Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η χώρα μας διαθέτει μια κλειστή Οικονομία.
Μία Οικονομία, που σύμφωνα με τις Εκθέσεις για την «Οικονομική Απελευθέρωση» αλλά και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, παρουσιάζει σημαντικές ακαμψίες, στρεβλώσεις, εμπόδια και περιορισμούς στην εύρυθμη λειτουργία αγορών και στην ελεύθερη πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων.
Στρεβλώσεις και περιορισμοί που
§ «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό,
§ περιορίζουν τη δυναμική ανάπτυξης συγκεκριμένων κλάδων,
§ συρρικνώνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης,
§ «δυναμιτίζουν» την κοινωνική συνοχή δημιουργώντας αίσθηση αδικίας και προνομιακής μεταχείρισης συγκεκριμένων ομάδων.
Καθίσταται συνεπώς αναγκαία, από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς, η κατάργηση των αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και στην άσκηση επαγγελμάτων.
Έτσι ώστε οι αντίστοιχες δραστηριότητες των φυσικών και νομικών προσώπων να διέπονται από τις αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Γιατί όλοι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες στην «αφετηρία».
Με αυτή τη λογική, σε αυτό το ιδεολογικό περίγραμμα, η Νέα Δημοκρατία τάσσεται θετικά στην κατάργηση περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων, αφού κάτι τέτοιο, δυνητικά, μπορεί να τονώσει την ανάπτυξη, να ενισχύσει την απασχόληση, να ενδυναμώσει την κοινωνική συνοχή.
Όμως, Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η Κυβέρνηση, υπό το βάρος των συμβατικών δεσμεύσεών της απέναντι στην «Τρόϊκα», προχωρά με συνοπτικές διαδικασίες, βεβιασμένα και αλόγιστα στην παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία.
Πρωτοβουλία η οποία:
1ον. Περικλείει οριζόντιες και ισοπεδωτικές ρυθμίσεις για πλήθος «άγνωστων», αόριστων, επαγγελμάτων.
2ον. Δεν περιλαμβάνει μελέτη επιπτώσεων που να τεκμηριώνει την επίτευξη δημοσίου συμφέροντος.
3ον. Εδράζεται σε αυθαίρετες παραδοχές και άγνωστες μελέτες, όπως είναι αυτή του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, για την οποία, μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, έχω ζητήσει να μας κατατεθεί, προκειμένου να εκτιμηθούν τα προσδοκώμενα οφέλη.
Οφέλη που κινούνται μεταξύ προσδοκίας, ευχών και αναμονής του αγνώστου.
Υπάρχουν μάλιστα και Εκθέσεις, όπως αυτή του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, οι οποίες δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, θεωρώντας ότι οι ισχυρισμοί του Ιδρύματος είναι αβάσιμοι και δεν έχουν επιστημονική τεκμηρίωση.
4ον. Παραπέμπει σε Προεδρικά Διατάγματα με τα οποία μπορούν να προστεθούν περιορισμοί ή να θεσπιστούν εξαιρέσεις από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Ουσιαστικά, η Κυβέρνηση επιζητά «λευκή επιταγή» και γενικές, ευρύτερες, εξουσιοδοτήσεις.
5ον. Έρχεται σε αντίθεση με πρότερες Κυβερνητικές επιλογές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ενεργειακοί επιθεωρητές οι οποίοι, εδώ και λίγες ημέρες, είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο ακινήτων για την έκδοση Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης.
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και η Κυβέρνηση μιλούν για «άρση των αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων» και, την ίδια στιγμή, τα περιχαρακώνουν, αποκλείοντας άλλα, συναφή με την ενεργειακή αποδοτικότητα επαγγέλματα, επιβάλλουν, χωρίς πειστική επιχειρηματολογία, ως προϋπόθεση την 10ετή εμπειρία αποκλείοντας νέους ανθρώπους από το να μπουν στο επάγγελμα του ενεργειακού επιθεωρητή και κατοχυρώνουν, για άλλη μία φορά, κατώτατες αμοιβές οι οποίες, παρά την οικονομική κρίση, είναι διπλάσιες από αυτές που προέβλεπε το σχέδιο της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Για άλλη μία φορά, η Κυβέρνηση παλινωδεί.
6ον. Στηρίζεται σε δημοσκοπήσεις.
Αν όμως η Κυβέρνηση θεωρεί ότι το περιεχόμενο του Σχεδίου Νόμου εδράζεται στην πολιτική της φιλοσοφία, τότε προφανώς δεν υπάρχει ανάγκη να δαπανά δημόσιους πόρους για τη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων.
Εάν, όμως, έτσι αντιλαμβάνεται την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής, τότε γιατί δεν έκανε ανάλογες δημοσκοπήσεις όταν αποφάσισε τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και την πρωτοφανή διόγκωση της άμεσης και έμμεσης φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων;
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η εκ μέρους της Κυβέρνησης επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων της χώρας και η αναζήτηση δημοσκοπικής νομιμοποίησης των πολιτικών της δεν οδηγούν, δυστυχώς, στην έξοδο από την κρίση.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η υπό συζήτηση νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, για να επιτύχει τους επιδιωκόμενους στόχους της, θα πρέπει:
1ον. Να συνοδεύεται από συγκεκριμένες μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις των αλλαγών σε κάθε επάγγελμα.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι το ΙΟΒΕ, σύμφωνα με απαντητική επιστολή του προς το ΤΕΕ, αναφέρει ότι δεν περιλαμβάνει τους Μηχανικούς στην Έκθεση του.
Μηχανικοί των οποίων οι αμοιβές μελέτης και επίβλεψης κυμαίνονται στο 3,5% – 4,5% του συνολικού κόστους του έργου (χωρίς την αξία της γης), όταν τα αντίστοιχα ποσά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με ή χωρίς κατώτατες αμοιβές, υπολογίζονται στο 12% – 16%.
2ον. Να ενσωματώσει αναλυτικά τις κοινωνικές και οικονομικές ομάδες που επηρεάζονται άμεσα από τις αρχικές, γενικές ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου.
3ον. Να εξασφαλίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ασφάλεια του πολίτη.
Να διασφαλίζει ότι η κατάργηση των περιορισμών στην άσκηση επαγγελμάτων δεν θα οδηγήσει σε ασυδοσία, σε αθέμιτο ανταγωνισμό, στην επικράτηση μεγάλων εταιρειών, σε γεωγραφικό αφανισμό, σε κατάργηση κάθε ελέγχου, σε μείωση της ποιότητας των υπηρεσιών.
4ον. Να επιβάλλει μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στο περιβάλλον άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, στον χώρο των μηχανικών, ύπαρξη μηχανισμού ελέγχου και αποτροπής του αθέμιτου ανταγωνισμού, θεσμοθέτηση φορέα μητρώων, διαβάθμισης και πιστοποίησης τεχνικών επαγγελμάτων, θέσπιση μητρώου κατασκευαστών ιδιωτικών έργων, αναθεώρηση συστήματος έκδοσης οικοδομικών αδειών.
Τότε και μόνο τότε τα αποτελέσματα της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης δεν θα είναι αντίθετα από τις επιδιώξεις της.