Ομιλία στο Συνέδριο Prodexpo 2015 στη θεματική ενότητα “Φορολογία ακίνητης περιουσίας: Αναδιάρθρωση και εξορθολογισμός”

Κυρίες και Κύριοι,

Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της 16ης Prodexpo για την πρόσκλησή τους να παραστώ και να αναπτύξω, κωδικοποιημένα, ορισμένες σκέψεις για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας.

Φορολόγηση την οποία δεν μπορούμε να την εξετάσουμε διακριτά, τόσο από τις διεθνείς τάσεις και τους συγκριτικούς δείκτες, όσο και από τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Κυρίες και Κύριοι,

Η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θεωρείται, από τους περισσότερους οικονομολόγους, ως μία ορθή φορολογική πολιτική.

Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική, στρεβλώνει λιγότερο την κατανομή των πόρων και έχει το χαμηλότερο δυνατό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της οικονομίας, σε σχέση με τις φορολογίες που επιβάλλονται στις υπόλοιπα αντικείμενα φόρων (όπως είναι το εισόδημα, η κατανάλωση, οι συναλλαγές).

Ενώ παρουσιάζει και πολύ χαμηλότερα, σε σχέση με άλλα αντικείμενα φόρων, ποσοστά φοροδιαφυγής.

Παρά τα πλεονεκτήματά της, ωστόσο, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας δεν είναι δημοφιλής.

Έχει χαρακτηριστεί ως ο «φόρος που ο καθένας αγαπά να μισεί».

Έχει επικριθεί για μια σειρά από λόγους: ως άδικος, ως ασύνδετος με την φοροδοτική ικανότητα ή την ανταποδοτική ωφέλεια, ως ακατάλληλος επειδή υποστηρίζει υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με την ιδιοκτησία.

Έχει επίσης επικριθεί για τις αρνητικές επιπτώσεις του στη στέγαση, στη χρήση της γης και στην αστική ανάπτυξη.

Όμως, σε κάθε περίπτωση, το γεγονός είναι ότι η ακίνητη περιουσία αποτελεί συνταγματικώς προβλεπόμενο αντικείμενο του φόρου.

Ως εκ τούτου, φορολογείται, κατ’ αρχάς, αφενός, κάθε φορά που σημειώνεται μεταβίβασή της (φόρος μεταβίβασης ακινήτων, φόρος δωρεών, κληρονομιών, γονικών παροχών) και αφετέρου, όταν είναι προσοδοφόρος, δηλαδή παράγει εισόδημα (φόρος εισοδήματος στην πρόσοδο από ακίνητα).

Επομένως, όταν με αφορμή την ακίνητη περιουσία αποκτάται πλούτος, υφίσταται εκ των πραγμάτων, και ορθώς, και αντίστοιχη φορολόγηση.

Και η ίδια, όμως, η διατήρηση της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή η κατοχή της, αποτελεί, διαχρονικά, για τον Έλληνα νομοθέτη, αντικείμενο ξεχωριστής φορολογικής επιβολής.

Η επιλογή αυτή εδράζεται τόσο στην αντίληψη ότι το ίδιο το ύψος της ακίνητης περιουσίας συνήθως αντανακλά αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα, όσο και στην άποψη ότι το Κράτος, εκπληρώνοντας τους δημοσιονομικούς του στόχους, εξασφαλίζει εκείνο το πλαίσιο οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας, που επιτρέπει την απόκτηση και διατήρηση της ακίνητης περιουσίας.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Το ζήτημα της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας προσλαμβάνει στην Ελλάδα μείζονες διαστάσεις, λόγω και της παραδοσιακής τάσης του Έλληνα να επενδύει στο ακίνητο.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα σε περιβάλλον άσκησης συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής, η κατοχή ακίνητης περιουσίας συνιστά έναν δείκτη ευημερίας, ο οποίος δύσκολα μπορεί να τεθεί εκτός πλαισίου φορολογικών επιβαρύνσεων χωρίς άλλες, εξίσου δυσμενείς, δημοσιονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Η επιλογή αυτή δυσχεραίνεται όταν δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή και τακτοποίηση της ακίνητης περιουσίας των πολιτών.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Κινούμενος σε αυτή την κατεύθυνση και φιλοσοφία, ο υφιστάμενος Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων επιδίωξε να αποτελέσει την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας.

Στόχος του ήταν η εξασφάλιση της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, επιζητώντας την ισορροπία σε διάφορα επίπεδα.

Ισορροπία μεταξύ του:

  • Πώς θα αυξηθεί η φορολογητέα ύλη και θα διευρυνθεί η φορολογική βάση, χωρίς να επιβαρυνθούν υπέρμετρα τα ακίνητα που θα φορολογηθούν για πρώτη φορά.
  • Πώς θα κατανεμηθεί ο φόρος ανάμεσα στις τρείς κατηγορίες ακινήτων: τα κτίρια, τα οικόπεδα και η εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού γη.
  • Πώς θα κατανεμηθεί ο φόρος ανάμεσα στα ακίνητα, ανάλογα με τη χρήση τους.
  • Πώς θα διευρυνθεί το αντικείμενο του φόρου στο μέγιστο δυνατό βαθμό, απαλλάσσοντας, παράλληλα, συμπολίτες μας που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία να καταβάλουν το φόρο.
  • Πώς όλα τα παραπάνω θα επιτευχθούν, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τον αναγκαίο δημοσιονομικό στόχο.

