Άρθρο Χρ. Σταϊκούρα στην εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” | 20.6.2017

“Η Κυβέρνηση έδωσε τα πάντα, χωρίς να πετύχει τον στόχο που είχε θέσει”

 

Η Κυβέρνηση καθυστέρησε την ολοκλήρωση της αξιολόγησης προκειμένου, υποτίθεται, να κερδίσει κάτι από αυτήν. Τελικά, απέτυχε.

Έχασε πολύτιμο χρόνο, όχι για διαπραγμάτευση αλλά για «σερβίρισμα» των υποχωρήσεών της στο εσωτερικό της χώρας, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός των μέτρων να αυξηθεί και να διαμορφωθεί πλέον, συνολικά, στα 14,5 δισ. ευρώ.

Και σα να μην έφτανε αυτό, η Κυβέρνηση ούτε τη συνολική συμφωνία ταυτόχρονης ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης, διευθέτησης του ζητήματος του χρέους και ένταξης της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, πέτυχε.

Συγκεκριμένα:

1ον. Κατέπεσαν όλες οι δήθεν «κόκκινες γραμμές» της Κυβέρνησης. Αποδέχθηκε περικοπές του αφορολόγητου και των συντάξεων, αποδέχθηκε νέα μέτρα ύψους 5,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2022, αποδέχθηκε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 και ένα διαρκές μνημόνιο μέχρι το 2060.

2ον. Το ύψος της δόσης είναι πολύ χαμηλότερο των αναγκών της οικονομίας και των προβλέψεων της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, με βάση τον χρηματοδοτικό προγραμματισμό του 3ου Μνημονίου, μέχρι το τέλος του εφετινού Ιουνίου, η χώρα θα έπρεπε να είχε λάβει δόσεις ύψους 22,9 δισ. ευρώ. Αντί αυτού, λαμβάνει δόση 8,5 δισ. ευρώ. Και μάλιστα, μόλις 1,6 δισ. ευρώ από αυτά θα μείνουν για την κάλυψη εσωτερικών αναγκών. Όταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ. Αντί συνεπώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να καλύπτονται, κυρίως, από τις προβλεπόμενες δόσεις του δανείου, καλύπτονται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, που επιτυγχάνονται με τις θυσίες των πολιτών.

3ον. Ξεκάθαρη και οριστική λύση για το χρέος, όπως όλοι επιθυμούσαμε, δεν υπήρξε. Όλα παραπέμπονται για το μέλλον, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ασαφείς μηχανισμούς και στο βαθμό που αυτό καταστεί αναγκαίο. Η διατύπωση μάλιστα των όποιων δυνητικών μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων παραμένει η ίδια με την απόφαση του Eurogroup του Μαϊου του 2016.

4ον. Δεν φαίνεται, στον άμεσο χρονικό ορίζοντα, ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ένταξη που θα έπρεπε να είχε γίνει από το Μάρτιο του 2015.

5ον. Η ρήτρα ανάπτυξης αποτελεί ουσιαστικά «αντικίνητρο ανάπτυξης». Την απάντηση την δίνει η ίδια η Κυβέρνηση. Σε non-paper που κυκλοφόρησε, υποστηρίζει ότι «η ρήτρα ανάπτυξης μετατρέπει τους ευρωπαίους εταίρους, σε συμμάχους στο στόχο της ανάπτυξης, αφού όσο περισσότερο μεγεθύνεται η ελληνική οικονομία, τόσο λιγότερο θα χρειαστεί να απομειώσουν το χρέος». Δηλαδή, όσο περισσότερο αυξάνεται το εθνικό εισόδημα των Ελλήνων, το μέρισμα της ανάπτυξης δεν θα πηγαίνει στους πολίτες, αλλά στους δανειστές.

6ον. Τα όποια αναπτυξιακά μέτρα εξαντλούνται στην ανακύκλωση υφιστάμενων πόρων από τα κοινοτικά ταμεία και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και σε μία ασαφή αναφορά για δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας. Υπενθυμίζεται ότι στο 3ο Μνημόνιο, υπήρχαν δεσμεύσεις για την κινητοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ, του Σχεδίου Γιούνκερ και των λοιπών χρηματοδοτικών οργανισμών (π.χ. ΕΤΕπ). Καθώς και η πρόβλεψη για την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου για τη χώρα, με καταληκτική προθεσμία τον Μάρτιο του 2016. Όλα αυτά, ακόμη τα περιμένουμε, γιατί η Κυβέρνηση ούτε θέλει, ούτε ξέρει, ούτε μπορεί να βάλει μπρος την παραγωγική μηχανή της οικονομίας.

Συμπερασματικά, για ακόμη μία φορά, η Κυβέρνηση πέρασε κάτω από τον πήχη που η ίδια είχε θέσει.

2017-06-20 Άρθρο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ_Σ9

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube