Στη σημερινή συνεδρίαση εισάγονται δύο Συμφωνίες οι οποίες κυρώνονται με καθυστέρηση αρκετών ετών.
Η πρώτη συμφωνία, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας του Ιράκ, υπεγράφη στις 11 Οκτωβρίου του 2008, με σκοπό την αναδιάρθρωση των οφειλών της Ιρακινής Κυβέρνησης προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Οφειλών προς την εταιρεία Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (πρώην ΕΒΟ και ΠΥΡΚΑΛ) και προς τον Οργανισμό Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων.
Συγκεκριμένα, η τέως ΕΒΟ, το 1985, παρέδωσε πυρομαχικά συνολικού τιμήματος περίπου 83 εκατ. δολαρίων, το οποίο είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί με το σύστημα της τραπεζικής ενέγγυου πιστώσεως.
Επίσης, η τέως ΠΥΡΚΑΛ, και αυτή το 1985, προχώρησε επίσης στην πώληση πυρομαχικών ύψους περίπου 54 εκατ. δολαρίων.
Μεταγενέστερα, η Ιρακινή κυβέρνηση έθεσε θέμα διευθέτησης, και πιο συγκεκριμένα διαγραφής του 80% του χρέους, ακολουθώντας την Απόφαση των πιστωτών της Λέσχης των Παρισίων (Paris Club).
Με δεδομένη αυτή την Απόφαση, η Ιρακινή πλευρά πρότεινε τη διαγραφή του 80% του συνόλου της οφειλής και τη σταδιακή αποπληρωμή του υπολοίπου 20% αρχής γενομένης από το έτος 2009, τονίζοντας ότι το ποσοστό της διαγραφής δεν είναι διαπραγματεύσιμο και ούτε προτίθεται να προτείνει αντισταθμιστικά οφέλη.
Επιπροσθέτως, η Ιρακινή Κυβέρνηση έκανε αποδεκτές τις απαιτήσεις των Ε.Α.Σ. και του Οργανισμού Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων ως προς το ανεξόφλητο κεφάλαιο, αλλά χωρίς την καταβολή τόκων υπερημερίας, παρά το γεγονός ότι δεν της δόθηκε κανένας ισολογισμός των τελευταίων ετών των Ε.Α.Σ.
Ειδικότερα, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουλίου 2008, στην Αθήνα, οι εκπρόσωποι της Ιρακινής Κυβέρνησης ανέλυσαν τρεις προτάσεις για την επίτευξη διμερούς συμφωνίας και την αποπληρωμή του Ιρακινού χρέους:
1η Πρόταση: Η βασική διμερής συμφωνία που προέβλεπε τη διαγραφή του 80% της συνολικής οφειλής ύψους περίπου 259 εκατ. δολαρίων (κεφάλαιο και τόκοι).
2η Πρόταση: Διακανονισμός τοις μετρητοίς που προέβλεπε την εφάπαξ εξόφληση και τη διαγραφή του 89,75% της συνολικής οφειλής.
3η Πρόταση: Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου που προέβλεπε τη διαγραφή των συμβατικών και των υπερημεριακών τόκων και την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου ύψους περίπου 126 εκατ. δολαρίων.
Οι Ιρακινοί εκπρόσωποι τόνισαν, για άλλη μια φορά, ότι οι κατατεθείσες προτάσεις έχουν σχεδιαστεί βάσει των όρων που επιβάλλει η Συμφωνία της Λέσχης των Παρισίων, μέλος του οποίου αποτελεί το Ιράκ και ως εκ τούτου οφείλει να τους εφαρμόσει σε κάθε περίπτωση διακανονισμού χρέους.
Συγκεκριμένα, οι προτάσεις αυτές ακολουθούν την Απόφαση της Λέσχης των Παρισίων, της 21ης Νοεμβρίου 2004, όπου αποφασίσθηκε η ελάφρυνση του ιρακινού χρέους με την εξής διαδικασία:
1ον. Σταδιακή διαγραφή του σε τρεις φάσεις (30%, 30% και 20%).
2ον. Εφάπαξ διαγραφή του 80% του συνόλου του χρέους.
3ον. Αποπληρωμή του υπολοίπου 20% σε ίσες εξαμηνιαίες δόσεις ή σε debt swap.
Προς την κατεύθυνση αυτή επέμενε η Ιρακινή πλευρά, όπως αποδεικνύεται και από ρηματική διακοίνωση της Ιρακινής Πρεσβείας στις 11 Φεβρουαρίου 2011.
Η επιχειρηματολογία αυτή εδράζεται στην Απόφαση της Λέσχης των Παρισίων, η οποία θέτει ως στόχο τη διευθέτηση συνολικά του Ιρακινού χρέους ακολουθώντας ορισμένους κανόνες που τήρησε, μέχρι τις αρχές του 2008, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών – πιστωτών του Ιράκ.
Χρέος που, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράκ, ανέρχονταν στο ποσό των 130 έως 140 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μεταξύ του Ιανουαρίου του 2005 και του Ιανουάριου του 2008, το σύνολο των μελών της Λέσχης των Παρισίων διευθέτησαν, μέσω ξεχωριστών διμερών συμφωνιών, το εξωτερικό δημόσιο Ιρακινό χρέος προς αυτά.
Συνολικώς 56 χώρες (εκ των οποίων οι 39 δεν είναι μέλη της Λέσχης των Παρισίων) εφήρμοσαν τον προαναφερθέντα μηχανισμό και διέγραψαν το 80% του Ιρακινού χρέους, χωρίς επίσημα αντισταθμιστικά οφέλη.
Οι τελευταίες περιπτώσεις αφορούν δύο βαλκανικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, οι οποίες το Νοέμβριο του 2007 και τον Ιανουάριο του 2008 αντίστοιχα, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, διευθέτησαν τα ιρακινά χρέη σε ποσοστό 89,75% (αντί για 80%) και εφάπαξ αποπληρωμή του 10,25% για πώληση αμυντικού υλικού.
Ενώ σε παραγραφή του 100% του εξωτερικού δημοσίου χρέους για συμβόλαια πώλησης αμυντικού υλικού αξίας 230 εκατομμυρίων δολαρίων κινήθηκαν 4 χώρες, και πιο συγκεκριμένα οι ΗΠΑ, η Σλοβακία, η Κύπρος και η Μάλτα.
Σε αυτό το πλαίσιο συμφωνίας της διεθνούς κοινότητας και υλοποίησης της απόφασης, η Ελλάδα δεν μπορούσε να μην συμπαραταχθεί.
Όμως, η συμφωνία με την Ελλάδα δεν προβλέπει διαγραφή κάποιου ποσοστού του οφειλόμενου κεφαλαίου και συνεπώς διατηρείται το 100% των απαιτήσεων της Ελληνικής πλευράς, δηλαδή το κεφάλαιο της οφειλής ύψους περίπου 126 εκατ. δολαρίων.
Οι οφειλές αυτές αναδιαρθρώνονται μέσα σε χρονική περίοδο 32 ετών και αποπληρώνονται εντός 21 ετών (2019 – 2040) σε 44 δόσεις.
Η διαγραφή αφορά στο ποσοστό των τόκων, το οποίο αποτελεί το 51% της συνολικής οφειλής (κεφάλαιο + τόκοι), και απέχει σημαντικά από το ποσοστό που εφαρμόσθηκε στις περιπτώσεις πιστωτών μελών και μη-μελών της Λέσχης των Παρισίων.
Επιπλέον, η μη σύναψη συμφωνίας μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην άρνηση καταβολής οποιουδήποτε τόκου, καθώς οι επιβαρύνσεις από τους τόκους υπερημερίας θα αυξάνονται αλματωδώς με κίνδυνο στο μέλλον ακόμη και το κεφάλαιο της οφειλής να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Κατόπιν τούτων και προκειμένου να επιτευχθεί οριστική συμφωνία με την Ιρακινή Κυβέρνηση, η τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών υπέγραψε την από 11-10-2008 Διμερή Συμφωνία, η οποία διακανονίζει οφειλές συνολικού ύψους 259 εκατ. δολαρίων και προβλέπει ως εναπομένουσα οφειλή το συνολικό ποσό των περίπου 126 εκατ. δολαρίων που θα αποπληρωθεί σε 44 εξαμηνιαίες, ίσες και διαδοχικές δόσεις αρχίζοντας από την 1η Μαρτίου 2019.
Η παρούσα Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ μόλις κυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Η όποια δυνητική απώλεια για τα Ε.Α.Σ. αντισταθμίζεται, εν μέρει, από τη διασφάλιση είσπραξης του αρχικού κεφαλαίου και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα σήμερα για το μέλλον της εταιρείας και των εργαζομένων της, στο πλαίσιο, όμως, μιας ευρύτερης στρατηγικής, που θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα για την αμυντική βιομηχανία. Άλλωστε, η ίδια η διοίκηση της εταιρίας προτείνει την προώθηση προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων της συμφωνίας διακανονισμού. Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η δεύτερη συμφωνία, μεταξύ του Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας της Αλβανίας και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Οργανισμού Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων υπεγράφη, στις 24 Ιουνίου 1991, στο πλαίσιο διακρατικής συμφωνίας για την ενίσχυση της εμπορικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Αφορά σε Σύμβαση Ανακυκλούμενης Διευκόλυνσης μέσω τρέχοντος ανοικτού λογαριασμού συνολικού ποσού 23,4 εκατ. δολαρίων μεταξύ κοινοπραξίας Ελληνικών τραπεζών, με εκπρόσωπο την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, και της State Bank of Albania, με την εγγύηση του Οργανισμού Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων, για την κάλυψη μέχρι 90% του χορηγούμενου ποσού.
Οι Τράπεζες που συμμετέχουν στην Ελληνική Κοινοπραξία είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (με ποσοστό συμμετοχής 35%), η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος (20%), η Τράπεζα Πίστεως (20%), η Τράπεζα Εργασίας (10%), η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος (8%),και η Τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης (7%).
Σκοπός της πιστωτικής διευκόλυνσης ήταν η χρηματοδότηση των εξαγωγών Ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στην Αλβανία.
Από την εν λόγω πιστωτική διευκόλυνση απορροφήθηκε κεφάλαιο ύψους 16,63 εκατ. δολαρίων το οποίο, πλέον τόκων 1,98 εκατ. δολαρίων, διαμορφώθηκε στο ποσό των 18,61 εκατ. δολαρίων.
Η υποχρέωση αυτή, που αφορά την Αλβανική πλευρά προς την κοινοπραξία Τραπεζών, καλύφθηκε ως εξής:
- Ποσό 1,69 εκατ. δολάρια που αφορούσε τους τόκους της 1ης τριετίας κατέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο, αφού ανέλαβε τη σχετική υποχρέωση.
- Ποσό 1,66 εκατ. δολάρια εξοφλήθηκε από την Αλβανική Εταιρεία Ηλεκτρικής Ενέργειας.
- Ποσό 15,26 εκατ. δολάρια κατέβαλε ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων, ως εγγυητής, το οποίο στη συνέχεια εισέπραξε από το Ελληνικό Δημόσιο, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις του Οργανισμού από εγγυήσεις, ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις έχουν αυτοδικαίως την Εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Από το ποσό αυτό επιστράφηκε στην Αλβανική πλευρά 0,644 εκατ.δολάρια και η υποχρέωση της Αλβανίας διαμορφώθηκε στο ποσό των 14,61 εκατ. δολαρίων.
Η απαίτηση λοιπόν του Ελληνικού Δημοσίου από την εν λόγω πιστωτική διευκόλυνση ανέρχεται σε 14,61 εκατ. δολάρια πλέον τόκων υπερημερίας, μέχρι την ημερομηνία της τελικής εξόφλησης της οφειλής.
Στη συνάντηση των δύο πλευρών, στην Αθήνα, το 2007, ξεκαθάρισε ότι το κεφάλαιο οφειλής ήταν 16,3 εκατ. δολάρια, και μαζί με τους τόκους 40,7 εκατ. δολάρια.
Παρά το γεγονός, ότι ακόμη και το 2008 (22 Οκτωβρίου), το Υπουργείο Οικονομικών της Αλβανίας ζητούσε τη διαγραφή του 50% των τόκων.
Έτσι, με την εν λόγω Συμφωνία, η Ελληνική πλευρά πέτυχε:
1ον. Να κατοχυρώσει το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους καθυστερούμενους τόκους στο ποσό των 40,7 εκατ. δολαρίων, όπως διαμορφώθηκε στις 30 Απριλίου 2008.
2ον. Να καθορίσει την περίοδο αποπληρωμής σε 10 έτη.
3ον. Να καθορίσει σε 20 εξαμηνιαίες, ισόποσες και διαδοχικές δόσεις των 2 εκατ. δολαρίων, πληρωτέες κάθε 30 Απριλίου και 31 Οκτωβρίου αντίστοιχα, για κάθε έτος και με την πρώτη δόση να καταβληθεί όχι αργότερα από τις 31 Μαρτίου 2009.
4ον. Να επιβάλλεται τόκος υπερημερίας σε ποσοστό 2% επί του επιτοκίου εάν κάποια πληρωμή δεν πραγματοποιηθεί εμπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, το κόστος της χρονικής υστέρησης αντισταθμίζεται από τη διασφάλιση της είσπραξης του ανωτέρω ποσού και την είσπραξη των προβλεπόμενων στη Συμφωνία τόκων (συμβατικών και υπερημερίας).
Μέχρι σήμερα η αλβανική πλευρά ανταποκρίνεται στις συμβατικές της υποχρεώσεις. Έχει ήδη καταβάλλει 10 δόσεις οφειλόμενου δανείου με τους αναλογούντες ανά περίπτωση τόκους, αρχής γενομένης τις 31ης Μαρτίου 2009.
Το άθροισμα είναι 22,5 εκατ. δολάρια, δηλαδή το 55% ήδη του συνολικού οφειλόμενου ποσού των 40,7 εκατ. δολαρίων.
Οι πληρωμές αυτές μετατρέπονται αυτοδικαίως και αυτομάτως σε ευρώ με την εκάστοτε ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία από τη Διεύθυνση Συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος και η ισοδυναμία αυτήν τη στιγμή που μιλάμε είναι 16,2 εκατ. ευρώ.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, θα ήθελα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για δύο πιστωτικές συμφωνίες, των οποίων η κύρωση διασφαλίζει πλήρως τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου.
Επιτυγχάνει τη βιώσιμη εκτέλεση των δανειακών συμβάσεων και την σταδιακή επιστροφή των δημοσίων πόρων και σας καλώ να την υπερψηφίσετε.