Εισήγηση στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων σχετικά με το Σχέδιο Νόμου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Συζητούμε αυτές τις ημέρες στην Επιτροπή ένα ακόμη Φορολογικό Νομοσχέδιο της Κυβέρνησης, στον 1,5 χρόνο θητείας της.

Το 9ο κατά σειρά Νομοσχέδιο με φορολογικές ρυθμίσεις, μετά από συνεχείς αναδιπλώσεις, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, σε πτυχές της φορολογικής πολιτικής, όπως είναι η τμηματική καταβολή του ΦΠΑ και η φορολόγηση των επιχειρήσεων.

Συγκεκριμένα, το παρόν Σχέδιο Νόμου:

1ον. Δεν αποκαθιστά την εφαρμογή των 10 θεμελιωδών αρχών που διέπουν ένα επιτυχημένο φορολογικό σύστημα.

Είναι ένα από τα πολλά που κατά καιρούς έχει προτείνει η παρούσα Κυβέρνηση καταστρατηγώντας την αρχή της βεβαιότητας και σταθερότητας.

2ον. Παρουσιάζεται, όπως και ο «πολλά υποσχόμενος» Νόμος 3842/2010, ως μια ακόμη φορολογική μεταρρύθμιση.

Νόμος, που σήμερα όμως κρίνεται αναποτελεσματικός, αφού ούτε οι ποσοτικοί στόχοι επετεύχθησαν, ούτε πολλές από τις προβλεπόμενες, δεκάδες, υπουργικές αποφάσεις εκδόθηκαν.

3ον. Είναι ένα δαιδαλώδες κείμενο που ενσωματώνει αόριστες, ασαφείς και σε αρκετές περιπτώσεις αντιφατικές διατάξεις.

Δείγμα έλλειψης σχεδιασμού.

Αποτέλεσμα αδυναμίας ενίσχυσης των φορολογικών εσόδων, παρά τις διαδοχικές, φορολογικές αυξήσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

4ον. Περιλαμβάνει ρυθμίσεις που είναι αναποτελεσματικές, αφού είναι γραφειοκρατικές και ανεφάρμοστες, ενώ κάποιες άλλες είναι ημιτελείς και ασαφείς.

Παραπέμπει σε περισσότερες από 40 Υπουργικές Αποφάσεις και προβλέπει τη σύσταση αρκετών και πολυμελών Επιτροπών αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.

Εισάγει την, προσφιλή στην Κυβέρνηση, τακτική της ευρύτερης εξουσιοδότησης, της «λευκής επιταγής» και δημιουργεί υπερ-συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών.

5ον. Ενισχύει την αυστηροποίηση των ποινών, αγνοώντας τις συνταγματικές διατάξεις περί αναλογικότητας των ποινών.

Χρησιμοποιεί την ποινική τιμωρία ως μέσο πίεσης για την καταβολή των φόρων χωρίς να ενδιαφέρεται για την πραγματική τιμωρία αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν τροποποιείται το Άρθρο 24, Παρ. 2 του Ν. 2523/1997.

6ον. Δεν αποκαθιστά μια σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ Πολιτείας και φορολογούμενου αφού η Πολιτεία αυστηροποιεί το πλαίσιο για την είσπραξη των φόρων, αλλά δεν δεσμεύεται για την επιστροφή των φόρων όπου αυτό επιβάλλεται.

Και μάλιστα, θα μπορεί πλέον να πληρώνει σε είδος με ομόλογα, ενώ η ίδια θα δέχεται μόνο μετρητά.

Μπορεί η διάταξη αυτή σε εποχές δύσκολες για το Δημόσιο να φαίνεται σωστή, πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη το χρηματοοικονομικό κόστος προεξόφλησης των ομολόγων για το λήπτη.

Το επιτόκιο των ομολόγων θα πρέπει τουλάχιστον να εξισορροπεί το κόστος προεξόφλησης ώστε να μην υπάρξει ζημία του λήπτη.

7ον. Δεν θεσμοθετείται, παρά το γεγονός ότι είχε εξαγγελθεί, η οργανωτική αναδιάρθρωση των φορολογικών υπηρεσιών του Υπουργείου, ενώ παράλληλα θεσμοθετούνται αδιαφανείς διαδικασίες στην επιλογή των φορολογικών ελεγκτών (π.χ. συνέντευξη) και στην επίλυση των φορολογικών διαφορών, χωρίς να αιτιολογείται η αναγκαιότητά τους.

8ον. Εισάγει, στις εταιρείες που ελέγχονται υποχρεωτικά από ορκωτούς ελεγκτές, διπλά κόστη συμμόρφωσης, αβεβαιότητα μέχρι την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου και επαφή επιχείρησης και φορολογικών ελεγκτών, κάτι που δεν είναι επιθυμητό από τον επιχειρηματικό κόσμο και δεν συμβάλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς.

9ον. Μολονότι περιλαμβάνει ορισμένες θετικές διατάξεις (όπως είναι αυτές για τη μείωση των συντελεστών φόρου εταιρειών και την καταβολή ΦΠΑ με δόσεις), ή θετικές προθέσεις (όπως είναι αυτές για τη φορολογική διαιτησία και το συμψηφισμό απαιτήσεων), δυστυχώς, αφενός οι θετικές διατάξεις θα έπρεπε να είχαν υιοθετηθεί νωρίτερα και αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο εξειδικεύονται, είτε τις ακυρώνει στην πράξη, είτε περιορίζει τη χρησιμότητά τους.

Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,

Η φοροδιαφυγή είναι ένα φαινόμενο που καμία χώρα, σε διεθνές επίπεδο, δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει με απόλυτη αποτελεσματικότητα.

Η ίδια η φύση του φόρου, που αποτελεί για τον φορολογούμενο υποχρεωτική μονομερή μεταβίβαση πόρων προς το κράτος, χωρίς άμεσο αντάλλαγμα ή αντίκρισμα, συντελεί σε αυτό.

Ο περιορισμός της όμως απαιτεί την απλοποίηση και κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, την κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και τον περιορισμό του κόστους λειτουργίας της, τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.

Την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και του συντονισμού σε όλα τα επίπεδα του φορολογικού, ελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού και τη βελτίωση της ποιότητας του θεσμικού πλαισίου που διέπει την λειτουργία της φορολογικής διοίκησης, μέσω και της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας, με βάση ένα συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, Φεβρουάριος 2011).

Και αυτά δεν επιτυγχάνονται με το υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube