Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Θα ήθελα, ξεκινώντας την τοποθέτησή μου, να επανέλθω σε μία παρατήρηση που είχα κάνει στη συζήτηση επί της αρχής του Νομοσχεδίου και σχετίζεται με αυτό που ο κ. Υπουργός Οικονομικών χαρακτήρισε στην Ομιλία του ως «πρωτόγνωρη διαδικασία διαβούλευσης».
Από την ακρόαση φορέων επιβεβαιώθηκε η διαπίστωση που είχαμε εκφράσει ως Αξιωματική Αντιπολίτευση ότι δεν υπήρξε ουσιαστική διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς.
«Διάλογος δεν έγινε» (Πρόεδρος ΓΕΣΒΕΕ), «ήταν απολύτως εικονικός» (Πρόεδρος ΤΕΕ), και «χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις από την Κυβέρνηση» (Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος).
Επίσης, θα ήθελα να κάνω 2 ακόμη γενικές παρατηρήσεις που προέκυψαν από τη χθεσινή ακρόαση φορέων και οι οποίες επίσης επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις τις οποίες κάναμε ως Αξιωματική Αντιπολίτευση κατά τη συζήτηση επί της αρχής του Νομοσχεδίου.
1η Παρατήρηση: Το υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου είναι αντιαναπτυξιακό.
Σε αυτό συμφώνησαν όλοι οι φορείς που προσήλθαν στη χθεσινή Συνεδρίαση της Επιτροπής.
2η Παρατήρηση: Κάποιες ρυθμίσεις είναι αναποτελεσματικές, αφού είναι γραφειοκρατικές και ανεφάρμοστες (εξόφληση μισθοδοσίας μέσω τράπεζας – Πρόεδρος ΓΕΣΒΕΕ) και κάποιες είναι ημιτελείς και ασαφείς, χρειάζονται περαιτέρω μελέτη και επεξεργασία (αναδιοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών, αποκάλυψη της διαφθοράς, επιτάχυνση της επιβολής προστίμων).
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, πρόκειται για «ένα νομοσχέδιο γρίφο».
Επί των άρθρων:
1ον. Στο Άρθρο 1 κρύβεται έμμεση φορολογική επιβάρυνση, λόγω του ύψους και του είδους των αποδείξεων που απαιτούνται.
Σύμφωνα και με το Πρόεδρο της ΓΣΕΕ, η συλλογή των αποδείξεων από «κίνητρο μετατρέπεται σε ποινή».
Στην πράξη, καταργείται το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, δεδομένου ότι συνδέεται με αποδείξεις για το «χτίσιμο» του ορίου του, ακόμα και για πολύ μικρά, κάτω του ορίου αυτού, εισοδήματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, για ετήσιο εισόδημα 22.000 ευρώ (όπου προκύπτει και η μέγιστη ωφέλεια φόρου – 340 ευρώ), το ποσοστό δαπανών για τις αποδείξεις επί του εισοδήματος διαμορφώνεται στο 19% (ή 4.200 ευρώ).
2ον. Η γενική επιβολή λογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματοςοδηγεί σε αυξημένη επιβάρυνση του λειτουργικού τους κόστους και της γραφειοκρατίας, χωρίς να έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα για τα φορολογικά έσοδα. ακόμη και σε μικρές επιχειρήσεις, στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία,
Γι’ αυτό προτείνουμε να εξετάσει το Υπουργείο Οικονομικών τη δυνατότητα επιλογής, ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις εμπορίας ή παροχής υπηρεσιών, κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο εσόδων, μεταξύ αφενός του λογιστικού προσδιορισμού και αφετέρου ενός ορθολογικού τεκμαρτού καθεστώτος.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιλέγοντες το τεκμαρτό καθεστώς φορολόγησης απαλλάσσονται της τήρησης βιβλίων και στοιχείων ή της δυνατότητας του φορολογικού μηχανισμού ελέγχου της περιουσιακής τους κατάστασης.
Θα είναι όμως ένα σύστημα απλό, άμεσης και σίγουρης φορολογικής απόδοσης από μικρές επιχειρήσεις, που σε διαφορετική περίπτωση πρακτικά δεν πρόκειται ποτέ να ελεγχθούν.
3ον. Στο Άρθρο 3 τα νέα τεκμήρια διαβίωσης είναι τεκμήρια ασφυξίας για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ οδηγούν σε μείωση του εισοδήματος που οφείλουν να δηλώσουν και του φόρου που πρέπει να πληρώσουν όσοι έχουν πολυτελή και πανάκριβα στοιχεία διαβίωσης.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Οικονομικού Επιμελητηρίου «τα νέα τεκμήρια είναι «άσφαιρα πυρά» κατά της φοροδιαφυγής» ενώ σύμφωνα και με το Πρόεδρο του ΣΕΒ «όσοι κατά σύστημα φοροδιαφεύγουν, πρακτικά και ουσιαστικά μένουν στο απυρόβλητο».
Τα τεκμήρια διαβίωσης δεν τους αγγίζουν και το Νομοσχέδιο τιμωρεί όσους δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν και εκείνους που δηλώνουν αυτό που κερδίζουν.
4ον. Το Σχέδιο Νόμου περιέχει μέτρα που όχι μόνο πλήττουν την επιχειρηματικότητα, αλλά δημιουργούν και τον κίνδυνο φυγής επιχειρήσεων από τη χώρα.
Η διάταξη για τη φορολογία των διανεμόμενων κερδών (μερισμάτων), που συνιστά το μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα αθροίζονται με τα άλλα εισοδήματα και υπολογίζεται με βάση τη φορολογική κλίμακα οδηγεί σε υπερφορολόγηση των κερδών από επενδύσεις κεφαλαίων, επηρεάζει την ίδια τη λειτουργία των επιχειρήσεων π.χ. τις σχέσεις μητρικών και θυγατρικών, και τιμωρεί την επιχειρηματικότητα.
Η παρακράτηση του 8% επί των συναλλαγών των υπηρεσιών αυξάνει τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος συμμόρφωσης, ενώ δημιουργεί, μεσούσης της κρίσης, ταμειακές δυσχέρειες στις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα και με τον Πρόεδρο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου αυτό «σημαίνει μείωση της ρευστότητας τουλάχιστον κατά 5 δισ. ευρώ».
Αν δεν απαλειφθεί η Διάταξη, θα πρέπει να εξετασθεί τουλάχιστον η πρόταση του ΣΕΒ να εξευρεθεί τρόπος να μην υπάρξει υπέρμετρη ταμειακή επιβάρυνση κατά το 1ο έτος της εφαρμογής της (π.χ. κατάργηση ή μείωση της προκαταβολής).
5ον. Οι διατάξεις του Σχεδίου Νόμου θα δώσουν καίριο κτύπημα στην κτηματαγορά, με την επιβολή τεκμαρτού φόρου ιδιοκατοίκησης, την κατάργηση της απαλλαγής από το «πόθεν έσχες» για την πρώτη κατοικία, και την ήδη νομοθετημένη επαναφορά καταργημένων φόρων, όπως των φόρων δωρεών, γονικών παροχών, κληρονομιών.
Με την αναμενόμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων θα έχουμε φορολογική επιδρομή σε βάρος των μικρομεσαίων ιδιοκτητών ακινήτων.
Σύμφωνα και με τον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων «ξεκινώντας για την πάταξη της φοροδιαφυγής, καταλήγουμε στην πάταξη της ακίνητης περιουσίας» ή σε «εν μέρει δήμευση της ακίνητης περιουσίας».
Συμπερασματικά, το φορολογικό Σχέδιο Νόμου δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις.
Όπως ανέφερε και ο Πρόεδρος του ΣΕΒ «δεν πρόκειται για μια φορολογική επανάσταση, αλλά για μια φορολογική παραλλαγή».
Πρόκειται για ένα φορολογικό Νομοσχέδιο αντιαναπτυξιακό, άτολμο και άνευρο με ανεπαρκείς, διαχειριστικές και απλές αλλαγές που δεν μπορούν να του χαρίσουν τον τίτλο της φορολογικής μεταρρύθμισης, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι συντάκτες του.