“Εφικτή η μείωση των φόρων;”
Η ελληνική οικονομία, περίπου δύο χρόνια με διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σέρνει τα βήματά της στο τέλμα.
Η Νέα Δημοκρατία, δια του Προέδρου της κ. Κ. Μητσοτάκη, κατέθεσε, στο πλαίσιο των αρχών, αξιών και λογικών της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, έναν ρεαλιστικό, τεκμηριωμένο και συνεκτικό δημοσιονομικό οδικό χάρτη εξόδου της χώρας από την οικονομική κρίση.
Στόχος η έξοδος από το τέλμα και η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
Βασικός άξονας του δημοσιονομικού σχεδίου είναι η σταδιακή μείωση της φορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων με ταυτόχρονη περιστολή των δημοσίων δαπανών.
Με αυτή την πολιτική θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όλων των πολιτών, συνακόλουθα η οικονομική δραστηριότητα και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας πρότεινε, σε πρώτη φάση και σε βάθος διετίας:
- Τη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός διετίας.
- Τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 20% και της φορολόγησης στα μερίσματα από το 15% στο 5%, αμφότερα εντός διετίας.
- Την επαναφορά του ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια από το 24% στο 13% και την κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο κρασί.
Κάποιοι αναρωτιούνται αν αυτή η στρατηγική, που αναμφίβολα διαφέρει από την στρατηγική της Κυβέρνησης, είναι εφικτό να υλοποιηθεί εντός του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου.
Η απάντηση είναι καταφατική: Ναι, μπορεί. Και τούτο γιατί:
1ον. Αν και το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής είναι αυστηρό και οι δημοσιονομικοί στόχοι δεδομένοι, η επιλογή του μείγματος των πολιτικών ανήκει στην Κυβέρνηση.
Η κάθε Κυβέρνηση, για να επιτύχει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους μπορεί να ακολουθήσει μία από δύο διαφορετικές στρατηγικές.
Στην Ελλάδα, από το καλοκαίρι του 2010, οι Κυβερνήσεις των κ.κ. Παπανδρέου και Τσίπρα επέλεξαν να πετύχουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως, από το σκέλος των εσόδων με αύξηση της φορολογίας, ενώ η Κυβέρνηση του κ. Σαμαρά επέλεξε την επίτευξη των στόχων, μέσω, κυρίως, του σκέλους των δαπανών.
Η θεωρία και τα εμπειρικά αποτελέσματα, τόσο από την Ελλάδα όσο και από άλλες χώρες, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της δικής μας στρατηγικής.
2ον. Όταν η Κυβέρνηση είναι αξιόπιστη και οι στόχοι επιτυγχάνονται, δημιουργούνται βαθμοί ελευθερίας. Όπως έγινε το 2014.
Όταν και υλοποιήθηκαν οι πρώτες και μοναδικές από το 2010 μέχρι σήμερα μειώσεις της φορολογίας: μειώθηκαν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ο ΦΠΑ στην εστίαση, κατά 30% ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, κατά 30% η έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης και κατά 5% οι ασφαλιστικές εισφορές.
Και όλα αυτά χωρίς δημοσιονομικά ισοδύναμα.
3ον. Όμως η Νέα Δημοκρατία δεν παραμένει σε αυτά. Εκτός των ανωτέρω, για να είναι απολύτως αξιόπιστη η πολιτική μείωσης της φορολογίας, συνοδεύεται και από ένα σχέδιο ισόποσης περιστολής δαπανών.
Και το οποίο περιλαμβάνει περιοχές στις οποίες διογκώθηκαν οι δαπάνες επί της σημερινής διακυβέρνησης (π.χ. διόρθωση αποκλίσεων στην εκτέλεση Προϋπολογισμών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, νέες διοικητικές δομές, αύξηση του κόστους δανεισμού κ.α.).
Σημειώνεται ότι την αξιοπιστία του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας ουδείς μέχρι σήμερα την έχει αμφισβητήσει.
Συμπερασματικά, η στρατηγική της υπερβολικής αύξησης των φόρων έχει αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη, ενώ αντιθέτως η στρατηγική μείωσης των φόρων, όπου και όταν εφαρμόστηκε «πυροδότησε» την οικονομική δραστηριότητα.
Η Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διαθέτοντας πλεόνασμα ιδεολογικών εμμονών και έλλειμμα αξιοπιστίας δεν θέλει και δεν μπορεί να εφαρμόσει την ορθή δημοσιονομική στρατηγική.
Η χώρα έχει ανάγκη από νέα Κυβέρνηση η οποία θα έχει, άλλη πολιτική φιλοσοφία, αυτή του κοινωνικού φιλελευθερισμού, σχέδιο και διαχειριστική επάρκεια.