Ομιλία στην Επιτροπή Ισολογισμού-Απολογισμού σχετικά με την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού και τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Συμμετέχουμε σήμερα στην πρώτη, κατά τους τελευταίους 14 μήνες, συνεδρίαση της Επιτροπής με θέμα την ενημέρωση από πλευράς Κυβέρνησης για την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού.

Επιτέλους!

Και λέω επιτέλους διότι, με βάση τον Κανονισμό της Βουλής, κάθε τρίμηνο ο Υπουργός Οικονομικών οφείλει να ενημερώνει την Επιτροπή για την εκτέλεση του Προϋπολογισμού.

Αυτό, δυστυχώς, επί «αριστερής» διακυβέρνησης, μέχρι σήμερα, δεν είχε γίνει.

Η Επιτροπή ουσιαστικά ήταν ανενεργή.

Και κατέστη ενεργή μετά από συντονισμένες πρωτοβουλίες και σχετικές επιστολές της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Αυτό δείχνει πολλά για την αντίληψη της Αριστεράς για τη διαφάνεια, τον κοινοβουλευτισμό και την υποχρέωση ενημέρωσης του Κοινοβουλίου για κρίσιμα ζητήματα.

Τέλος πάντων, «κάλλιο αργά παρά ποτέ»!

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Η σημερινή συζήτηση, λόγω του ότι λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά, καλύπτει μια μεγάλη χρονική περίοδο και συνιστά, ουσιαστικά, έναν «απολογισμό» των πεπραγμένων της διακυβέρνησης της Αριστεράς.

Δυστυχώς, οι ιδεοληψίες, η αβελτηρία, η «δημιουργική ασάφεια», οι παλινωδίες και η αναποτελεσματικότητα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επέφεραν τεράστιο κόστος στη χώρα και στην οικονομία.

Ενδεικτικά:

1ον. Η Ελληνική οικονομία επέστρεψε στην ύφεση.

Μάλιστα, η προοπτική για το 2016 είναι ακόμη χειρότερη.

Βέβαια, η Κυβέρνηση εκφράζει την ικανοποίησή της για το χαμηλό ρυθμό ύφεσης του 2015.

Ξεχνά όμως, ως συνήθως σκοπίμως, ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι χειρότερος σε σχέση με τις προβλέψεις που η ίδια έκανε στον Προϋπολογισμό.

Όπως επίσης ξεχνά σκοπίμως ότι, το 2014 επιτεύχθηκε θετικός ρυθμός μεταβολής, ότι παρέλαβε οικονομία σε δυναμική μεγέθυνσης και ότι η πρόβλεψη τότε, για το 2015, ήταν για αρκετά υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης, άνω του 2,5%.

2ον. Οι τράπεζες – για μεγάλο διάστημα – έκλεισαν και επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί περιορισμοί, οι οποίοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ.

Τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, εθελοντικά ή υποχρεωτικά, «σκουπίστηκαν» και, φυσικά, δεν έχουν μέχρι σήμερα επιστραφεί.

Η πραγματική οικονομία επιβαρύνθηκε, το οικονομικό κλίμα κατέρρευσε, οι επιχειρηματικές προσδοκίες επιδεινώθηκαν και η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε.

3ον. Η Κυβέρνηση, μέσα από ένα καθοδικό σπιράλ διαρκών αναδιπλώσεων, υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο.

Αποτέλεσμα επώδυνο.

Πιο επώδυνο από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί πριν τη διεξαγωγή του ανερμάτιστου δημοψηφίσματος, και πολύ πιο επώδυνο από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί πριν από ορισμένους μήνες, στις αρχές του 2015.

4ον. Οι τράπεζες χρειάστηκαν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση.

Με κεφαλαιακές ανάγκες που οφείλονται, όπως έδειξαν Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος, στα δεδομένα που διαμορφώθηκαν στην οικονομία το 2015.

Ανακεφαλαιοποίηση η οποία έχει μεγάλο κόστος για τους φορολογούμενους, τους εργαζόμενους, τους μετόχους, παλιούς και νέους, μεγάλους και μικρούς, εγχώριους και αλλοδαπούς.

5ον. Τα δημόσια οικονομικά επέστρεψαν σε οριακές καταστάσεις και «φλερτάρουν» με την αποσταθεροποίηση.

Και αυτό παρά τη λήψη νέων μέτρων λιτότητας, ύψους άνω του 1,5 δισ. ευρώ για το 2015 και των 4 δισ. ευρώ για το 2016.

Με μέτρα που αποτυπώνουν την ιδεοληπτική, αριστερή εμμονή στην αύξηση υφιστάμενων ή στην επιβολή νέων φόρων.

Μέτρα που «στραγγαλίζουν» την πραγματική οικονομία και διαλύουν τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Φυσικά, ο τελικός «λογαριασμός» θα είναι αρκετά υψηλότερος.

Κι αυτό γιατί υπάρχουν μέτρα τα οποία ακόμη είναι αδιευκρίνιστα ή δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί, ενώ προβλέπονται και πρόσθετα μέτρα ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ για την περίοδο 2017-2018.

Εκτιμώ δε ότι θα απαιτηθούν και άλλα, όσο η οικονομία «περιπλανάται βυθιζόμενη».

6ον. Απεδείχθη ότι οι μειωμένοι δημοσιονομικοί στόχοι, από μόνοι τους, δεν εξασφαλίζουν σημαντικό δημοσιονομικό χώρο.

«Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι», λέει η λαϊκή παροιμία.

Ποιά η ωφέλεια των χαμηλότερων στόχων, όταν αυτοί συνοδεύονται από πολλαπλάσια, σε σχέση με το προηγούμενο Μνημόνιο, μέτρα λόγω του ότι η οικονομία έχει επιστρέψει και θα παραμείνει σε ύφεση;

Ενδεικτικά, η απώλεια 13 δισ. ευρώ δυνητικού πλούτου την περίοδο 2015-2016, έχει οδηγήσει σε πρόσθετα μέτρα ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, προκειμένου να επιτευχθεί οριακή δημοσιονομική σταθερότητα.

Αυτό δεν θα το έλεγε κανείς και επιτυχία…

7ον. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχώς διογκώνονται.

Ήδη έχουν αυξηθεί κατά 55% από το τέλος του 2014, ως αποτέλεσμα της «εσωτερικής στάσης πληρωμών».

Υπενθυμίζεται ότι αυτές είχαν μειωθεί κατά 65% ή 6 δισ. ευρώ την περίοδο 2013-2014, ενισχύοντας ουσιαστικά τη ρευστότητα στην οικονομία.

8ον. Τα φορολογικά έσοδα είναι τα χαμηλότερα της τελευταίας δεκαετίας.

Παρά τους πρόσθετους φόρους που επέβαλλε, πέρυσι, η Κυβέρνηση της Αριστεράς.

Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Με αποτέλεσμα, οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές των πολιτών προς το Κράτος να συνεχίζουν, μήνα με τον μήνα, να αυξάνονται και να διαμορφώνονται στα 85 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015, υψηλότερες κατά 13,5 δισ. ευρώ από το τέλος του 2014.

9ον. Δυστυχώς, σήμερα, είμαστε «θεατές» στο ίδιο «έργο» που «παίχτηκε» το 1ο εξάμηνο του 2015.

  • Το όποιο θετικό πρωτογενές αποτέλεσμα οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην «εσωτερική στάση πληρωμών», στα αυξημένα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και στο ενισχυμένο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Όλα αυτά υπερβαίνουν τα 2 δισ. ευρώ σε σχέση με τους στόχους.

  • Οι πρωτογενείς δαπάνες, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και οι επιστροφές φόρων είναι χαμηλότερες από τον στόχο, με αποτέλεσμα να διογκώνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και να στερείται ρευστότητα η πραγματική οικονομία.
  • Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν σημαντική έναντι των στόχων υστέρηση.

Κυρίως οι φόροι στην ακίνητη περιουσία (-22%!!!) και ο ΦΠΑ.

Παρά τις μεγάλες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ που η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ επέβαλε.

Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει διατηρήσιμη δημοσιονομική σταθερότητα με τις ακολουθούμενες από την Κυβέρνηση της Αριστεράς τακτικές και πολιτικές υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Το ερώτημα που τίθεται, συνεπώς, σήμερα είναι: «τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος» για να σταθεροποιηθεί και πάλι η κατάσταση και να μπει η χώρα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης;

Κατά την άποψή μου, η Κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί γρήγορα, συνεκτικά και αποτελεσματικά, σε παράλληλους άξονες.

Αυτοί είναι:

  • Η ταχεία ολοκλήρωση, κατά τον καλύτερο όμως για την Ελληνική πλευρά τρόπο, της πρώτης αξιολόγησης. Θυμίζω, αξιολόγηση που θα έπρεπε να είχε ήδη «κλείσει» από τον περυσινό Νοέμβριο.
  • Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, με έμφαση στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
  • Η αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
  • Η πραγματοποίηση περισσότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, η υλοποίηση αποκρατικοποιήσεων και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
  • Η ενδυνάμωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας με την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
  • Η περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, με βάση τις αποφάσεις του Νοεμβρίου του 2012, που επαναλήφθηκαν το καλοκαίρι του 2015.

Ακόμη, όμως, και εάν αυτές οι προτεραιότητες υλοποιηθούν, όπως έχω ήδη υποστηρίξει και στην Επιτροπή, σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα, η οικονομία θα βρεθεί εκεί που ήταν το 2014.

Δηλαδή, με καλές προϋποθέσεις, η χώρα θα έχει καταγράψει περισσότερα από 2,5 χαμένα χρόνια και πρόσθετες, μεγάλες θυσίες για τους Έλληνες πολίτες.

Δυστυχώς όμως, αυτές οι προϋποθέσεις, σήμερα, δεν υφίστανται και το χειρότερο είναι ότι η Κυβέρνηση δεν δείχνει ικανή να τις διαμορφώσει.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube