Ζώντας κανείς σε αυτή την υπέροχη χώρα που λέγεται Ελλάδα, καταλαβαίνει ότι ο καθένας μας έχει «ειδική» άποψη για τα πάντα.
Είναι, φαίνεται, ένα από τα γνωρίσματα της φυλής μας.
Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, είναι ένα χρήσιμο γνώρισμα και, σε αρκετές περιπτώσεις, εργαλείο εξέλιξης.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μία δημοκρατία, εάν ο καθένας δεν εξέφραζε την άποψη του πάνω στα ζητήματα που τον αφορούν και κυρίως τον επηρεάζουν;
Ωστόσο, τα προβλήματα ξεκινούν όταν η άποψη μας βασίζεται σε λάθος δεδομένα, σε έλλειψη ενδελεχούς έρευνας και μελέτης και σε άρνηση ανάληψης του οποιουδήποτε κόστους, πολιτικού και μη.
Ένα από τα ζητήματα αυτά αφορά τη διαχείριση των απορριμμάτων και την εγκατάσταση των περίφημων ΧΥΤΑ.
Με αφορμή λοιπόν τη διαμάχη των κατοίκων της Μακρακώμης με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την άρνηση αυτοδιοίκησης και πολιτών της περιοχής της Λοκρίδας για δημιουργία αντίστοιχου χώρου στην περιοχή, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις προς αξιολόγηση και πιθανόν αξιοποίηση από τις τοπικές κοινωνίες.
Καταρχήν, είναι σίγουρο ότι πρέπει να διαχειριστούμε εμείς τα απορρίμματα της περιοχής μας. Η ποσότητα των σκουπιδιών μεγαλώνει, ο ΧΑΔΑ της Λαμίας δεν επαρκεί και ο ΧΥΤΑ του Δομοκού δεν μπορεί να εξυπηρετήσει την κυρίως Φθιώτιδα. Ενώ, όπως είναι φυσικό, οι κάτοικοι του Τριλόφου και περιοχών της Λοκρίδας δεν θέλουν ένα νέο «σκουπιδότοπο» κοντά τους.
Γιατί όμως να θεωρούμε ως μόνη επιλογή το άνοιγμα ενός νέου ΧΥΤΑ και να μην εξερευνήσουμε και τις επιλογές που μας δίνει η τεχνολογία; Είναι τόσο απαραίτητη η δέσμευση μιας μεγάλης έκτασης γης για διάθεση σκουπιδιών; Γνώμη μου είναι πως όχι, γιατί υπάρχουν τρόποι να το αποφύγουμε δεσμεύοντας λιγότερη γη.
Χωρίς τη «δαμόκλειο σπάθη» των προστίμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αρκεί να υπάρξει, έγκαιρα, προγραμματισμός και συντονισμός.
Άλλωστε, βασική επιλογή για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πλέον η δημιουργία ΧΥΤΥ, δηλαδή χώρων ταφής υπολειμμάτων, τα οποία είναι αδύνατον να ανακυκλωθούν με κάποια υπάρχουσα τεχνολογία.
Ωστόσο, στην Ελλάδα, είμαστε γενικώς επιρρεπείς σε «αποκλεισμούς» ή «προτιμήσεις».
Για παράδειγμα, γιατί να αποκλείουμε την επιστημονική καύση των απορριμμάτων; Με την εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου, μέσα σε ένα ορθολογικό σύστημα διαχείρισης των αστικών στερεών απορριμμάτων, μπορούμε να επιτύχουμε μείωση του όγκου των απορριμμάτων έως και 90%, δεσμεύοντας μία έκταση πολύ μικρότερη από εκείνη ενός ΧΥΤΑ και αποκτώντας μια νέα πηγή ενέργειας, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να αντικαταστήσει άλλες πιο ρυπογόνες, όπως είναι ο λιγνίτης.
Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη πρακτική για χρόνια στιγματιζόταν ως βλαβερή για την ατμόσφαιρα, λόγω των καυσαερίων, όμως με το συνεχή πειραματισμό και την έρευνα, αντίστοιχες μονάδες σε χώρες της Ευρώπης έχουν περιορίσει την εκπομπή βλαβερών αερίων στο 1/5 των επιτρεπόμενων ρύπων για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, ένα σύγχρονο εργοστάσιο καύσης ενός εκατομμυρίου τόνων απορριμμάτων παράγει συνολικά0, 5 γραμμάρια διοξίνες ανά έτος, τη στιγμή που (σύμφωνα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) η πυρκαγιά στην χωματερή των Ταγαράδων στη Θεσσαλονίκη το 2006 απελευθέρωνε 3 γραμμάρια διοξινών ημερησίως!
Σήμερα στην Ευρώπη λειτουργούν πάνω από 400 εργοστάσια επιστημονικής καύσης. Χάρη στα πλεονεκτήματα της μεθόδου, χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία, η Γαλλία κ.α. αποτεφρώνουν τουλάχιστον το 30% έως και το 50% του συνόλου των σκουπιδιών και τροφοδοτούν με ενέργεια και θερμότητα τις πόλεις τους. Πολλές από τις μονάδες αυτές βρίσκονται στην καρδιά των πόλεών τους (για παράδειγμα το εργοστάσιο του Isseanne, 3 χιλιόμετρα από τον Πύργο του Άιφελ, μέσα στο Παρίσι). Άλλες αποτελούν και τουριστικά αξιοθέατα, όπως η μονάδα Spitellau στη Βιέννη, 3 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης.
Αυτό ακριβώς το γεγονός φανερώνει την προσέγγιση των Ευρωπαίων στο θέμα «σκουπίδια».
Μία άλλη, επίσης δημοφιλής στο εξωτερικό μέθοδος, που οφείλει να προηγείται της καύσης, είναι η «λιπασματοποίηση» (composting) των προεπιλεγμένων στην πηγή οργανικών απορριμμάτων, κυρίως κηπευτικών, αγροτικών υπολειμμάτων κ.α. Μέσω αυτής της διαδικασίας το οργανικό κλάσμα μετατρέπεται σε οργανικό λίπασμα, το οποίο αργότερα καταλήγει στις καλλιέργειες. Σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Ιταλία και η Γερμανία υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων εγκαταστάσεων που διαχειρίζονται από το 20% έως και το 40% του όγκου των απορριμμάτων, βοηθώντας σημαντικά στην μείωση των «χωματερών» της χώρας, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η πρωτοβουλία των ιδιωτών οι οποίοι χρησιμοποιούν προσωπικούς «κομποστοποιητές» προκειμένου να συμβάλουν στην ανακούφιση του περιβάλλοντος από τα απορρίμματα.
Χάρη σε αυτές τις δύο μεθόδους, χωρίς καμία βέβαια από μόνη της να αποτελεί πανάκεια και χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι, και την προσωπική προσπάθεια των πολιτών τους, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαχειρίζονται έως και το 80% των απορριμμάτων τους, αφήνοντας -πολλές από αυτές – για υγειονομική ταφή μόνο το 5% – 20% του συνόλου!
Αναλογίζεται κανείς πόσο πιο εύκολη θα μπορούσε να ήταν η ζωή μας εάν εισάγαμε στη χώρα δοκιμασμένες συνταγές και δεσμεύαμε μόνο ένα μικρό ποσοστό της έκτασης των σημερινών χωματερών;
Θα ήταν θεωρώ χρήσιμο να σκεφτούμε, πολίτες και φορείς της Φθιώτιδας, τα οφέλη από την εφαρμογή τέτοιων καινοτομιών, τη στιγμή που σήμερα κανείς δεν θέλει, και ούτε πρόκειται να θελήσει, έναν Χώρο Διάθεσης Απορριμμάτων μερικά χιλιόμετρα από το σπίτι του.
Αντί λοιπόν να λογομαχούμε σχετικά με το «πού» θα συγκεντρώσουμε τα σκουπίδια, ας σκεφτούμε κυρίως (ή και, λόγω της πίεσης χρόνου για την αποφυγή επιβολής προστίμων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) το «πώς» θα τα διαχειριστούμε.
Πιστεύω πως, προκειμένου να ξεπεραστούν οι χρόνιες διαφωνίες μεταξύ Πολιτείας, Αυτοδιοίκησης, φορέων και τοπικών κοινωνιών, πρέπει, και στο Νομό Φθιώτιδας να λειτουργήσουμε δημιουργικά, συνθετικά, συνεκτικά και διορατικά.
Ώστε το παίγνιο να είναι θετικού αθροίσματος: για τη χώρα και τις τοπικές κοινωνίες.