Εισήγηση στην Επιτροπή για το «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας»

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες σημειώθηκαν ραγδαίες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της διεθνοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πυρήνας του οποίου είναι ο τραπεζικός τομέας.

Τόσο η θεωρία όσο και οι εμπειρικές μελέτες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού τομέα, ιδιαίτερα σε τραπεζοκεντρικές χώρες (bank-based countries) όπως είναι η Ελλάδα, αποτελεί προϋπόθεση για την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας και την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο χαρακτηρίζονταν, μέχρι τότε, από έντονες στρεβλώσεις και εγγενείς αδυναμίες.

Αυτές οι εξελίξεις βελτίωσαν το επίπεδο του ανταγωνισμού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ενίσχυσαν το ύψος και διεύρυναν τις πηγές κερδοφορίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και τόνωσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η οποία συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική ευημερία.

Έτσι, η επιδείνωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας των επιπτώσεων της διεθνούς κρίσης, καθώς και δυσμενών εγχώριων παραγόντων, τόσο συγκυριακών όσο και διαρθρωτικών, βρήκε τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα, κατά βάση, υγιή.

Ωστόσο, μια σειρά από παράγοντες δημιουργούν ανησυχίες, προκαλούν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας και εγκυμονούν κινδύνους για το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως είναι:

  • Οι αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος.
  • Η σημαντική επιβράδυνση του εγχώριου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης (η ύφεση εκτιμάται στο -4%).
  • Η συρρίκνωση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης (+2,8% προς τον ιδιωτικό τομέα [επιχειρήσεις και νοικοκυριά] τον Μάϊο του 2010, από 4,2% το Δεκέμβριο του 2009).
  • Η χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών (ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε στο 7,7% το Δεκέμβριο του 2009 έναντι 5,0% το Δεκέμβριο του 2008).
  • Η αισθητή μείωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από τις συσσωρευμένες προβλέψεις (41,5% το Δεκέμβριο του 2009 έναντι 48,9% το Δεκέμβριο του 2008).
  • Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.
  • Η φυγή καταθέσεων προς το εξωτερικό και η μείωση της αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών, εξαιτίας και εσφαλμένης τακτικής της κυβέρνησης.

 Η κατάσταση αυτή επιτάσσει την ανάγκη συνετής διαχείρισης της κατάστασης από την Ελληνική Πολιτεία και τα πιστωτικά ιδρύματα με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας.

Προς αυτή την κατεύθυνση θετικά συνέβαλλε ο Ν. 3723/2008 της προηγούμενης Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για τη στήριξη της πιστωτικής και οικονομικής δραστηριότητας.

Νόμος που αντιμετώπισε, τότε, τη σφοδρότατη κριτική της Αντιπολίτευσης, η οποία έφτασε σε ακραίους χαρακτηρισμούς περί «χαρίσματος 28 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες», και οι οποίες βέβαια διαψεύσθηκαν από τον όγκο των αδιάθετων – πριν από την κρίση δανεισμού στην οποία οδήγησε τη χώρα η παρούσα Κυβέρνηση – πόρων του πακέτου ρευστότητας (περίπου 17 δισ. ευρώ).

Μάλιστα πρόσφατα, η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που επέκρινε τότε το σχέδιο ρευστότητας της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, αποφάσισε να προτείνει την ενεργοποίηση και επέκτασή του κατά επιπλέον 15 εκατ.  ευρώ.

Και έπραξε σωστά καθώς υπό τις συνθήκες υψηλού κόστους δανεισμού και στενότητας άντλησης κεφαλαίων, εξαιτίας και των Κυβερνητικών αστοχιών, η επέκταση του Προγράμματος αποτελούσε αναγκαιότητα.

Η ορθότητα της επιλογής της τότε Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αναγνωρίζεται από τη σημερινή Κυβέρνηση, αφού στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται πως η ρευστότητα θα εξακολουθήσει να παρέχεται σύμφωνα με τους «υφιστάμενους μηχανισμούς».

Αυτό το ενισχυμένο, πλέον, οικονομικό «πακέτο» στήριξης της ρευστότητας του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα συνοδευτεί από τη σύσταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ταμείο).

Σύσταση που περιλαμβάνεται στο Μνημόνιο που συνοδεύει την προσφυγή της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας.

Σκοπός του Ταμείου θα είναι η διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, ειδικότερα της φερεγγυότητάς του, και όχι η στήριξη των αναγκών ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στις βασικές ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου αναφέρθηκε η Εισηγήτρια της Πλειοψηφίας, οπότε δεν θα τις επαναλάβω.

Ωστόσο, στις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου υπάρχουν σημεία που δημιουργούν προβληματισμούς και χρήζουν περαιτέρω διευκρινήσεων και εξειδικεύσεων.

Ειδικότερα:

1ον. Η αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση ότι το Ταμείο «θα διευκολύνει να δρομολογηθούν στρατηγικές επιλογές ανασύνταξης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος» δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις, τις επιλογές και το ρόλο του Ταμείου, αλλά και της Κυβέρνησης, σε τέτοιες πρωτοβουλίες.

 

2ον. Υπάρχει ασάφεια ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να υποβάλλει ένα πιστωτικό ίδρυμα αίτημα στο Ταμείο μετά από υπόδειξη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) ή με δική του πρωτοβουλία.

Γίνεται αναφορά σε «συντηρητικές παραδοχές της ΤτΕ», χωρίς αυτές να προσδιορίζονται.

Δημιουργείται έτσι ένας προβληματισμός για το εύρος, την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα αυτών.

 

3ον. Οι διατάξεις του Σχεδίου Νόμου δεν διευκρινίζουν πως «η Τράπεζα της Ελλάδος θα εντείνει την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αυξάνοντας τη συχνότητα και την ταχύτητα υποβολής στοιχείων και την περαιτέρω ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για συχνούς ελέγχους ακραίων συνθηκών (stress-tests)».

Ενισχύονται έτσι οι προβληματισμοί για τους όρους και τις παραμέτρους που θα τίθενται σε αυτούς του ελέγχους, ιδιαίτερα αν τους συνδυάσει και με τη «συντηρητικότητα» των παραδοχών της ΤτΕ.

 

4ον. Παρέχει, εκτιμώ, ιδιαίτερα αυξημένες εξουσίες στο Ταμείο αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα που εντάσσονται σ’ αυτό τόσο σχετικά με τον καθορισμό του επιχειρησιακού σχεδίου, όσο και σχετικά με τον ορισμό των «νέων υπεύθυνων προσώπων» που θα εισέλθουν στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με τις ευρύτατες δικαιοδοσίες του εκπροσώπου του Ταμείου ως μέλους του ΔΣ του πιστωτικού ιδρύματος.

 

5ον. Η μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές είναι η πιο σημαντική πρόβλεψη του σχεδίου νόμου καθώς επιφέρει μία μη αναστρέψιμη μεταβολή στην μετοχική σύνθεση του πιστωτικού ιδρύματος.

Για το λόγο αυτό, είναι εύλογο η μετατροπή να απαιτεί προϋποθέσεις κατά το δυνατόν αντικειμενικές, κατ’ αναλογία της πρόβλεψης της παραγράφου 6.2.(β) όταν το πιστωτικό ίδρυμα καλείται να εκδώσει κοινές μετοχές μόνο όταν τα κεφάλαιά του υπολείπονται των ελάχιστων εποπτικών κεφαλαίων.

Επίσης, αν το πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτύχει κάποιους στόχους του σχεδίου αναδιάρθρωσης αλλά, παρά ταύτα, διατηρεί υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια δεν υπάρχει λόγος μετατροπής των προνομιούχων μετοχών σε κοινές.

6ον. Δεδομένου ότι η απόδοση των προνομιούχων μετοχών καθορίζεται σε εύλογο επίπεδο με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γεννώνται ερωτηματικά γιατί απαιτείται αποτίμηση της τιμής διάθεσης από ελεγκτικές εταιρείες, καθώς και γιατί η τιμή διάθεσης θα πρέπει να συμπίπτει με την ονομαστική αξία των μετοχών.

Εφόσον το Ταμείο λαμβάνει εύλογη απόδοση κατά την διάρκεια της συμμετοχής του, η οποία μάλιστα προσαυξάνεται μετά την πάροδο της πενταετίας, δεν γίνεται κατανοητό γιατί η εξαγορά θα πρέπει να γίνεται σε τιμή ανώτερη από την τιμή διάθεσης. Η τιμή εξαγοράς πρέπει να ισούται με την τιμή διάθεσης.

Θα πρέπει να υπάρχει ανώτατο όριο υπεραξίας που μπορεί να λάβει το Ταμείο κατά την αποπληρωμή των προνομιούχων μετοχών.

Εναλλακτικά, το σύνολο της απόδοσης που έχει καταβληθεί από το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορούσε να αφαιρείται από την υπεραξία που προκύπτει κατά την αποτίμηση.

 

7ον. Χρειάζεται διευκρίνηση γιατί οι προνομιούχες μετοχές θα πρέπει να εκδίδονται χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Πρέπει δηλαδή να διευκρινιστεί στο Σχέδιο Νόμου ότι το «δικαίωμα ψήφου στην Γενική Συνέλευση» αφορά την ιδιαίτερη Συνέλευση των προνομιούχων μετόχων μόνο, σύμφωνα με τα αντιστοίχως προβλεπόμενα στο άρθρο1 § 1 του ν. 3723/2008 για την ενίσχυση της ρευστότητας.

 

8ον. Με τα προβλεπόμενα δικαιώματα αρνησικυρίας στη λήψη αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης παρέχονται ιδιαίτερα ευρείες εξουσίες στον εκπρόσωπο του Ταμείου (αντίθετα στο Ν. 3723/2008 οι εξουσίες του εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου είναι πιο περιορισμένες).

Οι εξουσίες μάλιστα αυτές δεν είναι απολύτως καθορισμένες αφού η αναφορά στο «κτλ» αφήνει πολλές ερμηνείες ανοικτές.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης επί των άρθρων, θα προσθέσω και κάποια επιχειρηματικά και νομικά θέματα. Μόνο ένα νομικό θέμα θα ήθελα να θίξω τώρα. Στο άρθρο 4 παρ. 2β, αναφέρεται σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στο Μνημόνιο Οικονομικής Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής ότι ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και τα δύο μη εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ. επιλέγονται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ τα υπόλοιπα δύο μη εκτελεστικά μέλη ορίζονται ex oficio. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι είναι δεσμευτική η εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον Υπουργό Οικονομικών, όσον αφορά τον διορισμό των μελών του Δ.Σ. του ταμείου και ειδικότερα ότι δεν πρόκειται περί εισήγησης, αλλά περί επιλογής από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Με αυτές τις σκέψεις και κάποιες ακόμα που θα προσθέσω αύριο και με την προσδοκία, αλλά και την πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση θα ξεκαθαρίσει τους παραπάνω προβληματισμούς, εμείς, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση τοποθετούμαστε θετικά επί της αρχής στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube