“Προκλήσεις για την Ανάκαμψη”
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο υποστηρίζεται πλέον και από ποσοτικούς δείκτες, ότι η χώρα, μετά τα δείγματα σταθεροποίησης το 2014, «λιμνάζει» βυθιζόμενη από τις αρχές του 2015, αναλώνοντας χρόνο και πόρους, σε έναν ευρύτερο περίγυρο υψηλών κινδύνων.
Οι ιδεοληψίες, η αβελτηρία και οι παλινωδίες επέφεραν τεράστιο κόστος στη χώρα και στην οικονομία.
- Η πραγματική οικονομία επέστρεψε στην ύφεση, όπου και παραμένει.
- Η τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας συρρικνώθηκε.
- Oι επιχειρηματικές προσδοκίες επιδεινώθηκαν και η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε.
- Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές των ιδιωτών προς το Κράτος διογκώθηκαν.
- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα «εκτοξεύθηκαν».
- Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ο δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, στις κατασκευές, στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες, συρρικνώθηκαν.
- Τα «λουκέτα» στην αγορά πολλαπλασιάστηκαν.
- Οι τραπεζικές καταθέσεις παρουσίασαν τη μεγαλύτερη εκροή από την αρχή της κρίσης.
- Η ποιότητα χαρτοφυλακίου των τραπεζών επιδεινώθηκε και η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίστηκε.
- Οι διαρθρωτικές αλλαγές «κόλλησαν» ενώ κάποιες, λίγες αποκρατικοποιήσεις, μετά από πολλά εμπόδια, τελικά πραγματοποιήθηκαν.
Το αποτέλεσμα σήμερα αυτής της εικόνας της οικονομίας, εξαιτίας και της 7μηνης καθυστέρησης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, είναι οι πολίτες να έχουν ήδη φορτωθεί πολύ βαριά μέτρα, να έχουν προστεθεί νέες επώδυνες και ταπεινωτικές υποχρεώσεις στη χώρα, όπως είναι το ταμείο αποκρατικοποιήσεων, να έχουν επιβληθεί μόνιμα μνημόνια με τον αυτόματο και οριζόντιο μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης, και να έχουν φουσκώσει οι οφειλές του Κράτους προς τους ιδιώτες.
Συνεπώς, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα βρει την Ελλάδα σε ένα κρίσιμο σημείο.
Σημείο κατά το οποίο θα προσπαθεί να βρει ένα νέο επίπεδο ισορροπίας, δυστυχώς πολύ χαμηλότερο από αυτό στο οποίο βρισκόταν στο τέλος του 2014.
Το ερώτημα συνεπώς, που τίθεται, είναι: τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος για να σταθεροποιηθεί και πάλι η κατάσταση και να μπει η χώρα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης;
Κατά την άποψή μου πρέπει να κινηθούμε σε παράλληλους άξονες, με βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρονικά ορίζοντα.
Αυτοί οι άξονες είναι:
1ος. Η αποκατάσταση της σταθερότητας και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης.
Σταθερότητα και εμπιστοσύνη που προϋποθέτουν, βέβαια, Κυβερνητική αξιοπιστία και σοβαρότητα. Οι οποίες, δυστυχώς σήμερα, αποτελούν «αγαθό σε ανεπάρκεια».
2ος. Η τάχιστη αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Δυστυχώς, η δόση που συνοδεύει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης υπολείπεται σημαντικά του ποσού που είχε προγραμματιστεί να λάβει η Ελλάδα μέχρι σήμερα. Ανέρχεται μόλις στα 7,5 δισ. ευρώ, έναντι των 15 δισ. ευρώ που προέβλεπε ο χρηματοδοτικός προγραμματισμός του Μνημονίου. Ενώ τα υπόλοιπα 2,8 δισ. ευρώ, θα χορηγηθούν σταδιακά, υπό προϋποθέσεις και νέα προαπαιτούμενα.
Ένα κομμάτι αυτής, και μάλιστα το μικρότερο, θα αποπληρώσει μόνο μέρος από τις συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Είναι προφανές ότι η συνολική τους αποπληρωμή μετατίθεται, στην καλύτερη περίπτωση, για το 2017, στερώντας ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
3ος. Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής προσαρμογής, με τη μείωση των υψηλών και για μεγάλη περίοδο στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.
Η αριστερή ιδεοληπτική εμμονή στην αύξηση της φορολογίας έχει αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη.
Αντίθετα, θα πρέπει να περάσουμε στη σταδιακή μείωση της φορολογίας.
Με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως έγινε με τις πρώτες φορολογικές ελαφρύνσεις του 2014.
Με την μεγαλύτερη περιστολή των δημοσίων δαπανών. Υπάρχουν περιθώρια, δεν είναι πολύ μεγάλα.
Με τη συνεχή θεσμική, διοικητική και τεχνολογική ενδυνάμωση του φορολογικού συστήματος, με στόχο την ένταξη του «αφανούς» τμήματος της οικονομίας στο «εμφανές» πεδίο της.
4ος. Η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν στη διατήρηση ή/και στη δημιουργία νέων εξωστρεφών και ανταγωνιστικών εγχώριων επιχειρήσεων και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
5ος. Η υλοποίηση αποκρατικοποιήσεων και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, αλλά και στον περιορισμό των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου.
6ος. Η ενίσχυση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Βιωσιμότητα που επιβαρύνθηκε από τους ανερμάτιστους χειρισμούς των τελευταίων μηνών.
Επί του παρόντος, η προτεινομένη από του Ευρωπαίους εταίρους ρύθμιση για το χρέος παραμένει ασαφής και είναι αβέβαιη, τελεί υπό προϋποθέσεις και είναι μελλοντική.
Σε κάθε δε περίπτωση η ρύθμιση αυτή συνοδεύεται από τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ δεν γίνεται καθόλου λόγος για την εξέλιξη του μεγέθους χρέος/ΑΕΠ.
7ος. Η σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης.
Προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, στο σκέλος του ενεργητικού, αποτελεί η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη-εξυπηρετούμενων δανείων.
Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται καλύτερος συντονισμός των εμπλεκόμενων φορέων σε επίπεδο στρατηγικής και τεχνικής υλοποίησης των αποφάσεων, προώθηση της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, επίσπευση των διαδικασιών.
8ος. Η ταχύτερη υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων μέσω της ορθολογικής αξιοποίησης των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων και των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Καθώς και η προώθηση επενδυτικών σχεδίων που θα αξιοποιούν αποτελεσματικά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, το «Πρόγραμμα Γιούνκερ». Αλλά και η ψήφιση του νέου Αναπτυξιακού Νόμου για την ενίσχυση νέων επενδύσεων.
9ος. Η δομική βελτίωση των παρεχόμενων κοινωνικών δαπανών, με την εφαρμογή σύγχρονων πολιτικών πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως είναι ο θεσμός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που θα επιτρέψουν τη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.
10ος. Η υιοθέτηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας.
Σχέδιο που θα έπρεπε, με βάση και τις δεσμεύσεις του Μνημονίου, να είχε ολοκληρωθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση το Μάρτιο του 2016.
Και το οποίο σήμερα, προφανώς, δεν υφίσταται. Ούτε καν γίνεται συζήτηση γι’ αυτό.
Σχέδιο που θα πρέπει να στοχεύει στη σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, από μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων σε μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις επενδύσεις, τις εξαγωγές, την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε κλάδου και την ανάδειξη της σημασίας της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας.
Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η διαμόρφωση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος, η εναρμόνιση των ρυθμών λειτουργίας της δικαιοσύνης με τις ανάγκες της παραγωγικής, επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας, η βελτίωση της «ποιότητας» των δημόσιων οικονομικών, με την ανάδειξη παραγόντων όπως είναι η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία.
Καθώς και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος, με τη δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, την προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, την ολοκλήρωση του ρυθμιστικού μηχανισμού αδειοδότησης και τη θωράκιση του ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών.
Κατά την εκτίμησή μου, αυτές οι προτεραιότητες θα απελευθερώσουν μη παραγωγικά δεσμευμένους ή αδρανείς πόρους της οικονομίας μας και θα βελτιώσουν το κλίμα, με πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις σε νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και στην προσέλκυση νέων εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
Αυτές όμως οι προϋποθέσεις απαιτούν στιβαρή και αποφασιστική πολιτική ηγεσία, η οποία να διαθέτει σχέδιο και βούληση, σοβαρότητα και αξιοπιστία.
Και η παρούσα Κυβέρνηση αυτά δεν τα διαθέτει και δεν δείχνει ικανή να τα διαμορφώσει.