Κυρώνουμε σήμερα την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με αντικείμενο τη ρύθμιση της παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς την Τράπεζα της Ελλάδος για κάλυψη πιστώσεων σε τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας.
Η Κύρωση που τροποποιεί την τελευταία απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών κρίνεται αναγκαία λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις διεθνείς χρηματοοικονομικές συνθήκες όσο και τις συνθήκες λειτουργίας του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Τραπεζικό σύστημα το οποίο, εξαιτίας, κυρίως, της ανεπάρκειας της προηγούμενης Κυβέρνησης και της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης της Οικονομίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με πολλές, μεγάλες και διευρυνόμενες προκλήσεις.
Προκλήσεις που απορρέουν:
1ον. Από την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, με την ύφεση να εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει σωρευτικά το 15% την περίοδο 2009-2012, ενώ δεν αναμένεται ανάκαμψη της Οικονομίας πριν από το 2013. Η ύφεση πλέον εκτιμάται άνω του 5,5% για το 2011, υψηλότερη από το 2010. Και στο 2,8% για το 2012, αντί ανάπτυξης 0,8% που προέβλεπε το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο.
2ον. Από τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, αποτέλεσμα των αντίστοιχων υποβαθμίσεων της χώρας.
3ον. Από τον αποκλεισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων.
4ον. Από τη συρρίκνωση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, με τον περιορισμό τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων.
5ον. Από τη χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων εξαιτίας της βίαιης, απότομης και μεγάλης επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αλλά και σφαλμάτων στο σκέλος των χορηγήσεων των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
6ον. Από την έντονη και συνεχή εκροή των καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας, των παλινωδιών της προηγούμενης Κυβέρνησης και της ανάγκης κάλυψης, από μέρους νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καταναλωτικών ή λειτουργικών αναγκών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχή του έτους, οι καταθέσεις έχουν υποχωρήσει κατά 12,6%, ή 26,4 δισ. ευρώ.
Ενώ η υποχώρηση από τις αρχές του 2010, όταν ξέσπασε η κρίση χρέους στη χώρα μας, είναι της τάξης του 21,3%, ή 50 δισ. ευρώ.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Όλες αυτές οι προκλήσεις έχουν ορατές και δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα, στην αποδοτικότητα, στην αποτελεσματικότητα και στην ποιότητα χαρτοφυλακίου των Ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες, το Σεπτέμβριο, άντλησαν από τον Μηχανισμό Παροχής Έκτακτης Ρευστότητας (ELA) 26,7 δισ. ευρώ.
Ένα μήνα πριν, τον Αύγουστο, ο ίδιος μηχανισμός είχε ενισχύσει τις ελληνικές τράπεζες με 6,6 δισ. ευρώ.
Ενώ η χρηματοδότηση της ΕΚΤ προς τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα υποχώρησε στα 77,8 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου, από 93,1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο.
Η απεξάρτηση αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι αρκετοί τίτλοι που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες ως εγγύηση για την ρευστότητα, δεν γίνονται αποδεκτοί από την ΕΚΤ.
Και όλα αυτά εν αναμονή και της αποτίμησης των ζημιών που θα υποστούν οι τράπεζες από τη συμμετοχή τους στην αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους, αλλά και του διαγνωστικού ελέγχου που πραγματοποιείται στα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους από την εταιρεία BlackRock.
Έλεγχος, τη χρονική στιγμή που νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εξαιτίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, «πνίγονται» από έλλειψη ρευστότητας και αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Αυτή η εικόνα, επιτάσσει την ανάγκη συνετής και διορατικής διαχείρισης της κατάστασης, τόσο από τα πιστωτικά ιδρύματα, όσο και από την Πολιτεία με στόχο τη διατήρηση της ευρωστίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία οφείλουν να διαχειρισθούν αποτελεσματικά τη φύση και το ύψος των κινδύνων που αναλαμβάνουν, να ενισχύσουν, ποιοτικά και ποσοτικά, την κεφαλαιακή τους επάρκεια και να συγκρατήσουν τα λειτουργικά τους έξοδα, χωρίς εκτεταμένη απομόχλευση.
Και Πολιτεία η οποία, όπως σταθερά και διαχρονικά υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία, οφείλει να ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, τόσο σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας όσο και σε όρους ρευστότητας, ώστε αυτό να διαδραματίζει επιτυχώς τον οικονομικό και κοινωνικό του ρόλο.
Κάτι τέτοιο ξεκίνησε το 2008, παρά τη σφοδρή αντίδραση της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Με τη χρήση 23 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και 5 δισ. ευρώ για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση.
Και συνεχίστηκε, από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη χορήγηση επιπλέον εγγυήσεων ύψους 100 δισ. ευρώ.
Βέβαια, το ζητούμενο σήμερα είναι να αποφευχθεί η πιστωτική ασφυξία και να διασφαλισθεί η ροή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.
Να τονωθεί η παραγωγική και επιχειρηματική δραστηριότητα, συμβάλλοντας στην ανάταξη της Ελληνικής Οικονομίας.
Και παράλληλα να αποφευχθεί ο αφελληνισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Καθώς και η επιστροφή του σε λογικές και πρακτικές που ακολουθούνταν μέχρι πριν από δύο δεκαετίες.
Όταν και ξεκίνησαν οι συστηματικές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος, κυρίως μέσω της θεσμικής απελευθέρωσής του και της μεταβολής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών.