Κύριε Συνάδελφε,
Με την επίκαιρη ερώτησή σας θίγεται ένα θέμα που απασχολεί πολλούς συμπατριώτες μας, εργαζόμενους και ασφαλισμένους, και αποτελεί ένα νέο δυσάρεστο συμβάν στην εγχώρια αγορά ιδιωτικής ασφάλισης.
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα και οι απαντήσεις πρέπει να είναι ευκρινείς. Το πρώτο ερώτημα είναι ποιος εποπτεύει και το δεύτερο εάν, όπως είπατε, ήταν ή όχι αιφνιδιαστική απόφαση.
Συγκεκριμένα, με το ν. 3867/2010 η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων αναλήφθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, υποκαθιστώντας την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης που ήταν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του Υπουργείου Οικονομικών.
Η εποπτεία, συνεπώς, πλέον ασκείται από την ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα της χώρας και όχι από τις δομές ή εποπτευόμενους φορείς του Υπουργείου Οικονομικών.
Και ειδικότερα, η εποπτεία ασκείται από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία καλύπτει τις επιτακτικές ανάγκες αναδιάρθρωσης της εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση και προσαρμογή με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος αποφάσισε στις 8 Φεβρουαρίου 2013 την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας «EVIMA Group», θέτοντάς την σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Νομοθετικού Διατάγματος 400/1970.
Άρα, στο πρώτο ερώτημα, δηλαδή στο ποιος εποπτεύει, απαντούμε ότι αυτή είναι η Τράπεζα της Ελλάδας.
Στο δεύτερο ερώτημα για το αν ήταν αιφνιδιαστική η απόφαση ή όχι, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουμε από την Τράπεζα της Ελλάδας, η απόφαση αυτή της εποπτικής αρχής αποδίδεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη εταιρία δεν ήταν σε θέση να διατηρεί επαρκές περιθώριο φερεγγυότητας.
Δηλαδή, δεν διατηρούσε τα εποπτικά κεφάλαια, τα οποία, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων τόσο των ασφαλισμένων και όσο κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος.
Επιπρόσθετα, δεν είχε σχηματίσει επαρκή τεχνικά αποθέματα και παρουσίαζε έλλειμμα στην ασφαλιστική τοποθέτηση.
Η εν λόγω εταιρεία, ωστόσο, παρουσίαζε έλλειμμα στο περιθώριο φερεγγυότητάς της και σε προηγούμενες χρήσεις σύμφωνα με τους ελέγχους των οικονομικών της στοιχείων από την αρμόδια εποπτική αρχή.
Για το λόγο αυτό υποχρεώθηκε από την εποπτική αρχή να προβεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά το έτος 2010 και σε νέα αύξηση κατά το 2011.
Όσον αφορά το 2012, πρέπει να σημειωθεί ότι με το υπ΄αριθμ.1631/22-10-2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος προς την εν λόγω εταιρεία επισημάνθηκαν οι διαπιστώσεις της περί ελλείψεων σε εποπτικά κεφάλαια και υπερμέτρου αναλήψεως κινδύνου στον κλάδο «αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα».
Στη συνέχεια, με το υπ΄ αριθ. 1752/14-11-2012 συμπληρωματικό έγγραφο της αρμόδιας Διεύθυνσης επισημάνθηκε στην εταιρεία η εκτίμηση ότι δεν θα επιβεβαιωθούν οι θέσεις της ως προς την πρόβλεψη του κόστους ζημιών του κλάδου «αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα», με συνέπεια να μην είναι σε θέση η εταιρεία να πληροί την υποχρέωση σχηματισμού και διατήρησης επαρκών τεχνικών αποθεμάτων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι και η ίδια η εταιρεία αναγνώρισε με τον από 22-11-2012 εποπτικό ισολογισμό της και με ημερομηνία αναφοράς την 30-09-2012 ότι τα εποπτικά της κεφάλαια ήταν ήδη αρνητικά.
Έτσι, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 110/18-01-2012 έκθεση ελέγχου της Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, με βάση τον εποπτικό ισολογισμό που προανέφερα, προέκυψε ότι η εταιρεία παρουσίαζε έλλειμμα στο Διαθέσιμο Περιθώριο Φερεγγυότητας, δηλαδή στα εποπτικά της κεφάλαια, ύψους 34 εκατ. ευρώ.
Δευτερολογία
Κύριε Συνάδελφε,
Κατανοώ τους προβληματισμούς σας.
Ο εντοπισμός μιας αποτυχίας στην αγορά αποτελεί αναμφίβολα μια δυσάρεστη εξέλιξη, ιδιαίτερα, όταν αυτή η αποτυχία σχετίζεται με δεκάδες εργαζομένους, αλλά και εκατοντάδες ασφαλισμένους συμπολίτες μας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, της πιστής τήρησης του εποπτικού πλαισίου, και επειδή το θίγεται στη ερώτησή σας, η αρμόδια Διεύθυνση της Τράπεζας της Ελλάδος δεσμεύεται απολύτως, σύμφωνα με το άρθρο 115 του Νομοθετικού Διατάγματος 400/1970, να τηρεί απόρρητα τα εποπτικά στοιχεία και δεδομένα των εταιρειών που εποπτεύει.
Διότι εδώ υπάρχει και μια άλλη παρενέργεια. Πέραν των όποιων νομικών ζητημάτων, ενδεχόμενη δημοσιοποίηση εποπτικών στοιχείων για την επιχείρηση τη στιγμή που βρίσκεται σε λειτουργία μπορεί να προκαλούσε αναταραχή στην αγορά και σοβαρό πλήγμα στη φήμη της εταιρείας εάν τα στοιχεία αυτά ήταν αρνητικά.
Θα προέκυπταν, δηλαδή, σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε βάρος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ίδιας της χώρας.
Κύριε Συνάδελφε,
Σήμερα, λοιπόν, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενεργοποιήσει όλες τις προβλεπόμενες από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο διαδικασίες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος.
Διορίστηκε επόπτης ασφαλιστικής εκκαθάρισης για την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών.
Στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αυτοκινήτου ισχύουν για 30 ημέρες από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της εταιρείας, ενώ οι ιδιοκτήτες οχημάτων οφείλουν να ασφαλιστούν σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία.
Σε περίπτωση ατυχήματος εντός αυτών των 30 ημερών ο παθών θα αποζημιωθεί από το «Επικουρικό Κεφάλαιο Αστικής Ευθύνης εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων».
Επίσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 6 του Νομοθετικού Διατάγματος 400/1970, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης, τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται στους δικαιούχους στο πλαίσιο πάντα της διαδικασίας εκκαθάρισης.
Κύριε Συνάδελφε,
Κάθε φορά που διαπιστώνεται και εμφανίζεται μία αποτυχία στην οικονομία ή σε μία αγορά αποτελεί το έναυσμα για την Πολιτεία να διερευνήσει τις όποιες ενδεχόμενες παραλείψεις.
Να διορθώσει, να προλάβει και να δράσει ακόμα πιο προληπτικά.
Με αυτή τη λογική προσεγγίζουμε και την αγορά ιδιωτικής ασφάλισης, διαμορφώνοντας συνθήκες τόσο για την ανάπτυξη της αγοράς όσο, όμως, και για τη διασφάλιση των καταναλωτών και ασφαλισμένων.