Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η επιδείνωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας των επιπτώσεων της διεθνούς κρίσης, καθώς και δυσμενών εγχώριων παραγόντων, τόσο συγκυριακών όσο και διαρθρωτικών, βρήκε τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα, κατά βάση, υγιή.
Ωστόσο, μια σειρά από παράγοντες δημιουργούν ανησυχίες, προκαλούν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας και εγκυμονούν κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα, όπως είναι:
- Οι αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος.
- Η σημαντική επιβράδυνση του εγχώριου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
- Η συρρίκνωση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης.
- Η χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
- Η αισθητή μείωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από τις συσσωρευμένες προβλέψεις.
- Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.
- Η φυγή καταθέσεων προς το εξωτερικό και η μείωση της αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών.
Η κατάσταση αυτή επιτάσσει την ανάγκη συνετής διαχείρισης της κατάστασης από την Ελληνική Πολιτεία και τα πιστωτικά ιδρύματα, με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας.
Προς αυτή την κατεύθυνση θετικά συνέβαλλε ο Ν. 3723/2008 της προηγούμενης Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για τη στήριξη της πιστωτικής και οικονομικής δραστηριότητας.
Νόμος που αντιμετώπισε, τότε, τη σφοδρότατη κριτική της Αντιπολίτευσης, η οποία έφτασε σε ακραίους χαρακτηρισμούς περί «χαρίσματος 28 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες», και οι οποίες βέβαια διαψεύσθηκαν από τις μεταγενέστερες εξελίξεις.
Μάλιστα πρόσφατα, η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που επέκρινε τότε το σχέδιο ρευστότητας της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, αποφάσισε να προτείνει την ενεργοποίηση και επέκτασή του κατά επιπλέον 15 εκατ. ευρώ.
Και έπραξε σωστά καθώς υπό τις συνθήκες υψηλού κόστους δανεισμού και στενότητας άντλησης κεφαλαίων, η επέκταση του Προγράμματος αποτελούσε αναγκαιότητα.
Η ορθότητα της επιλογής της τότε Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αναγνωρίζεται από τη σημερινή Κυβέρνηση, αφού στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται πως η ρευστότητα θα εξακολουθήσει να παρέχεται σύμφωνα με τους «υφιστάμενους μηχανισμούς».
Αυτό το ενισχυμένο, πλέον, οικονομικό «πακέτο» στήριξης της ρευστότητας του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα συνοδευτεί από τη σύσταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Παρά τις βελτιώσεις της Κυβέρνησης, στις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου υπάρχουν σημεία που δημιουργούν προβληματισμούς και χρήζουν και εξειδικεύσεων.
Ειδικότερα:
1ον. Η αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση ότι το Ταμείο «θα διευκολύνει να δρομολογηθούν στρατηγικές επιλογές ανασύνταξης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος» δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις, τις επιλογές και το ρόλο του Ταμείου, αλλά και της Κυβέρνησης, σε τέτοιες πρωτοβουλίες.
2ον. Οι διατάξεις του Σχεδίου Νόμου δεν διευκρινίζουν πώς η Τράπεζα της Ελλάδος θα εντείνει την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αυξάνοντας τη συχνότητα και την ταχύτητα υποβολής στοιχείων και την περαιτέρω ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για συχνούς ελέγχους ακραίων συνθηκών (stress-tests).
Ενισχύονται έτσι οι προβληματισμοί για τους όρους και τις παραμέτρους που θα τίθενται σε αυτούς του ελέγχους, ιδιαίτερα αν τους συνδυάσει και με τη «συντηρητικότητα» των παραδοχών της ΤτΕ.
3ον. Το Άρθρο 10 παρέχει ιδιαίτερα αυξημένες εξουσίες στο Ταμείο αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα που εντάσσονται σ’ αυτό τόσο σχετικά με τον καθορισμό του επιχειρησιακού σχεδίου, όσο και σχετικά με τον ορισμό των «νέων υπεύθυνων προσώπων» που θα εισέλθουν στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με τις ευρύτατες δικαιοδοσίες του εκπροσώπου του Ταμείου ως μέλους του ΔΣ του πιστωτικού ιδρύματος.
4ον. Με τα προβλεπόμενα δικαιώματα αρνησικυρίας στη λήψη αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης παρέχονται ιδιαίτερα ευρείες εξουσίες στον εκπρόσωπο του Ταμείου (αντίθετα στο Ν. 3723/2008 οι εξουσίες του εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου είναι πιο περιορισμένες).
Οι εξουσίες μάλιστα αυτές δεν είναι απολύτως καθορισμένες αφού η αναφορά στο «κτλ» αφήνει πολλές ερμηνείες ανοικτές.
Τουλάχιστον, σύμφωνα και με την Έκθεση του Τμήματος Νομοτεχνικής Επεξεργασίας της Βουλής η απαρίθμηση των περιπτώσεων κατά τις οποίες παρέχεται το ως άνω δικαίωμα αρνησικυρίας θα πρέπει, προς αποφυγή ερμηνευτικών αμφισβητήσεων, να είναι αποκλειστική και όχι ενδεικτική.
5ον. Στο άρθρο 4 παρ. 2 του Σχεδίου Νόμου αναφέρεται, και το θέτει και η Έκθεση του Τμήματος Νομοτεχνικής Επεξεργασίας της Βουλής, ότι ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και τα δύο (2) μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου επιλέγονται από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Με την Περ. β’ της προτεινόμενης παραγράφου προβλέπεται περαιτέρω ότι «ο διορισμός και των 7 μελών του ΔΣ γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισηγήσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος…».
Παρατηρείται ότι το Μνημόνιο ορίζει ότι «το Ταμείο θα διοικείται από ένα ΔΣ, αποτελούμενο από έναν επικεφαλής, έναν εκτελεστικό διευθυντή και 3 διευθυντές που θα ορίζονται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος…».
Κατόπιν τούτου, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι είναι δεσμευτική η εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον Υπουργό Οικονομικών όσον αφορά το διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και ειδικότερα ότι δεν πρόκειται περί εισήγησης αλλά περί επιλογής από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κάτι αντίστοιχο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, συμφώνως με την Περ. α’ της προτεινόμενης παραγράφου.
Με την προσδοκία, αλλά και πεποίθηση, ότι η Κυβέρνηση θα ξεκαθαρίσει τους παραπάνω προβληματισμούς, εμείς, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση τοποθετούμαστε θετικά, και επί των Άρθρων, στο υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου.