Τα 3 τελευταία χρόνια, η δημιουργική ασάφεια, οι αυταπάτες και οι ιδεοληψίες της Κυβέρνησης, επέφεραν τεράστιο κόστος στη χώρα και στους πολίτες.
Νέα αχρείαστα μνημόνια ψηφίστηκαν και πολλά δισεκατομμύρια ευρώ πρόσθετα μέτρα λιτότητας ελήφθησαν, που συρρίκνωσαν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και διόγκωσαν το ιδιωτικό χρέος.
Η χώρα «σέρνεται» εξαιτίας της συνειδητής επιλογής της Κυβέρνησης να υπερφορολογήσει τους πολίτες, της αδυναμίας υλοποίησης αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων και προσέλκυσης επενδύσεων και της συρρίκνωσης της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία με τη διευρυμένη εσωτερική στάση πληρωμών.
Το αποτέλεσμα αυτής της ανερμάτιστης και αδιέξοδης πολιτικής είναι η οικονομία να «κατρακυλήσει» και πάλι στην ύφεση την περίοδο 2015-2016 και να παρουσιάζει ασθενική – πολύ χαμηλότερη από τις προβλέψεις – μεγέθυνση το 2017, διευρύνοντας το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ενώ η χώρα προσπαθεί να επανέλθει στην κανονικότητα, να καλύψει το χαμένο έδαφος των τριών τελευταίων ετών και να ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής πολιτικής.
Κανονικότητα όμως δεν έχει επιτευχθεί, αφού κεφαλαιακοί περιορισμοί συνεχίζουν να υφίστανται, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχωρεί, νέοι φόροι και πρόσθετες περικοπές στις συντάξεις επιβάλλονται, οι ευέλικτες μορφές εργασίας έχουν εκτοξευθεί, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών και Δημοσίου διογκώνονται, οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν ουσιαστικά στο τραπεζικό σύστημα και η χώρα παραμένει «απούσα» από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ουσιαστική δε και άμεση έξοδος από τα μνημόνια δεν μπορεί να υπάρξει αφού η Κυβέρνηση έχει ψηφίσει νέα μέτρα λιτότητας, ύψους 5,1 δισ. ευρώ, για μετά το 2018, και έχει δεσμεύσει τη χώρα σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο.
Ενώ η υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων για τη ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι του 2018, εκτιμάται ότι θα συνοδευτεί από έναν αυστηρό μηχανισμό επιτήρησης και εποπτείας, απλώς με διαφορετικό «τίτλο».
Σε κάθε περίπτωση, μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, η χώρα θα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές με λογικά επιτόκια, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί, με αποτέλεσμα την ανάγκη δημιουργίας σήμερα σημαντικού ταμειακού αποθέματος, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι, λίγους μήνες πριν το τέλος του 3ου Μνημονίου, να σχεδιάσουμε, με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση, την επόμενη μέρα για τη χώρα, με στόχο τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Βασικοί άξονες αυτού του σχεδίου πρέπει να είναι:
- Η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, με την απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και με τη στοχευμένη και σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, εκτός της χρήσεως ισοδυνάμων, θα επιδιωχθεί και θα επιτευχθεί μια νέα ρήτρα μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις σημερινές εκτιμήσεις των θεσμών (1%), που θα προσεγγίζουν ή/και θα υπερβαίνουν την αναπτυξιακή δυναμική που καταγραφόταν στις δικές τους εκθέσεις το 2014 (1,9%).
Η αύξηση του πλούτου θα οδηγήσει στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, και αυτή με τη σειρά της, στη σταδιακή μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η επίτευξη των νέων, πιο ρεαλιστικών πλεονασμάτων θα επιτυγχάνεται μέσω της αυτοτροφοδοτούμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας. Ενώ παράλληλα, ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί, θα χρησιμοποιηθεί, σταδιακά, για περαιτέρω μειώσεις φορολογικών συντελεστών. - Η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, με την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, τη ριζική βελτίωση του χωροταξικού και πολεοδομικού πλαισίου, τον εξορθολογισμό του νομοθετικού πλαισίου για τις βιομηχανικές περιοχές, την ταχύτατη υλοποίηση των ήδη σχεδιασμένων αποκρατικοποιήσεων, την προώθηση εμβληματικών επενδύσεων, την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τον εκσυγχρονισμό της δομής και λειτουργίας του Κράτους, τη μείωση των διοικητικών βαρών κ.α.
- Η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων, την αποπληρωμή των διογκούμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και τη σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης. Αυτό που χρειάζεται είναι η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης που θα επαναφέρει καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην κατάργηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας η οποία θα μειώσει το κόστος δανεισμού των τραπεζών, και η ορθολογική αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Στόχος αυτής πρέπει να είναι η μετάβαση από μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων, σε μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε κλάδου (με έμφαση στον τουρισμό, στον πρωτογενή τομέα, στις υποδομές, στον ορυκτό πλούτο της χώρας κ.α.). Δίνοντας προτεραιότητα στη βελτίωση της ποιότητας και της αποδοτικότητας, τον περιορισμό του κρατικού εναγκαλισμού και την προώθηση της διεθνοποίησης της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της δια βίου μάθησης, της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας.
Η υλοποίηση αυτών των πολιτικών απαιτεί μία σοβαρή, υπεύθυνη, αξιόπιστη και φιλελεύθερη με κοινωνικό πρόσωπο Κυβέρνηση.
Αυτά η σημερινή Κυβέρνηση ούτε τα διαθέτει, ούτε μπορεί να τα αποκτήσει.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ_ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ_Σ18_2017-12-30