Δήλωση για το υπό διαμόρφωση φορολογικό νομοσχέδιο

«Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, που αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και εντός της Κυβερνητικής παράταξης, παλινωδίες, αναδιπλώσεις και αντιφατικές διαρροές σε πτυχές της φορολογικής πολιτικής, με δυσμενείς για τη χώρα συνέπειες (π.χ. φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό), η Κυβέρνηση έδωσε, επιτέλους, σε δημόσια διαβούλευση το υπό διαμόρφωση Φορολογικό Νομοσχέδιο.

Νομοσχέδιο οι ρυθμίσεις του οποίου, αν συγκριθούν με τις αρχές που παρουσιάσθηκαν ως βασικές φορολογικές ρυθμίσεις από την Κυβέρνηση στο πρόσφατο παρελθόν (9 Φεβρουαρίου και 15 Μαρτίου), διαφέρουν σημαντικά -ένα ακόμη δείγμα της προχειρότητας των γονατογραφημάτων, της εισπρακτικής λογικής, που χαρακτηρίζει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης.

Νομοσχέδιο η αξιολόγηση του οποίου θα πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με τα πρόσφατα μέτρα αύξησης της έμμεσης φορολογίας και των φόρων κατανάλωσης (στα ποτά, στα τσιγάρα, στα καύσιμα και στον Φ.Π.Α.) και συρρίκνωσης των εισοδημάτων.

Μέτρα κοινωνικά άδικα και οικονομικά αναποτελεσματικά αφού οδηγούν σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.

Έτσι, η όποια μείωση προκύπτει από τις νέες φορολογικές κλίμακες για κατηγορίες εισοδημάτων (και η οποία κατά μέγιστο, και υπό την προϋπόθεση προσκόμισης αποδείξεων δαπανών [εδώ κρύβεται έμμεση φορολογική επιβάρυνση], ανέρχεται στα 340 ευρώ) δεν αντισταθμίζει τη φορολογική «αφαίμαξη» και εισοδηματική «συρρίκνωση», που προκύπτει από τα επώδυνα «πακέτα» μέτρων της Κυβέρνησης. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι πραγματικά οικονομικά ανίσχυροι, αυτοί που το εισόδημά τους είναι τόσο μικρό ώστε δεν φορολογείται καν, δεν έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα έναντι των πολλών που ήδη χάνουν (π.χ. μόνο από την αύξηση της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης η Ελλάδα έγινε η 3η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη).

Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου:

  • Κάποιες εισάγουν επιπλέον, κρυφές, φορολογικές επιβαρύνσεις σε βάρος μικρών και μεσαίων εισοδημάτων. Στην πράξη, καταργείται το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, δεδομένου ότι συνδέεται με αποδείξεις για το «χτίσιμο» του ορίου του, ακόμα και για πολύ μικρά, κάτω του ορίου αυτού, εισοδήματα, ενώ μειώνεται σημαντικά το αφορολόγητο όριο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, για ετήσιο εισόδημα 22.000 ευρώ (όπου προκύπτει και η μέγιστη ωφέλεια φόρου – 340 ευρώ), το ποσοστό δαπανών για τις αποδείξεις (από τις οποίες εξαιρούνται μεγάλου ύψους δαπάνες) επί του εισοδήματος διαμορφώνεται στο 19%4.200 ευρώ).
  • Κάποιες εισάγουν αδικίες για τα μεσαία εισοδήματα, σφίγγοντας το «φορολογικό κλοιό» γύρω τους. Έτσι, τα νέα τεκμήρια διαβίωσης είναι τεκμήρια ασφυξίας για αυτά τα εισοδήματα, ενώ οδηγούν σε μείωση του εισοδήματος που οφείλουν να δηλώσουν και του φόρου που πρέπει να πληρώσουν όσοι έχουν πολυτελή και πανάκριβα στοιχεία διαβίωσης.
  • Κάποιες εμπεριέχουν παράλογες και κοινωνικά άδικες διατάξεις, όπως αυτές καταγράφονται, ενδεικτικά, στο φόρο σε αποζημιώσεις λόγω απόλυσης, ειδικά όταν οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε αύξηση των ποσοστών της ανεργίας.
  • Κάποιες ανατρέπουν οικογενειακούς σχεδιασμούς. Ενδεικτικά αναφέρεται η δραστική μείωση του ποσοστού έκπτωσης των τόκων στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας και έκπτωσης των ασφαλίστρων.
  • Κάποιες επιφέρουν φορολογική επιδρομή στη μεσαία και τη μικρομεσαία ιδιοκτησία, οι οποίες μαζί με την πρόσφατη επιβάρυνση στις μεταβιβάσεις ακινήτων, και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, οδηγούν σε μείωση των συναλλαγών, αποθάρρυνση της επένδυσης στα ακίνητα, μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Δραστηριότητας που έχει, ήδη, συρρικνωθεί σημαντικά (-22,6% το Δεκέμβριο του 2009) και η οποία παράγει θέσεις απασχόλησης, εισοδήματα, τζίρους και φορολογικά έσοδα.
  • Κάποιες πλήττουν την πραγματική οικονομία. Η αύξηση των συντελεστών για εισοδήματα πάνω από 32.000 ευρώ λειτουργεί αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε επένδυση. Η γενική πολιτική στόχευση θα πρέπει να είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών, όταν οι δημοσιονομικές συνθήκες φυσικά το επιτρέψουν, ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και να μειωθεί η φοροδιαφυγή.
  • Ελάχιστες, και σε περιορισμένο βαθμό, έχουν αναπτυξιακό προσανατολισμό, βασικό ζητούμενο κάθε φορολογικού νομοσχεδίου, ειδικά όμως στις σημερινές συνθήκες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι αφιερώνονται μόνο 3 από τις 168 σελίδες του υπό διαμόρφωση Σχεδίου Νόμου σε μέτρα που θα μπορούσαν να δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στην Ελληνική οικονομία.
  • Κάποιες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Η διάταξη για τη φορολογία των διανεμόμενων κερδών (μερισμάτων) που θα αθροίζονται με τα άλλα εισοδήματα και υπολογίζεται με βάση τη φορολογική κλίμακα οδηγεί σε υπερφορολόγηση των κερδών από επενδύσεις κεφαλαίων και τιμωρεί την επιχειρηματικότητα, που είναι ο κύριος μοχλός οικονομικής ανάπτυξης.
  • Κάποιες είναι αναποτελεσματικές, αφού είναι γραφειοκρατικές και ανεφάρμοστες (πολύπλοκο σύστημα καταγραφής αποδείξεων, τήρηση επαγγελματικών λογαριασμών, εκτέλεση συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών και επιχειρήσεων κ.α.). Η δε, από 9 Φεβρουαρίου 2010, εξαγγελθείσα κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων καθίσταται αμφισβητούμενη, αφενός με την απουσία σχετικής πρόθεσης και χρονοδιαγράμματος στην αιτιολογική έκθεση των σχετικών αλλαγών που εισάγει το σχέδιο νόμου και αφετέρου  με τις προσθήκες και άλλων γραφειοκρατικών διατάξεων στον Κώδικα.
  • Κάποιες είναι ημιτελείς και ασαφείς, χρειάζονται περαιτέρω μελέτη και επεξεργασία (αναδιοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών, αποκάλυψη της διαφθοράς, επιτάχυνση της επιβολής προστίμων).  

 

Σε αυτούς τους άξονες, η Νέα Δημοκρατία θα καταθέσει τις πιο συγκεκριμένες επιφυλάξεις, ενστάσεις και αντιρρήσεις της μετά την κατάθεση του Σχεδίου Νόμου.

Θα στηρίξει ολοκληρωμένες πρωτοβουλίες βελτίωσης της φορολογικής διοίκησης (π.χ. ηλεκτρονικές διασταυρώσεις στοιχείων), αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής (π.χ. επιβολή αυστηρότερων ποινικών κυρώσεων) και εδραίωσης της φορολογικής δικαιοσύνης (π.χ. έλεγχο εξωχώριων εταιριών).

Μέτρα επαναπατρισμού των κεφαλαίων (αν και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, είχε αντίθετη στάση).

Μέτρα που ως Κυβέρνηση είχε θεσμοθετήσει ή δρομολογήσει (π.χ. αυτοέλεγχος επιχειρήσεων) ή είχε προεκλογικά προτείνει (π.χ. χρήση τεκμηρίων).

Θα καταθέσει και τις δικές της υπεύθυνες και ρεαλιστικές προτάσεις.

Και θα συνεχίσει να πιέζει την Κυβέρνηση να εμπλουτίσει τις πολιτικές της με τα απαραίτητα αναπτυξιακά μέτρα, ώστε να υπάρξουν ανάσες τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας».

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube