Η διεθνής χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση, σε συνδυασμό με συσσωρευμένες, χρόνιες, εγχώριες δημοσιονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες, με πράξεις και παραλείψεις της παρούσας Κυβέρνησης, και με κερδοσκοπικές πιέσεις, οδήγησαν τη χώρα μας στην προσφυγή στο Μηχανισμό Στήριξης και στη σύναψη ενός Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής («Μνημόνιο»). Ενός φιλόδοξου αλλά πρόχειρα σχεδιασμένου και μη ρεαλιστικού Προγράμματος – όπως καταδεικνύουν ήδη, στο πρώτο επτάμηνο υλοποίησής του, οι αστοχίες στις προβλέψεις και οι αποκλίσεις από τους στόχους – που περιλαμβάνει συσταλτικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, οικονομικά αναποτελεσματικά και κοινωνικά άδικα, και διαρθρωτικές αλλαγές, αρκετές από τις οποίες είναι αναγκαίες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας.
Η κρίση όμως αντανακλά, μεταξύ άλλων, τις υστερήσεις και τις στρεβλώσεις του αναπτυξιακού προτύπου της Ελληνικής οικονομίας. Ενός προτύπου που, εκτός πολλών άλλων, δεν αξιοποίησε έγκαιρα και αποτελεσματικά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και άφησε ανεκμετάλλευτους σημαντικούς αναπτυξιακούς παράγοντες (όπως είναι η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η αποτελεσματικότητα του «τριγώνου της γνώσης» [παιδεία-έρευνα-καινοτομία], η επάρκεια των θεσμών, το ανθρώπινο και το κοινωνικό κεφάλαιο). Είναι φανερό ότι είναι ανάγκη να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για το μέλλον προκειμένου η χώρα να αποκτήσει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Το πρότυπο θα πρέπει πρωτίστως να εδράζεται στη διατηρήσιμη δημοσιονομική προσαρμογή και στην επένδυση στις νέες πηγές ανάπτυξης.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή, βασικές πολιτικές πρέπει να είναι:
- Η ουσιαστική συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών με την ταυτόχρονη βελτίωση της «ποιότητας» των δημόσιων οικονομικών. Απαιτείται η αύξηση της αποτελεσματικότητας των πόρων, ενισχύοντας, από την μία πλευρά, τις δαπάνες που έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή και απόδοση, προάγουν την οικονομική ανάπτυξη και δημιουργούν υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα, αλλά και μειώνοντας, από την άλλη πλευρά, τις δαπάνες που αποτελούν κρατικές σπατάλες.
- Η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, της καταπολέμησης της παραοικονομίας και του περιορισμού της φοροδιαφυγής, με τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος και την ουσιαστική αναδιάρθρωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
- Η καταγραφή, αποτίμηση και αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου για την αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους.
Όσον αφορά τις νέες πηγές ανάπτυξης, βασικές πολιτικές πρέπει να είναι:
1η. Η επένδυση στη γνώση. Για να έχει μία χώρα προοπτική στο νέο περιβάλλον οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα και πρώτη επιλογή την επένδυση στη γνώση με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου και ποιοτικού συστήματος εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης. Σύστημα που αποτελεί το βασικό θεσμικό μηχανισμό παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
2η. Η επένδυση στην έρευνα και στην καινοτομία. Με τη δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου και των απαραίτητων προϋποθέσεων που ευνοούν και ενισχύουν την ανάπτυξη της καινοτομίας (π.χ. ζώνες και πόλοι καινοτομίας), και με την ενσωμάτωση της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία και τη διάχυση των αποτελεσμάτων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
3η. Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Βασικοί άξονες δράσης πρέπει να είναι:
- Η διαμόρφωση απλών, διαφανών και σταθερών κανόνων για την ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων.
- Η βελτίωση του ρυθμιστικού και ανταγωνιστικού πλαισίου των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, με την επιλογή ορθών μέτρων προστασίας της εργασίας.
- Η σταδιακή μείωση των φόρων, έκτακτων και μη, καθώς και των φορολογικών συντελεστών.
- Η σταδιακή μείωση των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, αφού αυτές δημιουργούν προβλήματα στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα.
4η. Η δημιουργία ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Ένα αποτελεσματικό και δίκαιο κράτος, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας, μπορεί να αποτελέσει προωθητικό παράγοντα της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και της ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής. Κράτος που θα μεριμνά για τη βέλτιστη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς, την εξασφάλιση της μέγιστης οικονομικής αποτελεσματικότητας, την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του παραγόμενου πλούτου. Βέβαια, το μείγμα αγοράς και κράτους μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις της κοινωνίας. Βασικοί άξονες δράσης πρέπει να είναι:
- Η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών και η οικοδόμηση κράτους δικαίου (με την ενδυνάμωση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της ταχύτητας στην απονομή της, καθώς και με την ενίσχυση της διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση).
- Η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, δηλαδή του κόστους και του χρόνου συμμόρφωσης στις διοικητικές πράξεις, με συγκεκριμένες δομικές πρωτοβουλίες (όπως είναι η κωδικοποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας, ο περιορισμός των ερμηνευτικών εγκυκλίων, η ενοποίηση των μηχανισμών χρέωσης του πολίτη και ο περιορισμός των επικαλύψεων των αρμοδιοτήτων των δημόσιων υπηρεσιών).
5η. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Βασικοί άξονες δράσης πρέπει να είναι:
- Η ενίσχυση της εξωστρέφειας και η στροφή στην ποιότητα με την αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
- Η ανάπτυξη συγκεκριμένων μεσοπρόθεσμων σχεδίων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μέσα από την αναβάθμιση των υποδομών και τον σαφή προσανατολισμό των δημοσίων επενδύσεων.
Συμπερασματικά, η δημοσιονομική εξυγίανση και πειθαρχία είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή, συνθήκη για την ενίσχυση του μεσοπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Αυτό που χρειάζεται είναι η άμεση συγκρότηση σχεδίου και συνακόλουθα η ανάληψη δράσεων για τη διαμόρφωση και την αξιοποίηση των νέων πηγών ανάπτυξης. Για τη διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού προτύπου που θα στοχεύει, επί της ουσίας, στην επίτευξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης, στην ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.