Ομιλία στην Επιτροπή για το Σχέδιο Νόμου “Ρυθμίσεις για την Επανεκκίνηση της Οικονομίας”

E170BCAF0010287DBA2D6ACAD8606BE4Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Το Σχέδιο Νόμου, το οποίο συζητάμε, φέρει το βαρύγδουπο τίτλο «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας».

Αλήθεια, σε ποια επανεκκίνηση αναφέρεται η Κυβέρνηση;

Το τελευταίο δίμηνο, η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας και των συνεχών και συνεχιζόμενων Κυβερνητικών παλινωδιών και αντιφάσεων, έχει επιδεινωθεί.

  • Η αξιοπιστία της χώρας έχει επιστρέψει στο χαμηλότερο σημείο.
  • Ιδιώτες εγκαταλείπουν επενδυτικές πρωτοβουλίες.
  • Η ανάκαμψη, που ετετεύχθη το 2014, για 1η φορά μετά από 6 χρόνια, κινδυνεύει.
  • Οι καταθέσεις έχουν συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 26 δισ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο και τα «κόκκινα δάνεια» έχουν αυξηθεί.
  • Το κόστος δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων συνεχώς επιβαρύνεται.
  • Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμίζεται ξανά.
  • Η απόσταση από την επιστροφή μας στις αγορές διευρύνεται.
  • Το κόστος του προγράμματος χρηματοδότησης μεγαλώνει.
  • Οι πηγές άντλησης πόρων «στερεύουν».
  • Το κράτος έχει κηρύξει μερική εσωτερική στάση πληρωμών.
  • Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα αυξάνουν και πάλι.
  • Τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων παρουσιάζουν σημαντική και διευρυνόμενη υστέρηση από τους στόχους.

Ιδιαίτερα μετά τις προεκλογικές και μετεκλογικές υποσχέσεις της Κυβέρνησης για νέα ρύθμιση οφειλών.

Αλλά και της προτροπής των Κομμάτων που στηρίζουν την Κυβέρνηση, πριν τις εκλογές, προς τους πολίτες να μην είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, καλλιεργώντας έτσι κουλτούρα μη συμμόρφωσής τους.

Βέβαια, σήμερα, τα ίδια πρόσωπα, από θιασώτες της ανυπακοής ξαφνικά έχουν μετατραπεί σε πρωτοστάτες του «πατριωτισμού».

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Όλα αυτά έχουν συνθέσει ένα ιδιαίτερα βαρύ περιβάλλον, με κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, για τη διαμόρφωση του οποίου φέρει τεράστια ευθύνη η σημερινή Κυβέρνηση, κατατίθεται το παρόν Σχέδιο Νόμου.

Σχέδιο Νόμου που δεν επιδοκιμάζει, δυστυχώς, έμπρακτα τους μέχρι σήμερα συνεπείς φορολογούμενους, και που προσθέτει έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα θέσπισης φορολογικών αμνηστεύσεων.

Αυτό πρέπει να σταματήσει.

Προσβάλλει του συνεπείς φορολογούμενους και υπονομεύει τα δημόσια έσοδα.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, το Σχέδιο Νόμου:

1ον. Κινείται στο υφιστάμενο πλαίσιο ρύθμισης φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που είχε θέσει η προηγούμενη Κυβέρνηση με το Ν. 4305/2014.

Ρύθμιση που στους 2 πρώτους μήνες εφαρμογής της, παρά την καταψήφιση και υπονόμευσή της από την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση, επέφερε τα προσδοκώμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα.

2ον. Απέχει αισθητά από τις προεκλογικές υποσχέσεις και μετεκλογικές δεσμεύσεις της Κυβέρνησης.

Ενδεικτικά, δεν υπάρχει διαγραφή κεφαλαίου οφειλής, ενώ εγκαταλείπεται η υπόσχεση για παραπομπή κάθε υπόθεσης χρέους σε Επιτροπή που θα έκρινε ανάλογα με τα εισοδήματα κάθε φορολογούμενου.

Αντίθετα, η Κυβέρνηση προσχωρεί στην άποψή μας για ηλεκτρονική αίτηση και επεξεργασία της, αντιλαμβανόμενη ότι η προηγούμενη θέση της θα οδηγούσε τους πολίτες σε μεγάλες καθυστερήσεις, ταλαιπωρίες και αβεβαιότητα.

3ον. Περικλείει οριακές διαφορές και δεν επιφέρει ουσιαστικό δημοσιονομικό όφελος σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Στόχος είναι να καλυφθούν οι άμεσες και πιεστικές ταμειακές ανάγκες του Κράτους.

Η Έκθεση του ΓΛΚ το επιβεβαιώνει.

Ενδεικτικά και μόνο, τα προσδοκώμενα έσοδα για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανέρχονται σε 2 δισ. ευρώ, σε διάστημα 8 ετών.

Περίπου όσα και η προηγούμενη ρύθμιση.

Ενώ, φυσικά, εκτός των άλλων, προκαλείται και μείωση βεβαιωμένων εσόδων, λόγω διαγραφής προσαυξήσεων σε ήδη βεβαιωμένες και καθυστερούμενες οφειλές.

4ον. Αδικεί όσους συμμορφώνονται και ενδεχομένως δανείζονται από τράπεζες με μεγαλύτερα επιτόκια για την εξόφληση των υποχρεώσεών τους.

Τονίζω ότι ακόμη και το Δημόσιο, δηλαδή όλοι μας, δανείζεται με υψηλότερο επιτόκιο από αυτό με το οποίο «δανείζει» τους οφειλέτες του.

5ον. Αυξάνει την αβεβαιότητα για τα μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου.

Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ με το Ν. 4305/2014 ο οφειλέτης μπορούσε κατά τη διάρκεια της ρύθμισης να εξοφλήσει νωρίτερα με ανάλογες εκπτώσεις, με το νέο πρόγραμμα μπορεί να αυξήσει τις αρχικώς επιλεγείσες δόσεις.

6ον. Ευνοεί εξόφθαλμα τους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου.

Η κατάργηση του ανώτατου ορίου του 1 εκατ. ευρώ για την υπαγωγή στη ρύθμιση, δεν εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη συμβολή τους στα δημόσια έσοδα.

7ον. Υπονομεύει την αυτονομία της ΓΓΔΕ.

Η μεταβίβαση της αρμοδιότητας για τη χορήγηση της ρύθμισης, στον Υπουργό Οικονομικών αντί του Γενικού Γραμματέα, συνιστά πολιτική ανάμειξη στην είσπραξη των εσόδων και είναι σε ευθεία αντίθεση με την κείμενη νομοθεσία και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.

Άλλο φορολογική πολιτική και άλλο φορολογική διοίκηση.

8ον. Επιβάλλει «χαράτσι», με τη μορφή «προληπτικού φόρου» 26%, στις επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με ορισμένες χώρες (π.χ. Κύπρο, Βουλγαρία, Ιρλανδία), ο οποίος δύναται να επιστραφεί μετά από 12 μήνες το ταχύτερο.

Πέρα από την χρηματοδοτική ασφυξία που προκαλεί στις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες δραματικής έλλειψης ρευστότητας, η προτεινόμενη ρύθμιση ενδέχεται να είναι αντίθετη και με το Σύνταγμα,  την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, αλλά και πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ (2190 και 2191/2014).

9ον. Λύει και θέτει σε εκκαθάριση, κακώς, την εταιρεία «Παράκτιο Μέτωπο ΑΕ».

Ενώ αφήνει ανοικτό τη ζήτημα της διαχείρισης των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, αφού αναφέρεται, ως εκδήλωση πρόθεσης, σε φορέα που θα δημιουργηθεί.

Ενώ επισημαίνει ότι τα έσοδα που θα προκύπτουν «θα αξιοποιούνται, κυρίως (με όση ασάφεια αυτό μπορεί να έχει), για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής του Κράτους και τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης».

Ορισμένες επισημάνσεις:

1ον. Και σήμερα, τα έσοδα από το «Παράκτιο Μέτωπο» και την ΕΤΑΔ καταγράφονται, ταμειακά, στον Προϋπολογισμό και δεν συμβάλλουν άμεσα στη μείωση του χρέους.

2ον. Ο Υπουργός Οικονομικών έχει υποστηρίξει, στις τοποθετήσεις του στο Eurogroup, ότι τα έσοδα από την αξιοποίηση της περιουσίας θα πρέπει να μειώνουν άμεσα το δημόσιο χρέος. Άλλα λέμε έξω, αλλά κάνουμε μέσα;

3ον. Ας δεχθούμε ότι τα έσοδα αυτά, με κάποιον τρόπο, θα αξιοποιούνται για τους σκοπούς του Σχεδίου Νόμου. Και στο οποίο ουδείς, θεωρητικά, θα είχε αντίρρηση.

Τότε, αν αυτά τα ποσά είναι επιπλέον αυτών που ήδη δίνονται για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, θα λείψουν από την άσκηση για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Όσα και αν είναι αυτά τα έσοδα. Ακόμη και αν είναι λιγότερα σε σχέση με τις σημερινές εκτιμήσεις, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση.

Θα απαιτηθούν, συνεπώς, νέα μέτρα για να καλυφθεί το κενό που προκαλείται.

Οπότε, τελικά, το κόστος για την κοινωνία θα είναι μεγαλύτερο.

Αν τα ποσά αυτά υποκαταστήσουν πόρους που ήδη δίνονται για κοινωνική πολιτική, τότε, απλά και μόνο, μιλάμε για επικοινωνική διαχείριση του ζητήματος, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Θα τα δούμε όμως αυτά αναλυτικά όταν περάσουμε από την εκδήλωση προθέσεων στη συγκεκριμένη νομοθέτηση.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube