το απαρτίζουν. Ο Νόμος 3374/2005 καθορίζει το πλαίσιο για τη συστηματική και περιοδικά επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Πρέπει να συνδεθούν τα αποτελέσματα της εξωτερικής αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση. Τα ιδρύματα, πέραν της πάγιας χρηματοδότησης που λαμβάνουν για τις λειτουργικές τους ανάγκες, θα μπορούσαν να λαμβάνουν και bonus χρηματοδότησης ανάλογα με την κατάταξή τους.
7. Η χορήγηση κινήτρων για τον επαναπατρισμό Ελλήνων επιστημόνων που ζουν, εργάζονται και διαπρέπουν στο εξωτερικό.
8. Η έμπρακτη απόδειξη ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι λειτουργία που διαρκεί «δια βίου». Σε θεσμικό επίπεδο, παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έγιναν επί των κυβερνήσεων της ΝΔ (Ν. 3369/2005), όπως είναι η κάλυψη σε σημαντικό βαθμό του θεσμικού, δομικού, λειτουργικού και χρηματοδοτικού ελλείμματος, η χώρα μας, δυστυχώς υπολείπεται. Σε αυτή την κατεύθυνση της εντατικοποίησης της προσπάθειας, δυστυχώς, ο πρόσφατος Νόμος της Κυβέρνησης δεν διακρίνεται για την ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Κι αυτό διότι, παρά τις προς τη σωστή κατεύθυνση συμπληρώσεις και προεκτάσεις που επιφέρει στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, δεν θίγει επ’ ουδενί το ζήτημα της χρηματοδότησης και τις παραμέτρους του. Το ζήτημα της χρηματοδότησης, το οποίο όπως και σε κάθε σύστημα παροχής υπηρεσιών είναι καίριας σημασίας για την προσέγγιση του ποσοτικού στόχου, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών την αποδοτικότητα των πραγματοποιούμενων επενδύσεων το μέγεθος της συμβολής στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
9. Η σύνδεση της εκπαίδευσης και του περιεχομένου σπουδών με την παραγωγική διαδικασία και την αγορά εργασίας. Θα μπορούσαμε να ενθαρρύνουμε τη δυνατότητα επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν τη λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών με απώτερο σκοπό την αμεσότερη σύνδεση των αποφοίτων με την αγορά εργασίας.
10. Η ενίσχυση των δεσμών της βιομηχανίας με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, και η χρηματοδότηση συνεργασιών μεταξύ ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων για εκτέλεση έργων που θα στοχεύουν στην παραγωγή καινοτόμων προϊόντων / υπηρεσιών.
11. Η γενναία αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας, τόσο της βασικής όσο και της εφαρμοσμένης στα μέσα τουλάχιστον επίπεδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
12. Δημιουργία τεχνολογικών θερμοκοιτίδων με δυνατότητες δημιουργίας τεχνολογικών καινοτομιών στα ακαδημαϊκά ιδρύματα σε συνεργασία με εταιρίες ή/ και υπερεθνικές αγορές.
13. Διενέργεια θεσμοθετημένων ενημερωτικών αυτόνομων ημερίδων (networking events) από εταιρείες ή/και διάφορα συναφή Επιμελητήρια με σκοπό την προσέλκυση ενδιαφέροντος από πιθανούς εργοδότες.
14. Ενθάρρυνση της δημιουργίας επιχειρήσεων τύπου τεχνοβλαστών (spin off) μεταξύ ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων, με σκοπό την παραγωγή αξιοποιήσιμων αποτελεσμάτων. Οι τεχνοβλαστοί μπορούν να μεταφέρουν την ερευνητική εμπειρία στην παραγωγή, δίνοντας έτσι την ευκαιρία για την εμπορική εκμετάλλευση του ρόλου των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με σκοπό την αύξηση των εσόδων για βελτίωση των υποδομών τους.
15. Η καθιέρωση, επιβράβευση και στήριξη καινοτομικών ιδεών. Υπάρχουν καινοτόμες προσπάθειες, που αν και από την ελληνική περιφέρεια, κατάφεραν να συνδυάσουν καινοτομία και επιχειρηματικότητα, και μπορούν πλέον να στέκονται ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο αναπτύσσοντας μια αξιοσημείωτη δυναμική (Καλλυντικά Κορρές, MastihaShop, Doppler Βιομηχανία Ανελκυστήρων κ.ά).
16. Η καθιέρωση κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις που κατευθύνονται σε έρευνα και καινοτομία.
17. Η καθιέρωση ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης των επιχειρήσεων που καινοτομούν και δαπανούν για έρευνα και ανάπτυξη.
18. Η καλλιέργεια στην ελληνική κοινωνία κουλτούρας και κλίματος που να υποβοηθάει την έρευνα και την καινοτομία. Απαιτείται συστηματική προσπάθεια ώστε η επιστημονική έρευνα να διαχυθεί στο σύνολο του πληθυσμού, μέσω της εξόδου της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών καινοτομιών στους ίδιους τους χώρους που ζουν, μορφώνονται και εργάζονται οι πολίτες, και ιδιαίτερα οι νέοι, αλλά και της αξιοποίησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τη δημιουργία ελκυστικών προγραμμάτων για την προβολή επιστημονικών θεμάτων.
Κυρίες και Κύριοι,
Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, η ανταγωνιστικότητα και η ευημερία της κάθε χώρας στηρίζεται στο επίπεδο των γνώσεων και των δεξιοτήτων που κατέχουν οι πολίτες της και στη δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής εκμετάλλευσης αυτών των γνώσεων για ατομική, επιχειρηματική και κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη.
Στην κοινωνία της γνώσης, η επένδυση στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Η Ελλάδα, για να έχει προοπτική σε αυτό το περιβάλλον, οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα και πρώτη επιλογή την επένδυση στη γνώση.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει ανάγκη ανασχεδιασμού, αναδιάρθρωσης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να συμβάλλει αποφασιστικά στη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου της Ελληνικής κοινωνίας, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της, καθώς και στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αναπτυξιακής της δυναμικής.