Ομιλία Αναπλ. Υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση της επικαιροποίησης του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Η σύνταξη του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος καθιερώθηκε από το 2010, στοχεύοντας στην απεικόνιση της δημοσιονομικής στρατηγικής της Γενικής Κυβέρνησης ως ένα ενιαίο σύνολο σε πολυετή χρονικό ορίζοντα.

Συγκεκριμένα, σε αυτό παρουσιάζονται τα δημοσιονομικά όρια και οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί και περιγράφονται οι βασικές πολιτικές κατευθύνσεις και οι προτεραιότητες της Κυβέρνησης. Καθορίζονται συγκεκριμένοι στόχοι, χρονοδιαγράμματα, δείκτες υλοποίησης στην προσπάθεια ελέγχου των δαπανών και σταδιακής μείωσης του ελλείμματος με την υιοθέτηση ανώτατων ορίων δαπανών σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.

Σήμερα συζητούμε την έγκριση της επικαιροποίησης αυτού του Μεσοπρόθεσμου για μία συγκεκριμένη περίοδο, για την περίοδο 2013-2016, με την εισαγωγή ανώτατων ορίων δαπανών για τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης για μια τριετή χρονική περίοδο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή εκτέλεση του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου, σύμφωνα με τη σύνταξή του.

Πρόκειται για μία επικαιροποίηση που είναι προαπαιτούμενο, όπως έχω πει και στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της συνέχισης του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής για την απόδοση δόσεως ύψους 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Ειδικότερα, με την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία επικαιροποιούνται τα ανώτατα όρια δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης, δηλαδή των Υπουργείων, των περιφερειακών υπηρεσιών, των αποκεντρωμένων διοικήσεων, καθώς και των ΔΕΚΟ –που έχουν ταξινομηθεί εντός της Γενικής Κυβέρνησης– των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, των Νομικών Προσώπων.

Αυτά τα όρια για τα δύο πρώτα χρόνια είναι δεσμευτικά.

Εντός, βεβαίως, αυτών των ανωτάτων ορίων κάθε υποτομέα παρέχεται ευελιξία για το σχεδιασμό των προϋπολογισμών των ετών αυτών, με την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι που έχουν τεθεί, ενώ ο στόχος για το τελευταίο έτος, για το τρίτο έτος αυτής της περιόδου, μπορεί να επικαιροποιείται.

Η επικαιροποίηση γίνεται κάτω από τις ίδιες ακριβώς μακροοικονομικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου του προηγούμενου Οκτωβρίου και ορθώς, όπως επιβεβαιώνεται από τη δημοσιοποίηση των προσωρινών στοιχείων και εκτιμήσεων για την ύφεση φέτος και για την ύφεση πέρυσι, σύμφωνα με την οποία η ύφεση διαμορφώθηκε στο 6,45% το 2012, πολύ κοντά στις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου που ήταν για 6,5%, χειρότερα από τις εκτιμήσεις των εταίρων που ήταν για 6%.

Επίσης, η επικαιροποίηση έγινε χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2012.

Και αυτό έγινε διότι μέχρι σήμερα δεν είναι διαθέσιμα τα τελικά δημοσιονομικά στοιχεία.

Ωστόσο, από τη στιγμή που το δημοσιονομικό αποτέλεσμα –το περσινό, του 2012– διαφαίνεται, εκτιμάται ότι θα είναι καλύτερο από τις αρχικές προβλέψεις, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει θετική επίπτωση όχι μόνο φέτος, αλλά σε όλη την περίοδο μέχρι το 2016.

Επίσης, είναι αυτονόητο ότι δεν αμφισβητείται ο στόχος του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ το 2016, όπως συμφωνήθηκε με τους εταίρους και ενσωματώνεται στο Μεσοπρόθεσμο που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Τέλος, οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, αναφορικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης, δεν περιλαμβάνουν τις επιπτώσεις από την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, της οποίας η καταγραφή, η αποτίμηση και η αποτύπωση από τις αρμόδιες στατιστικές αρχές είναι σε εξέλιξη.

Έτσι, για την υπό συζήτηση επικαιροποίηση λήφθηκαν υπόψη τρία πράγματα.

Πρώτον, η επανεκτίμηση της απόδοσης κάποιων συγκεκριμένων μέτρων του Μεσοπρόθεσμου, καθώς και κάποιες προσαρμογές ηπιότερες τελικά ως προς τα μέτρα που πρόσφατα ψηφίστηκαν από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Γι’ αυτό και αθροιστικά τα μέτρα είναι 13,5 δισ. ευρώ από 14,2 δισ. ευρώ που είχαμε ψηφίσει τον περασμένο Οκτώβριο.

Δεύτερο στοιχείο είναι ο επαναϋπολογισμός των δαπανών για τόκους μετά την επαναγορά ομολόγων και τις αποφάσεις του Eurogroup για τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού, την επέκταση της λήξης των δανείων, την απόδοση στη χώρα μας των κερδών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Έτσι, οι τόκοι ενδεικτικά εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν περίπου στα 7,5 δισ. ευρώ το 2016 από πρόβλεψη 12,5 δισ. ευρώ ευρώ πριν από πέντε μήνες, δηλαδή μιλάμε για 5 δισ. ευρώ λιγότερους τόκους.

Τρίτο στοιχείο είναι ο επαναϋπολογισμός του ύψους του δημοσίου χρέους μετά την επαναγορά ομολόγων ποσού περίπου 32 δισ. ευρώ.

Έτσι, ενδεικτικά και πάλι, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 174% του ΑΕΠ από 189% του ΑΕΠ, όπου ήταν οι εκτιμήσεις πριν από τέσσερις μήνες και στο 164% του ΑΕΠ το 2016 από 185% του ΑΕΠ που εκτιμούσαν πριν λίγους μήνες.

Σε τέσσερις μήνες δηλαδή οι εκτιμήσεις είναι χαμηλότερες κατά 15 και 21 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα.

Είπαμε ότι τα ανώτατα όρια δαπανών είναι δεσμευτικά για το 2013 και το 2014.

Ωστόσο, σε περίπτωση επίτευξης καλύτερου πρωτογενούς αποτελέσματος σε σχέση με το στόχο, εφόσον εκτιμάται ότι θα είναι διατηρήσιμο, θα το αναπροσαρμόσουμε, δίνοντας έμφαση –όπως έχουμε δεσμευτεί– στην ενίσχυση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και την υποστήριξη της ανάκαμψης της οικονομίας σε ποσοστό 70%.

Σε αυτή τη περίπτωση θα χρησιμοποιήσουμε ποσοστό 30% του καλύτερου από το αναμενόμενο αποτέλεσμα για να καταστήσουμε πιο φιλόδοξους τους ενδιάμεσους στόχους για το έλλειμμα.

Έτσι, θα επιτύχουμε νωρίτερα το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και θα επιταχύνουμε την πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους.

Πρόκειται συνεπώς για μια διαδικασία επικαιροποίησης του Μεσοπρόθεσμου προς την κατεύθυνση διασφάλισης της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί και έχουν συμφωνηθεί μέχρι το 2016, με απώτερο στόχο την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος 4,5% του ΑΕΠ το 2016.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Είναι προφανές ότι είναι αδύνατη η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση και η αποκατάσταση της εθνικής και διεθνούς αξιοπιστίας της χωρίς την επίτευξη δημοσιονομικών συνθηκών ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης μέσω της συνεπούς εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου.

Κατά τα προηγούμενα χρόνια δυστυχώς, οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των διαθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή και η χαμηλότερη αποδοτικότητα ορισμένων μέτρων οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς.

Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, δημιούργησαν μεγάλη απόκλιση ακόμα και από τους χαμηλότερους μετά την επιμήκυνση στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος.

Για να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις κρίθηκε απαραίτητο να συνεχιστεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή, ειδικά σήμερα που η χώρα βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.

Με την πολιτική αυτή αναμένεται ότι παρά την αρχική, πράγματι, αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη το 2013, θα υπάρξει πιο γρήγορος βηματισμός για τη δημιουργία των προϋποθέσεων βιώσιμης και ισχυρής ανάπτυξης την υπόλοιπη περίοδο.

Από το σύνολο των μέτρων, το σύνολο των δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την περίοδο 2013-2014, το 73% αφορούν μέτρα στο σκέλος των δαπανών και το 27% στο κομμάτι των εσόδων, επιταχύνοντας και ταυτόχρονα, επιτυγχάνοντας την ενδεδειγμένη κατανομή της δημοσιονομικής προσαρμογής, που είναι δύο τρίτα από το σκέλος των δαπανών και ένα τρίτο από το σκέλος των εσόδων, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της προσαρμογής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση πιστεύει, μετά και τις θετικές ενδείξεις για τη δημοσιονομική επίδοση του 2012, ότι η εξέλιξη της εφαρμογής του προγράμματος οικονομικής πολιτικής αυτά τα δύο χρόνια, με την έμφαση που θα δοθεί –και πρέπει να δοθεί– σε διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις και ευρύτερες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, θα καλύψει την όποια μικρή δημοσιονομική διόρθωση ενδέχεται να προκύψει τα επόμενα χρόνια, το 2015 και το 2016, σύμφωνα με το βασικό σενάριο του Μεσοπροθέσμου του προηγούμενου Οκτωβρίου.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο συνιστά συστατικό της στρατηγικής της Κυβέρνησης, στρατηγικής με άξονα τη σύζευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και της επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας, ώστε η χώρα να ξεφύγει από τα φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της ύφεσης.

Είναι στρατηγική οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόζεται από τα τέλη του 2012 και έχει δύο κατευθύνσεις.

Η πρώτη κατεύθυνση είναι η εδραίωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας, στοχεύοντας στη δραστική καταπολέμηση της σπατάλης, στον εξορθολογισμό της δημόσιας δαπάνης, στη συρρίκνωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων.

Ειδικότερα, εφαρμόζονται μέτρα και πολιτικές που εστιάζονται στον περιορισμό του εύρους και της παρεμβατικότητας του δημόσιου τομέα και στη βελτίωση της αποτελεσματικής λειτουργίας τους, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των σχετικών δαπανών.

Βασική επιδίωξη του Μεσοπρόθεσμου είναι να εισέλθει η χώρα σε μία μακρά περίοδο πρωτογενών πλεονασμάτων.

Το πρώτο βήμα γίνεται φέτος και προβλέπεται θετικό πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, οριακά καλύτερο από αυτό που προβλεπόταν τον περασμένο Οκτώβριο και συνεχίζεται τα επόμενα χρόνια.

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η αποτελεσματική υλοποίηση ενός μεγάλου εύρους πολιτικών και μέτρων για την τόνωση της οικονομίας ως προς την ανάπτυξη, την ανεργία, τη ρευστότητα, τη μείωση του ελλείμματος.

Σε αυτό το πλαίσιο οι βασικές προτεραιότητες είναι δύο.

Η πρώτη είναι ο εμπλουτισμός της οικονομικής πολιτικής με δράσεις που στοχεύουν στην άμεση επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως είναι η επιτάχυνση της απορρόφησης των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ –και έγινε ειδικά Υπουργικό Συμβούλιο για αυτό το λόγο– η εκμετάλλευση των σημαντικών διευκολύνσεων για την υλοποίηση του επόμενου ΕΣΠΑ, της περιόδου 2014-2020, η αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το καθολικό ξεπάγωμα –υπήρξαν σήμερα σχετικές ανακοινώσεις– των μεγάλων δημόσιων έργων και ειδικότερα, των οδικών αξόνων, η ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές.

Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η υλοποίηση μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, η μείωση των εμποδίων στην προσέλκυση επενδύσεων, η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, η αναπτυξιακή και διαφανής αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας -με τη διαμόρφωση απλών και σταθερών κανόνων, τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και τη μείωση του μη μισθολογικού και γραφειοκρατικού κόστους- η στοχευμένη διόρθωση του επενδυτικού νόμου, ώστε να καταστεί καλύτερη η εφαρμογή του, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επιπτώσεις της ύφεσης στην αγορά, η επένδυση στις νέες πηγές ανάπτυξης, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, με την τόνωση της εξωστρέφειας και την ανάδειξη των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας.

Πρόκειται, συνεπώς, για μια στρατηγική οικονομικής πολιτικής που επιδιώκει, αφ’ ενός, τη βιώσιμη και μόνιμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και αφ’ ετέρου, την επιστροφή της οικονομίας και της κοινωνίας στον ενάρετο κύκλο της ευημερίας για όλους.

Θα ήθελα να κάνω και ορισμένες παρατηρήσεις, επειδή επανήλθε σήμερα η κουβέντα για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.

Το 2010 –και είναι καταγεγραμμένο αυτό– ως Νέα Δημοκρατία είχαμε εκφράσει προς τους εταίρους και δανειστές μας τις επιφυλάξεις και τη διαφωνία μας, σε σχέση με το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών.

Κατά την εφαρμογή του Προγράμματος, οι αποκλίσεις σε σχέση με τις προβλέψεις τόσο για την ύφεση, όσο και για την ανεργία, είναι μεγαλύτερες.

Οι θέσεις μας, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν.

Όμως, είναι γεγονός ότι αναλάβαμε ως κυβέρνηση ένα δεδομένο και ασφυκτικό οικονομικό πρόγραμμα σε εξέλιξη.

Από την αρχή λειτουργήσαμε υπό την πίεση του παγώματος των χρηματοδοτικών ροών για μεγάλο χρονικό διάστημα –πάνω από έξι μήνες– των δόσεων, δηλαδή, που είχε επιτακτική ανάγκη η χώρα.

Επιδιώξαμε βελτιώσεις.

Κάποιες καρποφόρησαν, κάποιες άλλες όχι.

Σήμερα, τώρα, το ζήτημα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών αναγνωρίζεται και από τους εταίρους και δανειστές μας, έστω και περιθωριακά.

Για παράδειγμα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση που δημοσιοποίησε πριν από ορισμένες ημέρες για την Ελλάδα αναθεωρεί τους πολλαπλασιαστές για τη χώρα γύρω στη μονάδα, ενώ επίσης είναι γεγονός ότι πέρα από τις λεκτικές παλινδρομήσεις, συναινούν σε κάποιες αλλαγές κατά την εφαρμογή του Προγράμματος.

Συγκεκριμένα, πρώτον, οι στόχοι του Προγράμματος προσαρμόζονται στις επιπτώσεις της ύφεσης.

Όταν οι αποκλίσεις στην επίτευξη των στόχων οφείλονται στη βαθύτερη ύφεση, εκ του Προγράμματος και όχι από κυβερνητική αβελτηρία ή ολιγωρία, αναπροσαρμόζονται οι στόχοι του ελλείμματος.

Αυτό έγινε το 2012.

Οι εταίροι και δανειστές έκαναν δεκτό το πρωτογενές έλλειμμα λόγω βαθύτερης ύφεσης και όχι λόγω της παρούσας Κυβέρνησης.

Θα διαμορφωθεί περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ, ενώ προβλεπόταν ότι θα κλείσει στο 1% του ΑΕΠ.

Αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι, χωρίς τη λήψη νέων πρόσθετων μέτρων.

Συνεπώς, ελήφθη υπ’ όψιν η ύφεση.

Δεύτερον, το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής επιμηκύνθηκε κατά δύο χρόνια, μέχρι το 2016.

Ελήφθη υπ’ όψιν, συνεπώς, η ύφεση.

Τρίτον, το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής αναπροσαρμόστηκε δύο φορές, το Μάρτιο και το Δεκέμβριο του 2012.

Ελήφθη και πάλι υπ’ όψιν η βαθύτερη από την προβλεφθείσα ύφεση.

Προχώρησε η αναδιάρθρωση και μείωση του δημοσίου χρέους, με επιπλέον χρηματοδότηση, με μείωση του επιτοκίου, με αναβολή της αποπληρωμής των δόσεων, με διαδικασία επαναγοράς ομολόγων, με επιστροφή κερδών από κεντρικές τράπεζες, ενώ υπάρχει και συγκεκριμένη αναφορά στις αποφάσεις του Eurogroup για περαιτέρω προσαρμογή του επιπέδου του δημοσίου χρέους, ώστε να παραμείνει βιώσιμο, σε σχέση πάντα με την πορεία εφαρμογής του Προγράμματος.

Τέταρτον, προσετέθη ρήτρα θετικής απόκλισης για την εκτέλεση του Προγράμματος, για την οποία και μίλησα.

Συνεπώς, επί του πραγματικού πεδίου έχουν γίνει συγκεκριμένα βήματα προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης του διαφορετικού επιπέδου ή και αναθεώρησης των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών.

Προς την κατεύθυνση υλοποίησης των στόχων του Προγράμματος συνεχίζουμε την προσπάθεια με μεθοδικότητα και συνέπεια, με ρεαλισμό, υπεύθυνα, σταθερά, σοβαρά.

Διαπραγματευόμαστε –και το έχουμε δείξει τους τελευταίους έξι μήνες– με πράξεις και όχι με λεκτικούς ακροβατισμούς και λεονταρισμούς, μακριά από συγκρούσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία της χώρας που με δυσκολία πρόσφατα ανακτήσαμε, αλλά και τις κατεκτημένες ισορροπίες.

Όμως, τα οικονομικά προγράμματα δεν πρέπει να είναι άκαμπτα, ειδικά όταν η χώρα υλοποιεί τις δεσμεύσεις της.

Οφείλουν να ενσωματώνουν τις παραμέτρους του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, με το οποίο άλλωστε βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση.

Πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε χρέος να προσπαθούμε διαρκώς για το καλύτερο και για τη χώρα και για τους πολίτες.

Πιστεύω ότι πρέπει διαρκώς να διεκδικούμε βελτιστοποίηση των λύσεων, υλοποιώντας τους στόχους του Προγράμματος στο πραγματικά ασφυκτικό, δυσάρεστο και επώδυνο για όλους τους Έλληνες πλαίσιο.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube