Αντιμετωπίσατε με συγκρατημένη αισιοδοξία τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής. Δεν σας ικανοποίησε η εξέλιξη ή φοβάστε “γκρίζες περιοχές” που παραμένουν άγνωστες;
Κα. Μάνη, προσεγγίσαμε τις αποφάσεις μακριά από ακραίες και μη ρεαλιστικές λογικές καταστροφολογίας ή θριαμβολογίας.
Τις αποτιμήσαμε με υπευθυνότητα και ψυχραιμία.
Και αναδείξαμε τόσο τα στοιχεία βραχύβιας ανακούφισης που αυτές περικλύουν ως προς την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και τη βελτίωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, όσο, όμως, και τις «γκρίζες περιοχές» που αυτές περιέχουν.
Το γεγονός ότι σήμερα αναπτύσσονται «δεύτερες» σκέψεις για παραμέτρους των αποφάσεων και πολλοί που “πετούσαν στα σύννεφα” προσγειώνονται στην πραγματικότητα δικαιώνει τις αρχικές, νηφάλιες, εκτιμήσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Ποιές μπορεί να είναι αυτές οι “γκρίζες περιοχές”;
Κωδικοποιημένα:
1ον. Οι ασάφειες των αποφάσεων (π.χ. διάρκεια αποπληρωμής υπάρχοντος δανείου, ύψος κεφαλαίων και χρόνος ενεργοποίησης Μηχανισμού Στήριξης, αβεβαιότητα συμμετοχής του ΔΝΤ κ.ά.).
2ον. Οι παραδοχές της συμφωνίας, οι οποίες εάν δεν είναι ρεαλιστικές θα δημιουργήσουν χρηματοδοτικό κενό (π.χ. ποσοστό συμμετοχής ιδιωτών, ύψος προεξοφλητικού επιτοκίου).
3ον. Η πρόβλεψη για επιβολή «εμπράγματων εγγυήσεων» για το νέο δανεισμό.
4ον. Το ότι η νέα δανειακή σύμβαση προϋποθέτει την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου, το οποίο θα συνοδεύεται, πιθανόν, από πρόσθετα μέτρα, και σίγουρα, αφού το καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης παρατείνεται, από ασφυκτικό και συνεχή διεθνή οικονομικό έλεγχο.
5ον. Το ότι η συμφωνία, λόγω της συμμετοχής των ιδιωτών στο ρίσκο των κρατικών ομολόγων, κατέστησε αναπόφευκτη την τοποθέτηση της χώρας σε καθεστώς «επιλεκτικής» ή «περιορισμένης» χρεοκοπίας.
Χωρίς να γνωρίζουμε τη διάρκειά της αφού δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο σε χώρα της ευρωζώνης, με αβέβαιες συνέπειες ιδιαίτερα εάν η αναδιάρθρωση του χρέους δεν αντιμετωπισθεί ως επαρκής από τις αγορές και χωρίς να μπορούμε να εκτιμήσουμε την αντίδραση των αγορών σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Γιατί όμως είστε αντίθετοι στη συμμετοχή των ιδιωτών;
Γιατί η δυνητική ωφέλεια από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη μείωση του χρέους (εκτιμάται, σε παρούσες αξίες, στα 13,5 δισ. ευρώ), μπορεί να αποδειχθεί πολύ μικρότερη από το κόστος που αναλαμβάνουμε.
Σας θυμίζω ότι η Νέα Δημοκρατία είχε εκφράσει, από τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, επιφυλάξεις για τη συμμετοχή των ιδιωτών γιατί εκτιμάτο ότι κάτι τέτοιο θα αύξανε το κόστος δανεισμού για αρκετές χώρες δημιουργώντας προβλήματα, αντί για σταθεροποίηση.
Και θα ενίσχυε τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης.
Η μεταγενέστερη διόγκωση των spreads, τόσο στις ευάλωτες χώρες, όσο και σε χώρες όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία, δικαιώνει τις εκτιμήσεις μας.
Παράλληλα, ενισχύεται το κόστος για τους φορολογούμενους: η χώρα μας θα χρειαστεί να δανειστεί επιπλέον πόρους προκειμένου να βελτιώσει την αξιοπιστία των νέων ομολόγων που θα δώσει στον ιδιωτικό τομέα [credit enhancement] (εκτιμώμενο κόστος ίσο με 35 δισ. ευρώ μέχρι το 2014).
Και «κολλάει» και τη «ρετσινιά» της «επιλεκτικής» χρεοκοπίας για πολύ μικρό «κούρεμα».
Ενώ τέλος, δεν είναι τυχαίο ότι η συμμετοχή των ιδιωτών προβλέπεται μόνο για την Ελλάδα.
Αν ήταν κάτι καλό θα το επιζητούσαν και άλλες χώρες που έχουν προσφύγει στο Μηχανισμό Στήριξης.
Και δεν θα υποστήριζαν όλοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως ο κ. Μπαρόζο προχθές, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τον κλασσικό τρόπο διαχείρισης της κρίσης στην ευρωζώνη (“…would not be a standard feature of the euro area’s crisis management”, 3 Αυγούστου).
Βρήκαμε τελικά τον πάτο στο βαρέλι του χρέους με τις Ευρωπαϊκές αποφάσεις;
Όχι, οι αποφάσεις δεν καθιστούν το χρέος βιώσιμο αφού, εκτός των άλλων, μεγάλο μέρος του προβλήματος απλώς μετατίθεται για το μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν υλοποιηθεί το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο, το χρέος, μετά και την Ευρωπαϊκή συμφωνία, αναμένεται να επανέλθει περίπου στα επίπεδα του 2010.
Και αυτό γιατί η ακολουθούμενη πολιτική βαθαίνει την ύφεση και διογκώνει τα ελλείμματα.
Γι’ αυτό, σύμφωνα και με το πρώτο Δημοσιονομικό Δελτίο του νεοσύστατου Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, “η δυναμική του χρέους παραμένει ανεξέλεγκτη”.
Το ζητούμενο συνεπώς σήμερα είναι να εντείνουμε τις προσπάθειες για δημοσιονομική προσαρμογή και βιώσιμη ανάπτυξη, προσανατολισμένοι στην άμεση Επανεκκίνηση της Οικονομίας.
Ώστε να πάψει η χώρα να είναι το “καλό παράδειγμα” αποτυχημένης δημοσιονομικής πολιτικής.
Και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να είναι ισοδύναμος ή μεγαλύτερος από τα επιτόκια που καταβάλλει η χώρα για να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της.
Και να βρούμε επιτέλους τον πάτο στο βαρέλι του χρέους…
Το λεγόμενο νέο “Σχέδιο Μάρσαλ” θα δώσει πραγματική ανάσα στην ελληνική Οικονομία και στην αγορά;
Κα. Μάνη, για ποιό “Σχέδιο Μάρσαλ” μιλάτε;
Ας σταματήσει επιτέλους η Κυβέρνηση να καλλιεργεί μύθους.
Τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει.
Νέα ή πρόσθετη χρηματοδότηση δεν προβλέπεται.
Αυτό που αποφασίστηκε, μέσα από τον περιορισμό της εθνικής συμμετοχής στα συγχρηματοδοτούμενα Ευρωπαϊκά έργα, είναι η ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων που λιμνάζουν εξαιτίας της Κυβερνητικής αβελτηρίας και αδυναμίας.
Με την υλοποίηση βέβαια λιγότερων έργων.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία θετική πρωτοβουλία που θα έπρεπε να είχε ληφθεί νωρίτερα, από τις αρχές του 2010, όταν και το πρότεινε η Νέα Δημοκρατία.
Σήμερα όμως αυτή η πρωτοβουλία είναι ανεπαρκής.
Γιατί η χώρα, εξαιτίας της ασκούμενης πολιτικής, έχει βυθιστεί σε βαθύτερη και παρατεταμένη ύφεση και διαρκώς διογκούμενη ανεργία.
Και δεν σώζεται με «ασπιρίνες», αλλά με δραστική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.
Και ποιός θα υλοποιήσει το εν λόγω σχέδιο;
Απ’ ότι φαίνεται άλλη μία “ευρω-δύναμη κρούσης” (Task Force).
Που η δράση της όμως δεν θα περιορίζεται στο εν λόγω σχέδιο.
Θα επεκτείνεται, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, και στην υλοποίηση των μέτρων που προβλέπονται στο Μνημόνιο και στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο.
Άλλη μία “σκιώδης” [ή μη] Κυβέρνηση προστίθεται στη χώρα…
Με τόσες «ευρω-δυνάμεις κρούσης» μιλάμε για περιορισμό ή εξαφάνιση της εθνικής κυριαρχίας;
Αυτό είναι κάτι που αναμένεται να διευκρινιστεί και σε κάθε περίπτωση θα κριθεί στην πράξη.
Δηλώσεις όμως όπως αυτές του Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας δεν άφηνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τον δραστικό, τουλάχιστον, περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας.
Επιβεβαιώνουν την απομόνωση της χώρας και αναδεικνύουν τη διαπραγματευτική ανυπαρξία της Κυβέρνησης.