Η σύνταξη του Μεσοπρόθεσμου καθιερώθηκε στη χώρα μας με το Ν. 3871/2010, στοχεύοντας στην απεικόνιση της δημοσιονομικής στρατηγικής της Γενικής Κυβέρνησης ως ένα ενιαίο πλέον σύνολο και όχι μόνο σε επίπεδο Κράτους, σε πολυετή ορίζοντα.
Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα δημοσιονομικά όρια και οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, για ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, μέχρι το 2016 και περιγράφονται οι βασικές πολιτικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες.
Καθορίζονται συγκεκριμένοι στόχοι, χρονοδιαγράμματα, δείκτες υλοποίησης στην προσπάθεια ελέγχου των δαπανών και σταδιακής μείωσης του ελλείμματος με την υιοθέτηση ανωτάτων ορίων δαπανών σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
Σήμερα, συζητούμε την έγκριση της επικαιροποίησης του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου για την περίοδο 2013 – 2016.
Με την εισαγωγή – πράγματι – ανωτάτων ορίων δαπανών για τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης για μια τριετία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή εκτέλεση του Μεσοπρόθεσμου σύμφωνα και με τη σύνταξή του.
Πρόκειται για μια επικαιροποίηση που είναι το μόνο προαπαιτούμενο στα πλαίσια της συνέχισης του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής για να πάρουμε αυτή τη δόση του δανείου, 2,8 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, με την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία επικαιροποιούνται τα ανώτατα όρια δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης, δηλαδή, των Υπουργείων, των Περιφερειακών Διευθύνσεων και Υπηρεσιών και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, καθώς και των ΔΕΚΟ που έχουν ταξινομηθεί εντός της Γενικής Κυβέρνησης, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και των Νομικών Προσώπων.
Τα όρια αυτά για τα δύο πρώτα χρόνια θεωρούνται δεσμευτικά και σωστά θεωρούνται δεσμευτικά.
Είναι η πρώτη φορά και για πρώτη φορά επιβεβαιώνεται η δέσμευση ανωτάτων ορίων στη διετία, δηλαδή, στον άμεσο ορατό ορίζοντα που υπάρχει και η δυνατότητα καλύτερης πρόβλεψης.
Ο καθορισμός αυτός διασφαλίζει από τώρα ένα βιώσιμο επίπεδο λειτουργίας του Κράτους με ταυτόχρονη επίτευξη των στόχων.
Σε καμία περίπτωση αυτή η δέσμευση δεν είναι περιοριστική, αφού, πρώτον, αν υπάρξει κάποιο ποσοστό αστοχίας στις επιδόσεις ή χειροτέρευση των μακροοικονομικών δεδομένων, πράγμα που θα σήμαινε περιορισμό των δαπανών, αυτές θα μένουν στο σημερινό προβλεπόμενο επίπεδο, επομένως υπάρχει θετική διάσταση στο ότι βάζουμε ανώτατα όρια για το 2014.
Δεύτερον, αν υπάρξουν καλύτερες επιδράσεις ή επιδόσεις ή μεγαλύτερη ανάπτυξη, ήδη προβλέπεται ρήτρα της προς τα πάνω προσαρμογής των δαπανών για την ανακούφιση των χαμηλών εισοδημάτων με ένα ποσοστό 70% της καλύτερης αυτής επίδοσης.
Επομένως το γεγονός ότι υπάρχουν δεσμευτικά όρια για το 2013 και το 2014 είναι θετικό, είτε αν πάνε τα πράγματα καλύτερα, είτε αν πάνε χειρότερα.
Επίσης, επειδή τέθηκε ένας εύλογος προβληματισμός από τον κ. Τσακαλώτο, εντός των συγκεκριμένων αυτών ανωτάτων ορίων κάθε υποτομέα παρέχεται ευελιξία για τον σχεδιασμό των προϋπολογισμών των ετών αυτών με την προϋπόθεση βέβαια ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι που έχουν τεθεί, ενώ ο στόχος για τον τελευταίο χρόνο της τριετούς περιόδου μπορεί να επικαιροποιείται.
Επομένως, αν κάθε Υπουργείο θέλει να αλλάξει τους προϋπολογισμούς εντός αυτών των ορίων και να ασκήσει κάποια άλλη πολιτική, σαν αυτή που αναφέρατε κατά τη διάρκεια της ομιλίας σας, μπορεί να το κάνει, εντός όμως αυτών των ανώτατων ορίων.
Η υπό συζήτηση επικαιροποίηση έγινε κάτω από τις ίδιες μακροοικονομικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου του περασμένου Οκτωβρίου και χωρίς να ληφθεί υπόψη το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του έτους 2012.
Η κυρία Πατριανάκου έκανε δύο πολύ σημαντικές και επίκαιρες επισημάνσεις, φαίνεται ότι η ύφεση διαμορφώνεται περίπου στο 6,5% το 2012, σύμφωνα με τα σημερινά στοιχεία, άρα οι εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου είναι εξαιρετικά ρεαλιστικές γιατί αυτό προβλέπαμε, όταν η τρόικα είχε εκτιμήσεις για 6% το 2012 και το ίδιο ισχύει και για το 2013 που έχουμε δυσμενέστερες προβλέψεις εμείς για την ύφεση, σε σχέση με τους εταίρους.
Η ύφεση σε πραγματικούς όρους – για να απαντήσω σε έναν άλλο εύλογο προβληματισμό του κ. Τσακαλώτου – από -4,5% το 2013, μετατρέπεται σε 0,2% το 2014, δηλαδή, δεν είναι μόνο το πρόσημο, είναι ότι παρουσιάζει θεαματική βελτίωση σωρευτικά 4,7%, παρά το εμπροσθοβαρές των μέτρων το 2013 που θα επηρεάσει και το 2014.
Ωστόσο, από τη στιγμή που το δημοσιονομικό αποτέλεσμα διαφαίνεται να είναι καλύτερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει θετική επίδραση, όχι μόνο φέτος αλλά και σε όλη την περίοδο μέχρι το 2016.
Επίσης, είναι αυτονόητο ότι δεν αμφισβητεί το στόχο του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ το 2016, όπως συμφωνήθηκε με τους εταίρους και ενσωματώνεται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου αναφορικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης δεν περιλαμβάνουν την επίπτωση από την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου, τις οποίας η καταγραφή και αποτίμηση από τις αρμόδιες στατιστιικές αρχές είναι σε εξέλιξη.
Εδώ οφείλουμε να δώσουμε κάποιες διευκρινίσεις για να είναι απολύτως σαφές.
Στο πλαίσιο των παρεμβάσεων για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, δημιουργούνται συναλλαγές που έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις, όπως προκύπτουν και από αποφάσεις της Eurostat που δημοσιεύθηκαν από το 2009.
Το είδος των παρεμβάσεων αποφασίζεται από κοινού από το Ταμείο Χρηματοπιστωτική Σταθερότητας και η αρμόδια διεύθυνση της Τραπέζης της Ελλάδος που συνεξετάζει το γενικότερο συστημικό και χρηματοοικονομικό πλαίσιο.
Όλες οι παρεμβάσεις γίνονται μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο από την ίδρυσή του, με ειδική γνωμάτευση της Eurostat, έχει ενταχθεί στη Γενική Κυβέρνηση, γι’ αυτό και τα χρήματα από τον πρώτο πυλώνα του Ν. 3723/2008, επί κυβερνήσεως ΝΔ, τα 555 εκατ. ευρώ, πήγαν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και μπήκαν στην Γενική Κυβέρνηση, συνεπώς οι συναλλαγές του Ταμείου επηρεάζουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θετικά ή αρνητικά.
Το έτος 2012 πουλήθηκε η Αγροτική Τράπεζα στην Τράπεζα Πειραιώς.
Πριν την πώληση, το Ταμείο Χρηματοπιστωτική Σταθερότητας κάλυψε την αρνητική θέση του ενεργητικού του ισολογισμού της Αγροτικής Τράπεζας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από επισφαλή στοιχεία, παίρνοντας και γράφοντας στον ισολογισμό του αυτά τα επισφαλή στοιχεία ισόποσης ονομαστικής αξίας.
Αυτός ο χειρισμός, σύμφωνα με την απόφαση της Eurostat, αποτελεί κεφαλαιακή ενίσχυση και επηρεάζει το δημοσιονομικό έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης όλων των ετών, άρα και του 2012, κατά το αντίστοιχο ποσό, παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα επισφαλή στοιχεία βρίσκονται υπό εκκαθάριση και εκτιμάται τελικά ότι η αγοραία αξία τους, μετά την εκκαθάριση που θα γίνει τα επόμενα χρόνια, θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα.
Αυτό σημαίνει ότι με πάγια γνωμοδότηση της Eurostat έχει δοθεί οδηγία να καταγράφεται στο έλλειμμα η ονομαστική τους αξία και να γίνεται διόρθωση στο για παρελθούσες χρήσεις, δηλαδή αναδρομικά, κατά τη διαφορά της ονομαστικής από την αγοραία αξία.
Τι σημαίνει αυτή η απόφαση; Η απόφαση της Eurostat αφορά στην προσμέτρηση του ελλείμματος στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Αντιθέτως, το Τεχνικό Μνημόνιο Κατανόησης προβλέπει ότι οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος δεν έχουν επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτό διαμορφώνεται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που συζητάμε.
Συνεπώς, δεν δημιουργεί την ανάγκη λήψης νέων μέτρων από αυτή την αιτία.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα το Μεσοπρόθεσμο σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί, προσμετρά την καθαρή δημοσιονομική επίδοση για την επίτευξη των στόχων του οικονομικού προγράμματος, ανεξαρτήτως και πέρα από εξωγενείς πολιτικές ή αποφάσεις.
Για την υπό συζήτηση επικαιροποίηση ελήφθησαν υπ’ όψιν τα εξής δεδομένα:
Πρώτον, η επανεκτίμηση της απόδοσης κάποιων συγκεκριμένων μέτρων του Μεσοπρόθεσμου, καθώς και κάποιες προσαρμογές ως προς τα μέτρα του προσφάτως ψηφισθέντας φορολογικού νομοσχεδίου.
Δεύτερον, ο επανυπολογισμός των δαπανών για τόκους μετά την αγορά ομολόγων και τις αποφάσεις του Eurogroup για τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού, την επέκταση της λήξης των δανείων και την απόδοση στη χώρα μας των κερδών από την διακράτηση ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Είναι εύλογος ο προβληματισμός της κυρίας Πατριανάκου γι’ αυτό το κομμάτι. Η απάντηση είναι ότι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο δεν περιλαμβάνεται αυτή καταγραφή, γι’ αυτό όταν ψηφίσαμε το σχετικό νομοσχέδιο, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, στη σελίδα 36 στην σημείωση αναγράφεται: «δεν περιλαμβάνονται τα έσοδα ANFA», δηλαδή τα ποσά που οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα δώσουν στη χώρα μας για τους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που διακρατούν και δεν συμμετείχαν στο PSI, επειδή σύμφωνα με το Τεχνικό Μνημόνιο Κατανόησης δεν συνυπολογίζονται για την επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Βεβαίως, υπολογίζονται στα έσοδα του προϋπολογισμού, όπως επίσης και για τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος, σύμφωνα με τον κανονισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Έτσι, εκτιμάται ότι οι τόκοι θα διαμορφωθούν στα 7,3 δισ. ευρώ το 2016 από πρόβλεψη για 12,5 δισ. ευρώ πριν από τέσσερις μήνες.
Δηλαδή θα είναι χαμηλότεροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, πάνω από 5 δισ. ευρώ το 2016 οι τόκοι.
Ο κ. Μαριάς έθεσε έναν προβληματισμό.
Ρώτησε τι θα κάνουμε με τη μείωση των τόκων, από τη στιγμή που γλιτώνουμε αυτά τα χρήματα και μας είπε να τα δώσουμε σε μισθούς και συντάξεις.
Με αυτό το σκεπτικό, εκτιμώ ότι η τοποθέτηση του Υπουργού Οικονομικών ήταν ορθή.
Με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, σελίδα 12, η μεθοδολογία κατάρτισής του έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα.
Διαβάζω ακριβώς αυτό που έχει αλλάξει: «Ως δημοσιονομικός στόχος δεν ορίζεται πλέον το αποτέλεσμα, έλλειμμα ή πλεόνασμα, της Γενικής Κυβέρνησης, αλλά το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης που αποτυπώνει με περισσότερη ακρίβεια τις πραγματικές επιδόσεις της λειτουργίας του κράτους».
Επομένως, η μείωση των τόκων που δεν είναι στο πρωτογενές αποτέλεσμα δεν μπορεί να ισοσκελιστεί με αύξηση μισθών και συντάξεων που προτείνετε εσείς, κάτι το οποίο είναι μέσα στο πρωτογενές αποτέλεσμα.
Αν το κάνουμε αυτό, θα χάσουμε τους τόκους και με αυτήν την έννοια έχει δίκιο κ. υπουργός που αναφέρθηκε σε λαϊκισμό.
Τρίτον, ο επανυπολογισμός του ύψους του δημόσιου χρέους μετά την επαναγορά ομολόγων, ποσού 31,9 δισ. ευρώ.
Έτσι, το χρέος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 174% του ΑΕΠ από 189% του ΑΕΠ που εκτιμούσαν πριν από τέσσερις μήνες και το 2016 στο 164% του ΑΕΠ από 185% που το εκτιμούσαν πάλι πριν από τέσσερις μήνες, δηλαδή χαμηλότερο κατά 15% και 21% αντιστοίχως του ΑΕΠ το 2013 και το 2016.
Ωστόσο, αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε στα επίπεδα των ανώτατων ορίων δαπανών.
Για το 2013 τα ανώτατα όρια δαπανών των Υπουργείων, των Περιφερειακών υπηρεσιών και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, δηλαδή του Κράτους, μειώνονται λόγω της εκτιμώμενης καταβολής μειωμένων δαπανών με τόκους κατά 2,5 δισ. ευρώ.
Στους λοιπούς υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης δύο από τις μικρές μεταβολές προέρχονται από την επανεκτίμηση της απόδοσης των μέτρων του Μεσοπρόθεσμου.
Για το 2014 τα ανώτατα όρια δαπανών των Υπουργείων επαναπροσδιορίστηκαν με μείωση τόσο των πρωτογενών δαπανών κατά 32 εκατ. ευρώ όσο και των δαπανών για την πληρωμή τόκων κατά 2,9 δισ. ευρώ.
Στους λοιπούς υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης οι όποιες μεταβολές προέρχονται από την επανεκτίμηση της απόδοσης των μέτρων του Μεσοπρόθεσμου.
Όπως προανέφερα, τα εν λόγω ανώτατα όρια δαπανών είναι δεσμευτικά για το 2013 και το 2014.
Ωστόσο, σε περίπτωση επίτευξης καλύτερου πρωτογενούς αποτελέσματος σε σχέση με τον στόχο, εφόσον εκτιμάται ότι θα είναι διατηρήσιμο, θα το προσαρμόσουμε δίνοντας έμφαση στην ενίσχυση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και την υποστήριξη της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Έτσι θα πετύχουμε νωρίτερα τον μεσομακροπρόθεσμο δημοσιονομικό μας στόχο και θα επιταχύνουμε την πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους.
Συνεπώς, πρόκειται για μια διαδικασία επικαιροποίησης του Μεσοπρόθεσμου προς την κατεύθυνση διασφάλισης της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί και έχουν συμφωνηθεί μέχρι το 2016, με απώτερο στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ το 2016.
Αναφέρθηκε σε κάτι ο κύριος Σαχινίδης, οφείλω να τοποθετηθώ επί αυτού και μάλιστα να καταθέσω δύο στοιχεία την Επιτροπή, ποια είναι η δημοσιονομική προσπάθεια που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο σημεία, τα οποία δεν προέρχονται από δικές μας μελέτες, αλλά από εκτιμήσεις των εταίρων.
Το κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές ισοζύγιο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εκτιμάται ότι θα είναι θετικό και θα είναι περίπου 1% του ΑΕΠ το 2012.
Σωρευτικά η βελτίωση είναι της τάξεως του 13,2% του δυνητικού ΑΕΠ, την περίοδο 2010-2012, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί από καμία άλλη αναπτυγμένη χώρα.
Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, η βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου πρωτογενούς αποτελέσματος εκτιμάται ότι θα είναι 8,5%, 7% και 6,8% του δυνητικού ΑΕΠ αντίστοιχα.
Και δεύτερο στοιχείο, από έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το διαρθρωτικό έλλειμμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα, την τριετία 2009-2012, έναντι στόχου για μείωση κατά 10 μονάδες, σε μια πενταετία την περίοδο 2009-2014.
Αυτά για τη δημοσιονομική προσπάθεια που έχει κάνει η χώρα.
Πολλαπλασιαστές.
Επειδή δεν θα προλάβω να τα πω στην Ολομέλεια, οφείλω να δώσω κάποιες διευκρινίσεις εδώ.
Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ενσωματώνει τη συνολική ποσοτική επίδραση του δημοσιονομικού ελλείμματος, στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής προκύπτει από τον μέσο συντελεστή και από ιστορικά στατιστικά στοιχεία, το μέγεθος του οποίου μπορεί να μεταβάλλεται μελλοντικά, ως αποτέλεσμα τις εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.
Το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Από τη ροπή στην αποταμίευση, από τη ροπή προς τις εισαγωγές, δηλαδή το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας και από το μέσο φορολογικού συντελεστή.
Η μέτρηση του ύψους του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται από την περίοδο υπολογισμού – είναι πολύ σημαντικό αυτό – το πλήθος των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων και τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία.
Οι τιμές των βραχυχρόνιων πολλαπλασιαστών που προκύπτουν είναι πολύ μικρότερες από τις τιμές των μακροχρόνιων πολλαπλασιαστών, μέχρι και δύο μονάδες.
Οι συνθήκες και η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, πριν από το 2010, οδηγούσαν σε εκτίμηση βραχυχρόνιων πολλαπλασιαστών με τιμή κάτω της μονάδος και μακροχρόνιων πολλαπλασιαστών με τιμή άνω της μονάδος.
Για παράδειγμα στο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το 2011, γινόταν αναφορά σε μακρόχρονο πολλαπλασιαστή 2,5 με 3, με βάση ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, που δεν απείχαν πολύ από υπολογισμούς της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών τότε.
Με βάση διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως το μακροχρόνιο ποσοστό αποταμίευσης, τη συμμετοχή των εισαγωγών στο Α.Ε.Π, τη μέση φορολογική επιβάρυνση.
Σε περίπτωση όμως που το έλλειμμα μιας χώρας είναι μεγάλο, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και απαιτείται σημαντική μείωσή του σε μικρό χρονικό διάστημα, βάσει των υποχρεώσεων της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει ύφεση στην οικονομία.
Ο προσδιορισμός του ύψους της ύφεσης, εκ των προτέρων, στηρίζεται – όπως είπα – σε πολλούς παράγοντες.
Ένας από τους παράγοντες είναι ο μέσος δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής, ο οποίος από εμπειρικές μελέτες διεθνών οργανισμών, αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για πολλές χώρες, είχε εκτιμηθεί ότι κυμαίνεται μεταξύ 0,3 και 0,7.
Βάσει στατιστικών δεδομένων, πριν το 2008, του πρώτου έτους της παγκόσμιας κρίσης.
Στην κατάργηση των προβλέψεων για το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχει αυτή η Κυβέρνηση από τις υπηρεσίες, τότε που καταρτίστηκε το πρόγραμμα, μέση τιμή 0,5% για το δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή.
Σε κάθε περίπτωση, στις προβλέψεις που δημοσιεύονται μαζί με τις εκθέσεις προόδου ή τις επικαιροποιήσεις του προγράμματος, δεν μπορεί εύκολα κανένας να ξεχωρίσει το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, από την επίδραση παραγόντων όπως είναι.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η βελτίωση του κλίματος, η εξάλειψη της αβεβαιότητας για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη και μια σειρά από άλλα στοιχεία.
Νεότερες, πράγματι, εμπειρικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, στις οποίες έχει συμπεριληφθεί και η τριετία της παγκόσμιας κρίσης, παρουσιάζουν τον συντελεστή να είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτερος από τις μονάδες για αρκετές χώρες.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το αποτέλεσμα αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής σε χώρες που έχουν υπερβολικά ελλείμματα, όπως είναι η Ελλάδα.
Αυτό συνεπώς που τεκμηριώθηκε δεν είναι το λάθος της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αλλά η ένταση και ο χρονικός προσδιορισμός της.
Ήδη στο νέο πρόγραμμα που εφαρμόζεται για τη χώρα μας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση που δημοσιοποιήθηκε φέτος, αναφέρει ρητά ότι χρησιμοποιεί δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή ίσο με τη μονάδα.
Είπα και χθες στην Ολομέλεια, δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι ότι πλέον έχουν γίνει και συγκεκριμένες αλλαγές, κατά την εφαρμογή του προγράμματος, που περιλαμβάνει αυτά που ανέφερα προηγουμένως και ποια είναι αυτά;
Είναι τρία στοιχεία.
Οι στόχοι του προγράμματος προσαρμόστηκαν στις επιπτώσεις της ύφεσης. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα το 2012.
Οι εταίροι και δανειστές έκαναν δεκτό το γεγονός ότι το πρωτογενές έλλειμμα, λόγω βαθύτερης ύφεσης, θα διαμορφωθεί τελικά – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους – στο 1,5% του Α.Ε.Π, για το 2012, ενώ προβλέπονται να είναι στο 1% του ΑΕΠ, χωρίς να ζητηθεί από την ελληνική Κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα μέτρα το 2012.
Άλλαξαν οι στόχοι, χωρίς τη λήψη νέων μέτρων, που ήταν βέβαιη όλη η αντιπολίτευση ότι θα παίρναμε νέα μέτρα το 2012. Η βεβαιότητά σας είχε εκφραστεί σε όλες τις συνεδριάσεις της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και στην Ολομέλεια.
Είσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι θα παίρναμε νέα μέτρα το 2012. Διαψευστήκατε.
Δεύτερον, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιμηκύνθηκε κατά δύο χρόνια, μέχρι το 2016.
Τρίτον, το πρόγραμμα αναπροσαρμόστηκε δύο φορές.
Τον Μάρτιο και τον Δεκέμβριο του 2012.
Ελήφθη υπόψη η βαθύτερη από την προσληφθείσα ύφεση.
Προχώρησε η αναδιάρθρωση και η μείωση του δημόσιου χρέους, με επιπλέον χρηματοδότηση, με μείωση του επιτοκίου, με αναβολή της αποπληρωμής των δανείων, με διαδικασία επαναγοράς ομολόγων, με επιστροφή κερδών από κεντρικές τράπεζες, ενώ έχει ληφθεί υπόψη σε τελευταίες αποφάσεις του «Eurogroup» η περαιτέρω προσαρμογή του επιπέδου του δημόσιου χρέους, ώστε να παραμένει βιώσιμο, σε σχέση πάντα με την πορεία εφαρμογής του προγράμματος.
Συνεπώς, επί του πραγματικού πεδίου έχουν γίνει συγκεκριμένα βήματα, προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης του διαφορετικού επιπέδου ή και αναθεώρησης των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι προφανές ότι είναι αδύνατη η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση και η αποκατάσταση της εθνικής και διεθνούς αξιοπιστίας της, χωρίς την επίτευξη ισχυρών δημοσιονομικών συνθηκών και βιώσιμης ανάπτυξης, μέσω της συνεπούς εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου.
Όμως κατά τα προηγούμενα χρόνια και αναγνωρίζεται αυτό και σε χτεσινή επιστολή του Όλλι Ρεν, οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή και χαμηλότατη αποδοτικότητα κάποιων μέτρων οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου, σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς.
Αυτές οι εξελίξεις σε συνδυασμό με την βαθύτερη από τις αρχικά εκτιμώμενες προβλέψεις για την ύφεση δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις, ακόμα και από τους χαμηλότερους, μετά την επιμήκυνση, στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος γενικής Κυβέρνησης, για την περίοδο 2013-2016.
Για να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις, κρίθηκε απαραίτητο να συνεχιστεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή, ειδικά σήμερα που η χώρα βρίσκεται τόσο κοντά, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο συνιστά συστατικό της στρατηγικής της Κυβέρνησης.
Στρατηγική σήμερα με τη σύζευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και της επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας, όπως αφιέρωσε μεγάλο χρόνο της ομιλίας της, η κυρία Πατριανάκου, ώστε η χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της ύφεσης.
Στρατηγική οικονομικής πολιτικής που από το 2012 και έχει δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη κατεύθυνση είναι η εδραίωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας, στοχεύοντας στη δραστική καταπολέμηση της σπατάλης, στον εξορθολογισμό της δημόσιες δαπάνες και στη συρρίκνωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων.
Εφαρμόζοντας μέτρα και πολιτικές που εστιάζονται στον περιορισμό του εύρους και της παραβατικότητας του δημόσιου τομέα και στη βελτίωση της αποτελεσματικής λειτουργίας, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των σχετικών δαπανών.
Και από την άλλη πλευρά ο εμπλουτισμός της οικονομικής πολιτικής, με μέτρα και δράσεις που στοχεύουν στην άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας. Η επιτάχυνση της απορρόφησης των προγραμμάτων για την περίοδο 2007-2013 και εκμετάλλευση των σημαντικών διευκολύνσεων για την υλοποίηση του επόμενου ΕΣΠΑ και υπάρχει η συγκεκριμένη σύγκλιση Υπουργικού Συμβουλίου, αύριο το μεσημέρι, γι’ αυτό το λόγο.
Η αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων, το καθολικό ξεπάγωμα των μεγάλων δημοσίων έργων και ειδικότερα των οδικών αξόνων, η ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, τη μείωση των εμποδίων στην προσέλκυση επενδύσεων, η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων, η αναπτυξιακή και διαφανής αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και τη διαμόρφωση απλών και σταθερών κανόνων, τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και τη μείωση του μη μισθολογικού και γραφειοκρατικού κόστους.
Η στοχευμένη διόρθωση του επενδυτικού νόμου, ώστε να καταστεί καλύτερη η εφαρμογή του, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά.
Και τέλος, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, με την τόνωση της εξωστρέφειας και την ανάδειξη των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας.
Πρόκειται συνεπώς για μια στρατηγική οικονομικής πολιτικής, που επιδιώκει αφενός και μόνιμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και αφετέρου την επιστροφή της οικονομίας και της κοινωνίας στον ενάρετο κύκλο της ευημερίας για όλους.
Σας ευχαριστώ πολύ.