Η οικονομία, σε παγκόσμια κλίμακα, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, διέρχεται μια κρίσιμη καμπή. Μια καμπή που χαρακτηρίζεται από υψηλή αστάθεια. Η οικονομία της Ευρωζώνης παρουσιάζει προβλήματα και έντονη αβεβαιότητα.
Σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον ήταν αναμενόμενο η Ελλάδα, χώρα με μακροχρόνιες, υποβόσκουσες παθογένειες στο αξιακό, στο θεσμικό, στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο, να κλυδωνιστεί. Η κρίση κατέστησε ξεκάθαρο όσο ποτέ το πρόβλημα του εγχώριου αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο έχει τις ρίζες του στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της δεκαετίας του ’80. Ο εκτροχιασμός έκτοτε αποτυπώνεται στα υψηλά «δίδυμα» ελλείμματα και χρέη.
Ελλείμματα και χρέη που οι Κυβερνήσεις των επόμενων δεκαετιών δεν κατάφεραν επαρκώς να αντιμετωπίσουν δραστικά εγκαθιστώντας συνθήκες ευσταθούς ισορροπίας. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την απουσία αποτελεσματικού Ευρωπαϊκού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων και με τις μεγάλες παραλείψεις και συγκεκριμένες ενέργειες της Κυβέρνησης που εκλέχθηκε τον Οκτώβριο του 2009, διαμόρφωσε κρίση δανεισμού που οδήγησε στο Μηχανισμό Στήριξης (ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ).
Στη διετία που ακολούθησε, η χώρα, υπό την καθοδήγηση-πίεση της Τρόικα, έκανε μια προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής. Ειδικότερα, την περίοδο 2010–2012 οι τεράστιες θυσίες των Ελλήνων πολιτών λόγω των μεγάλων οριζόντιων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις αλλά και των αυξήσεων στη φορολογία ανήλθαν αθροιστικά στα 49 δισ. ευρώ ή στο 22,6% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα δεν ήταν αντάξιο της «ηράκλειας» προσπάθειας που κατέβαλαν οι πολίτες.
Δυσμενής ήταν και η πορεία της πραγματικής οικονομίας, που βυθίστηκε σε μια πρωτοφανή ύφεση η οποία σωρευτικά τα τελευταία χρόνια ξεπερνά το 20%, ενώ η ανεργία ανήλθε στο πρωτόγνωρο 24,4%, με την αντίστοιχη για τους νέους να ανέρχεται στο 55% (Ιούνιος 2012).
Αυτά συνέβησαν τόσο γιατί η «συνταγή» της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν μονομερώς επικεντρωμένη σε πολιτικές λιτότητας, κρατώντας μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας και την τόνωση της παραγωγικής διαδικασίας εκτός ημερήσιας διάταξης, όσο και γιατί όσα θετικά επιχειρήθηκαν να εφαρμοστούν παρέμειναν ημιτελή.
Με το σχηματισμό της Κυβέρνησης Εθνικής Ευθύνης ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια τόσο για την σταθεροποίηση της κατάστασης όσο και για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την έξοδό της από το φαύλο κύκλο ελλειμμάτων και ύφεσης.
Προς την κατεύθυνση αυτή, τα δύο βασικά βήματα είναι:
(α) ο απεγκλωβισμός της οικονομίας από την τρέχουσα φάση χρηματοδοτικής «ασφυξίας» και,
(β) η υλοποίηση μιας στρατηγικής σύζευξης δημοσιονομικής προσαρμογής και οικονομικής ανάπτυξης, καθώς, όπως επιβεβαιώθηκε και από τα αποτελέσματα των τελευταίων δύο ετών, η δημοσιονομική προσαρμογή αν και αναγκαία συνθήκη δεν είναι από μόνη της ικανή να επιτύχει την έξοδο από την κρίση.
Από μία πλευρά, λοιπόν, η πολιτική διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών είναι σταθερά προσανατολισμένη στην εξάλειψη πρακτικών σπατάλης και στον εξορθολογισμό της δημόσιας δαπάνης, προωθώντας τη δημοσιονομική εξυγίανση, προσαρμογή και πειθαρχία σε κάθε πεδίο του ευρύτερου δημοσίου τομέα ώστε να επιτευχθεί η διατηρήσιμη εναρμόνισή του με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας.
Βασική επιδίωξη είναι να επιτευχθεί τόσο ο περιορισμός του εύρους και της παρεμβατικότητας του δημοσίου τομέα, όσο και η βελτίωση της αποτελεσματικής λειτουργίας του που θα αυξήσει την αποδοτικότητα των σχετικών δαπανών. Έτσι, θα επιτευχθεί η διατηρήσιμη συρρίκνωση της μιας διάστασης του δημοσιονομικού ελλείμματος, του διαρθρωτικού ελλείμματος.
Προς αυτή την κατεύθυνση, κατά το πρώτο τρίμηνο της θητείας της νέας Κυβέρνησης, έχουν ήδη προωθηθεί και εφαρμοστεί μια σειρά από συγκεκριμένα μέτρα.
Παράλληλα, εξειδικεύεται το πακέτο μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής για τα επόμενα χρόνια, τόσο στο σκέλος των δαπανών όσο και των εσόδων. Πρόκειται για ένα πακέτο εξαιρετικά επώδυνο για τους πολίτες και ιδιαίτερα δύσκολο για την Κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις που την απαρτίζουν, το οποίο όμως αποτελεί δέσμευση της χώρας στο πλαίσιο της χρηματοδοτικής στήριξης που λαμβάνει.
Βασική επιδίωξη της Κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ασφυκτικές ιδιαιτερότητες της τρέχουσας συγκυρίας, είναι η θετική έκθεση αξιολόγησης από τους εταίρους μας που θα αποδεσμεύσει την επόμενη δόση του δανείου. Αυτό θα επιτρέψει στο Δημόσιο να αποπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς τον ιδιωτικό τομέα, θα τονώσει τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, θα συμβάλλει στην ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και θα ενισχύσει τα ταμειακά διαθέσιμα.
Αφού αποκατασταθούν οι ζωτικής σημασίας, στην παρούσα φάση, χρηματοδοτικές ροές του προγράμματος στήριξης, η οικονομική πολιτική θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει αποτελεσματικά συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές τόσο για την ανάσχεση των έντονων υφεσιακών πιέσεων, όσο και για την τόνωση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Από τη στιγμή που θα διαμορφωθεί μια δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας θα περιοριστούν οι επιπτώσεις της ύφεσης στο δημοσιονομικό έλλειμμα, και θα αντιμετωπιστεί η δεύτερη διάστασή του, το κυκλικό έλλειμμα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο οι βασικές προτεραιότητες της Κυβέρνησης είναι δύο:
(α) ο εμπλουτισμός της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής με μέτρα και δράσεις που στοχεύουν στην άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως, μεταξύ άλλων, η επιτάχυνση της απορρόφησης των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το καθολικό «ξεπάγωμα» των μεγάλων δημοσίων έργων και,
(β) η επιτάχυνση της υλοποίησης μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το γενναίο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, η μείωση των εμποδίων στην προσέλκυση επενδύσεων, η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων, η εισαγωγή ενός νέου, απλοποιημένου και αποδοτικού φορολογικού νόμου.
Τα προαναφερθέντα πρώτα βήματα συνιστούν, στην παρούσα φάση, τα προαπαιτούμενα συστατικά της προσπάθειας ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να πορευτεί αποτελεσματικά σε έναν εθνικό οδικό χάρτη ανασυγκρότησης, σε όλα τα πεδία.
Έναν οδικό χάρτη που θα ενσωματώνει όρους των εταίρων μας, αλλά και τη σταθερή βούλησή μας η χώρα να αξιοποιεί τα δικά της αποτελέσματα αλλά και τις ευκαιρίες που φαίνεται να δημιουργούνται στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, ώστε εν πορεία να τροποποιηθούν όροι προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των πιέσεων.
Έναν οδικό χάρτη ο οποίος θα έχει ως βραχυπρόθεσμο στόχο τον τερματισμό του καθοδικού κύκλου της οικονομίας, ενώ μακροπρόθεσμα θα αποσκοπεί στην επιστροφή της οικονομίας και της κοινωνίας στον ενάρετο κύκλο της ευημερίας για όλους.
[…] […]