Ομιλία Αναπλ. Υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών και Ισολογισμού-Απολογισμού της Βουλής επί της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους για το δημόσιο χρέος

xristos-staikouras-bouli--Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Με αφορμή την παρουσίαση της Έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, δίνεται η ευκαιρία να συζητήσουμε στην Επιτροπή για το ζήτημα του δημοσίου χρέους.

Ζήτημα υπαρκτό και μείζον, για το οποίο, όμως, αρκετές φορές ακούγονται υπερβολές και υποστηρίζονται ανακρίβειες.

Ενώ θα πρέπει να το προσεγγίζουμε με νηφαλιότητα, υπευθυνότητα και ρεαλισμό.

Να μένουμε στην αλήθεια.

Και η αλήθεια, μέσα σε 10 σημεία, ως προς την αριθμητική του χρέους, είναι:

1ον. Το δημόσιο χρέος, εδώ και δεκαετίες, έχει πολύ ισχυρή αυξητική δυναμική.

Ξεκίνησε από 22,5% του ΑΕΠ το 1980 και ανήλθε, μετά την επεκτατική δημοσιονομική διαχείριση της δεκαετίας του ’80, κοντά στο 100% στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Και πέριξ αυτού του επιπέδου, με κατά καιρούς αυξομειώσεις, κινήθηκε μέχρι το ξέσπασμα της μεγάλης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Το αποτέλεσμα είναι από τα 12 δισ. ευρώ το 1981, αυτό να εκτοξευθεί, μέσα σε 25 χρόνια, στα 240 δισ. ευρώ το 2007.

2ον. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, την περίοδο 2007 – 2009, αυξήθηκε κατά το 1/5.

Αντίστοιχη αύξηση με αυτή που παρατηρήθηκε, κατά μέσο όρο, στην Ευρωζώνη.

Η 7η χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της.

3ον. Το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299,7 δισ. ευρώ ή στο 129,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2009.

Αυτό έγινε μετά τις επαναταξινομήσεις λογαριασμών και την αναθεώρηση του ΑΕΠ που αφορούσαν την περίοδο 2006 – 2009 και που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2010 και του 2011.

Το χρέος ανήλθε στα 329,5 δισ. ευρώ το 2010.

Στα 355,2 δισ. ευρώ το 2011.

Στα 303,9 δισ. ευρώ το 2012.

Και εκτιμάται στα 321 δισ. ευρώ το 2013, λόγω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

4ον. Το δημόσιο χρέος αυξάνει, όσο η χώρα έχει δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ενώ, σε περιόδους ύφεσης, ο δείκτης του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξάνει ανάλογα.

Έτσι παρατηρούμε ότι παρά τη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 34 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2013, λόγω – κυρίως – της αναδιάρθρωσής του, το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχει αυξηθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ίδια περίοδο, λόγω της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.

5ον. Η αυξητική δυναμική του δημοσίου χρέους «φρέναρε» με τη διπλή αναδιάρθρωσή του.

Χρέος το οποίο, σε καθαρούς όρους, μειώθηκε κατά 52 δισ. ευρώ το 2012.

6ον. Το ύψος του δημοσίου χρέους θα ήταν υψηλότερο χωρίς την αναδιάρθρωσή του.

Ειδικότερα, μόνο με το άθροισμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της τετραετίας 2010 – 2013, το δημόσιο χρέος θα είχε αυξηθεί περίπου κατά 86 δισ. ευρώ το 2013 (ή 47% του ΑΕΠ).

Κάτι φυσικά που δεν έγινε.

Εάν δε στο δημόσιο χρέος του 2011, που ήταν 355 δισ. ευρώ, προσθέσουμε την ελλειμματική δραστηριότητα του δημοσίου και τα πακέτα στήριξης των τραπεζών κατά τα έτη 2012 και 2013, τότε το δημόσιο χρέος θα ξεπερνούσε τα 395 δισ. ευρώ ή το 216% του ΑΕΠ στο τέλος του 2013.

7ον. Η σύνθεση και η δομή του δημοσίου χρέους βελτιώθηκε.

Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, το 2011, είχε μέση σταθμική διάρκεια 7 έτη και μέσο σταθμικό επιτόκιο 4,75%.

Το 2013, η μέση διάρκεια είναι 17 έτη και το μέσο σταθμικό επιτόκιο λίγο πάνω από το 2%.

8ον. Οι τόκοι, σε ταμειακή βάση, μειώθηκαν σημαντικά.

Από τα 16,3 δισ. ευρώ το 2011, στα 6,1 δισ. ευρώ το 2013.

Ή από το 7,8% του ΑΕΠ το 2011, στο 3,3% του ΑΕΠ το 2013.

Όσο περιορίζεται, και μάλιστα, σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και επιμηκύνεται ο χρονικός ορίζοντας ωρίμανσής του, τόσο ο κίνδυνος για το Ελληνικό δημόσιο χρέος μετατρέπεται, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, από κίνδυνο πτώχευσης σε αναχρηματοδοτικό κίνδυνο.

Έχουμε, δηλαδή, καταφέρει να αποφύγουμε τον κίνδυνο πτώχευσης και εργαζόμαστε για να διασφαλίσουμε και τη μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση του χρέους, ενδυναμώνοντας τη βιωσιμότητά του.

9ον. Το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους είναι πλέον στα χέρια των εταίρων και του Ευρωσυστήματος.

Μόνο 29,5 δισ. ευρώ βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών πιστωτών και 28 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Η εν λόγω διακράτηση του δημοσίου χρέους από τους εταίρους ενισχύει τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας.

10ον. Η αναδιάρθρωση, αν και φρέναρε την αυξητική δυναμική, δεν διευθέτησε οριστικά το ζήτημα της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.

Το ζήτημα της περαιτέρω ενίσχυσής της παραμένει ανοικτό.

Στην ενίσχυσή της θα συμβάλλουν:

1ον. Η επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων.

Αρχής γενομένης από το 2013.

Οι τελευταίες χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το επιβεβαιώνουν.

Η Ελλάδα, σύμφωνα τόσο με το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής όσο και με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών, χωρίς την επίπτωση του προγράμματος στήριξης των τραπεζών, επιτυγχάνει, νωρίτερα από τις εκτιμήσεις, υψηλότερο από τις προβλέψεις πρωτογενές πλεόνασμα.

2ον. Η ανάταξη, μέσα στο 2014, και βιώσιμη ανάπτυξη, τα επόμενα χρόνια, της οικονομίας.

Που επηρεάζει σημαντικά το ύψος και τη δυναμική του χρέους.

Με την ισχυροποίηση των αναπτυξιακών εργαλείων και την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων.

3ον. Η λήψη των αναγκαίων μέτρων περαιτέρω ελάφρυνσης του Ελληνικού δημοσίου χρέους από τους εταίρους, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Αυτά τα στοιχεία, όχι μόνο θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, αλλά και θα καταστήσουν εφικτή την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου μέσω προσφυγής της σε νέο δανεισμό.

Επιστροφή που θα εδράζεται σε ένα πλαίσιο αρχών.

Αρχές όπως είναι:

1η. Η σύνταξη, υιοθέτηση και υλοποίηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας.

2η. Η διατήρηση της σχέσης αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης με τους εταίρους.

3η. Η εξασφάλιση του απαραίτητου χρόνου κατά τον οποίο το σύνολο των υποχρεώσεων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα καλύπτεται από το πρωτογενές πλεόνασμα.

Έτσι, θα πεισθούν οι διεθνείς επενδυτές ότι διασφαλίζονται οι επενδύσεις τους και θα «επιστρέψουν» στη χώρα.

4η. Η διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας.

Κυρίως οι δημοσιονομικές επιδόσεις αλλά και η σταδιακή, αλλά σημαντική, αποκατάσταση της φερεγγυότητας της χώρας, έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντική μείωση των επιτοκίων δανεισμού της.

Ενδεικτικά αλλά χαρακτηριστικά, σήμερα, οι αποδόσεις των 10ετών Ελληνικών ομολόγων ανέρχονται περίπου στο 7%, πολύ κοντά σε αυτές της «προ Μνημονίου» περιόδου.

Και ενώ, πριν από 18 μήνες, οι αντίστοιχες αποδόσεις ξεπερνούσαν το 30%.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Μέχρι όμως να βγούμε στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, εργαζόμαστε μεθοδικά και υπεύθυνα, ώστε να εξασφαλίσουμε και να ενισχύσουμε τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου.

Σε αυτή την κατεύθυνση, εξουσιοδοτήσαμε τον ΟΔΔΗΧ, να έχει τη δυνατότητα σύναψης πράξεων πώλησης τίτλων διαχείρισης του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία επαναγοράς (repos) με αντισυμβαλλόμενους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.

Πρόκειται για μία κίνηση αξιοποίησης του συγκεκριμένου εργαλείου από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου με στόχο, όταν κρίνεται απαραίτητο, να ενισχύεται βραχυπρόθεσμα η ρευστότητά του.

Ειδικότερα, ύστερα από ενδελεχή έρευνα των ταμειακών διαθεσίμων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης διαπιστώθηκε ότι ποσό πλέον των 3 δισ. ευρώ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί άμεσα από το Ελληνικό Δημόσιο για διαχείριση ρευστότητας επ’ αμοιβαίο όφελος.

Και η προσφορότερη τακτική κρίθηκε αυτή της σύναψης συμφωνιών repos.

Με κάθε σύμβαση ο ΟΔΔΗΧ θα προβαίνει σε συμφωνία με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, με την οποία οι τελευταίοι θα επενδύουν συγκεκριμένο ποσό για χρονική διάρκεια ολίγων ημερών, εβδομάδων, ή μηνών με ανάλογο επιτόκιο αγοράς.

Συγκεκριμένα, θα συνάπτει συμφωνία πώλησης και επαναγοράς (sell – buy back) τίτλων, ίσης αξίας με το ύψος του ποσού που θα επενδυθεί.

Οι δεδουλευμένοι τόκοι των τίτλων που θα χρησιμοποιούνται για τη συμφωνία repos θα εισπράττονται από τον αρχικό κάτοχο, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο.

Πρόκειται για μία μέθοδο διαχείρισης ρευστότητας με ξεκάθαρα δημοσιονομικά πλεονεκτήματα:

1ον. Το κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο είναι πολύ χαμηλό.

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα επιτόκια αγοράς για προτεινόμενο διάστημα 15 ημερών, κυμαίνονται στα επίπεδα του 1,70%-1,75%.

2ον. Δεν επιβαρύνονται ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των εν λόγω συμφωνιών εντάσσονται στο πλαίσιο του ενδοκυβερνητικού χρέους. 

Ειδικότερα, οι τόκοι που προκύπτουν από τις εν λόγω συμφωνίες και θα καταβληθούν από το Ελληνικό Δημόσιο αποτελούν δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν και ισόποσο έσοδο των αντισυμβαλλομένων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.

Να τονισθεί επίσης ότι τα Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και οι συμβάσεις Repos καλύπτουν δύο διαφορετικές ανάγκες.

Τα Έντοκα Γραμμάτια εκδίδονται επί τη βάσει του εγκεκριμένου  δανειακού προγράμματος για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου όπως αυτές προκύπτουν από την απρόσκοπτη εκτέλεση του προγράμματος, ενώ το νέο προϊόν εντάσσεται στη βραχυπρόθεσμη διαχείριση ρευστότητας.

Αλλά και δημοσιονομικά, σε σχέση με εναλλακτικό δανεισμό μέσω έκδοσης επιπλέον ποσού Εντόκων Γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου, για παράδειγμα 100 εκατ. ευρώ τρίμηνης διάρκειας με επιτόκιο 3,6%, ο οποίος δε θα εντασσόταν στο ενδοκυβερνητικό χρέος, από την σύναψη repos ίσης διάρκειας προκύπτει πραγματικό όφελος για το Ελληνικό Δημόσιο ύψους 900.000 ευρώ.

Αντίστοιχα για ποσό 3 δισ. ευρώ μέσω repos, το πραγματικό όφελος σε σχέση με τον προαναφερόμενο δανεισμό από την «αγορά» με Έντοκα Γραμμάτια θα ανέλθει σε περίπου 27 εκατ. ευρώ.

Επίσης, στο πλαίσιο διαχείρισης των υφιστάμενων νέων εκδόσεων, θα επιδιωχθεί, μέσω ανταλλαγών, η παροχή ρευστότητας σε επιλεγμένα «σημεία» της καμπύλης αποδόσεων με στόχο τη διαμόρφωση εκδόσεων αναφοράς.

Με τον τρόπο αυτό αναμένεται η καμπύλη αποδόσεων των Ελληνικών κρατικών χρεογράφων να αντικατοπτρίζει καλύτερα τον κίνδυνο ρευστότητας με πτώση των αποδόσεων, τόσο στο μακρινό αλλά ιδιαιτέρως στο μεσοπρόθεσμο τμήμα της.

Παράλληλα, σχεδιάζονται και μία σειρά από άλλες κινήσεις διαχείρισης του χαρτοφυλακίου των υφιστάμενων εκδόσεων για τη δημιουργία «ρευστότητας» και την περαιτέρω πτώση του κόστους δανεισμού.

Με στόχο, όπως είπαμε, τη σταδιακή επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίου.

Η σταδιακή επιστροφή στις αγορές με έκδοση τίτλων μεσοπρόθεσμης διάρκειας (π.χ. 5ετών) και με επαρκή «ρευστότητα» θα συμβάλλει συνολικά στην πτώση των αποδόσεων των κρατικών χρεογράφων, των Ελληνικών τίτλων και των τίτλων στη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις πλέον να μπορούν δανείζονται με εύλογο κόστος.

Ο στόχος της αμοιβαιοποίησης του χρέους, πράγματι συζητείται εκτεταμένα στα ευρωπαϊκά όργανα.

Η επίτευξή του όμως, παραμένει πολιτικά δύσκολη.

Και αυτό γιατί, επί του παρόντος, δεν υπάρχει το απαραίτητο θεσμικό υπόβαθρο, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση κτίστηκε στις αρχές που κατοχύρωναν την οικονομική ανεξαρτησία των κρατών-μελών.

Ρεαλιστικά όμως, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος, επιβάλλει σύγκλιση επιτοκίων.

Με την κρίση χρέους, την επέκταση ωρίμανσης του χρέους και την ανάληψη μέρους αυτών από τα κράτη-μέλη, ο αναχρηματοδοτικός κίνδυνος που ανακύπτει, εκτιμάται ότι θα αντιμετωπισθεί από κάποιου είδους ανάληψη του αναχρηματοδοτικού κινδύνου ή μέρους αυτού από κοινούς θεσμούς.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Τόσο η διαχείριση του δημοσίου χρέους, όσο και η ενίσχυση και διασφάλιση της βιωσιμότητας αυτού συνιστούν κρίσιμα στοιχεία όχι μόνο για την έξοδο της χώρας από την κρίση, αλλά και για τη μεταγενέστερη πορεία της.

Απαιτείται σύνεση, ρεαλισμός, διορατικότητα και υπευθυνότητα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, συνεχίζουμε.

Υλοποιώντας την προσφορότερη τακτική και ακολουθώντας συγκεκριμένη στρατηγική.

Αναζητούμε τις βέλτιστες, εφικτές λύσεις, σεβόμενοι τις τεράστιες θυσίες της Ελληνικής κοινωνίας.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube