Μία από τις βασικές αιτίες εκδήλωσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ήταν η αδυναμία ορθής αποτίμησης και τιμολόγησης του κινδύνου σε νέα σύνθετα προϊόντα (όπως είναι οι εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις [collateralised debt obligations – CDO]) και η υποτυπώδης ύπαρξη θεσμικών ρυθμίσεων για τη στοχευμένη εποπτεία των νέων καινοτόμων μορφών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα «αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου» [hedge funds] και τα «επενδυτικά οχήματα δομημένης χρηματοδότησης» [structured investment vehicles], τα οποία, κατά κανόνα, δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές και επενδύουν συστηματικά στα προαναφερθέντα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.
Επίσης, μία από τις αιτίες εκδήλωσης της κρίσης δημοσίου χρέους σε διάφορες χώρες (πέραν βέβαια από τις ενδογενείς αδυναμίες των εθνικών τους οικονομιών) ήταν και η αδυναμία παρακολούθησης και ελέγχου των εξω-χρηματιστηριακών παραγώγων, κυρίως στα ασφάλιστρα επί επισφαλών ομολόγων [credit default swaps – CDS], ειδικά όταν αυτά μετατρέπονται από προϊόντα ασφάλισης σε εργαλεία κερδοσκοπίας (ιδιαίτερα όταν οι πωλήσεις αυτών είναι ακάλυπτες – naked). Η συγκεκριμένη αγορά είναι αδιαφανής και ˝ρηχή˝ με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής εποπτεία και η τιμολόγηση να μην αντικατοπτρίζει απαραίτητα την προσφορά και ζήτηση για ασφάλιση έναντι κινδύνου πτώχευσης.
Κοινή συνεπώς συνισταμένη των ανωτέρω κρίσεων είναι η ανεπαρκής αξιολόγηση των νέων μορφών κινδύνων, λόγω της φύσεως και του ύψους τους, κυρίως στις μη εποπτευόμενες περιοχές των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, από μέρους ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών, αλλά και των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που υφίστανται τις δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά μεγέθη και τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Κίνδυνοι οι οποίοι μετασχηματίζονται και εμπλουτίζονται, καθώς οι χρηματοπιστωτικές λειτουργίες αναπτύσσονται και εξελίσσονται.
Λειτουργίες οι οποίες έχουν θετικές επιπτώσεις εφόσον καλύπτουν υφιστάμενες ανάγκες της αγοράς και συμβάλλουν στην αποδοτικότερη διαχείριση χαρτοφυλακίου (π.χ. στην αντιστάθμιση κινδύνου – hedging), εγκυμονούν όμως και σημαντικούς κινδύνους για την ίδια τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (βλέπετε για αναλυτική παρουσίαση αυτών την τελευταία Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, Μάρτιος 2010).
Λειτουργίες τις οποίες παρακολουθούν πλέον οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές και τις οποίες προσπαθούν να διαχειριστούν μέσα από τους υπάρχοντες ή υπό διαμόρφωση μηχανισμούς παρέμβασης.
Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται, και σε κάποιο βαθμό ήδη υλοποιείται:
- Η αναγνώριση, ανάληψη, παρακολούθηση, διασπορά, ορθή τιμολόγηση και αποτελεσματική διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων, ενδεχομένως με την ενδυνάμωση των κριτηρίων κεφαλαιακής επάρκειας, τη βελτίωση των μεθόδων και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων, και τον περιορισμό του φαινομένου της αντικυκλικότητας των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφορικά με το τελευταίο, ενδεχομένως απαιτούνται ρυθμιστικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών των οικονομικών κύκλων των οικονομιών μέσω της μέριμνας για μεγαλύτερα αποθεματικά και επαρκείς προβλέψεις σε ανοδικές φάσεις του κύκλου ώστε να καλύπτονται οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες της οικονομίας σε καθοδικές φάσεις.
- Η βελτίωση και ενδυνάμωση των κανόνων ελέγχου και διαφάνειας και των μηχανισμών εποπτείας του λεγόμενου «σκιώδους» χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κανόνες αυστηροί και επαρκώς εφαρμόσιμοι για να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις.
- Η ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού σε Ευρωπαϊκό, αλλά και σε διεθνές, επίπεδο ανάμεσα στις κυβερνήσεις, στις κεντρικές τράπεζες και στις ρυθμιστικές αρχές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων στη διεθνή οικονομία. Σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί ο ρόλος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board), αλλά και πιθανόν να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό σύστημα εποπτείας (1 από τις 31 προτάσεις της Έκθεσης De Larosiere). Ενδεικτικά σε αυτή την κατεύθυνση, ο Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Τρισέ αναφέρεται στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού κεντρικού εκκαθαριστή αντισυμβαλλομένων (central counterparty clearing) για προϊόντα όπως είναι τα CDSs ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια, να διαμοιρασθεί ο κίνδυνος και να μειωθούν τα κίνητρα ανάληψής του (Ομιλία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 25 Μαρτίου 2010).
Εν κατακλείδι, η επόμενη ημέρα της κρίσης αποτελεί την ευκαιρία για τον αυστηρό αλλά ρεαλιστικό επανασχεδιασμό της ρυθμιστικής και εποπτικής αρχιτεκτονικής των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, μεριμνώντας αφενός για την προώθηση επαρκών (όσον αφορά τον περιορισμό των δυνητικών κινδύνων) και αποτελεσματικών (όσον αφορά τη μη συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής του συστήματος) κανόνων. Κανόνων, σε μίκρο – επίπεδο, σε κάθε διάσταση και πτυχή του κανονιστικού συστήματος και των ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σ’ αυτό και, σε μάκρο – επίπεδο, στην ενδυνάμωση της προληπτικής εποπτείας η οποία θα διασφαλίζει την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, της πραγματικής οικονομίας.