Και όλα αυτά όταν, πριν από λίγα χρόνια, υπήρχε απεικόνιση της περιουσίας μόνο για 400.000 φορολογούμενους, ενώ σήμερα υπάρχει πλήρης καταγραφή της περιουσίας 6.150.000 φορολογουμένων, σε μια ενιαία βάση δεδομένων, με στοιχεία που συμπληρώνονται και επικαιροποιούνται συνεχώς.

Βέβαια, και σε αυτή την προσπάθεια, υπήρξαν αστοχίες και ατέλειες, παρατηρήθηκαν αδυναμίες, εμφανίστηκαν στρεβλώσεις και αποκλίσεις από την πραγματικότητα.

Κυρίες και Κύριοι,

Με αυτά τα δεδομένα, ο σκοπός και σήμερα παραμένει η πιο ορθολογική, δίκαιη και σταθερή φορολόγηση της κατοχής της ακίνητης περιουσίας.

Προς την κατεύθυνση αυτή, αναγκαίο πρώτο βήμα είναι η εξομάλυνση των αντικειμενικών αξιών και η εναρμόνισή τους με τα πραγματικά δεδομένα της τρέχουσας αγοράς, ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, η φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας ύλης.

Περαιτέρω, σκόπιμη κρίνεται η περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης που ήδη επετεύχθη, ώστε, αφ’ ενός η επιβάρυνση να επεκτείνεται σε πολλούς και, αφ’ ετέρου να μειώνεται αισθητά το ύψος της οπότε, συνακόλουθα, να καθίσταται οικονομικά ανεκτή και αντιμετωπίσιμη για τον υπόχρεο.

Επιπλέον, χρήσιμη θα ήταν και η πρόβλεψη ενός ευέλικτου μηχανισμού άμεσης αποκατάστασης αδικιών, δηλαδή η λειτουργία μιας Επιτροπής επιφορτισμένης αποκλειστικώς με το έργο αυτό.

Αδικίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή ενός αντικειμενικού συστήματος, το οποίο εκ των πραγμάτων αδυνατεί να «συλλάβει» τις ιδιαίτερες τεχνικές ή κοινωνικές ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων περιπτώσεων.

Επίσης, εφ’ όσον σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην οικονομία και την αγορά, θα μπορούσε να εξετασθεί και η σύνδεση της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας με εισοδηματικά κριτήρια, ώστε να μετατραπεί σε κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητας του υπόχρεου όχι μόνο το ύψος, ως απόλυτο μέγεθος, της περιουσίας, αλλά η πραγματική οικονομική δυνατότητα του φορολογουμένου να ανταποκρίνεται στην απορρέουσα επιβάρυνση, χωρίς να εξαναγκάζεται να εκποιήσει ή να απειλείται να απωλέσει βίαια την εν λόγω περιουσία του.

Και φυσικά, όταν και πάλι σταθεροποιηθούν τα δημόσια οικονομικά, θα μπορούσε να εξετασθεί η σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας. Όπως, η Ελληνική πολιτεία έπραξε κατά το πρόσφατο παρελθόν, ενδεικτικά με τη μείωση του φόρου μεταβίβασης των ακινήτων.

Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να αξιολογηθεί η θέσπιση ενός ορίου, το οποίο δεν θα νομιμοποιείται να υπερβαίνει η συνολική φορολογική επιβάρυνση ενός ιδιοκτήτη ακινήτου από τις πάσης φύσεως φορολογικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με αυτό.

Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθεί και η μετεξέλιξη του φόρου σε ανταποδοτικό, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει, προοπτικά, βασικό έσοδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες του εξωτερικού.

Εκεί όπου οι φόροι ακίνητης περιουσίας επιβάλλονται, σε μεγάλο βαθμό, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, προάγουν την τοπική αυτονομία και ενισχύουν τη λογοδοσία, λόγω της διασύνδεσης πολλών από τις υπηρεσίες που παρέχονται σε τοπικό επίπεδο με τις αξίες των ακινήτων (π.χ. σχολεία, δρόμοι, πάρκα κ.α.).

Όταν οι φόροι ακίνητης περιουσίας χρηματοδοτούν τοπικές υπηρεσίες, οι αποφάσεις θα μπορούσαν να καταστούν πιο αποτελεσματικές, επειδή οι φορολογούμενοι, κατά πάσα πιθανότητα, θα στηρίξουν αυτές τις δραστηριότητες για τις οποίες οι ωφέλειες που λαμβάνονται, ανταποκρίνονται ή υπερβαίνουν τους φόρους.

Υπάρχουν, βέβαια, βασικές παράμετροι που πρέπει να αξιολογηθούν διεξοδικά και σε βάθος, ώστε η μεταρρύθμιση να είναι ολοκληρωμένη και να καταστεί επιτυχής.

Παράμετροι που αφορούν σε ζητήματα αμέσου ή έμμεσου επηρεασμού της ισόρροπης ανάπτυξης στην κτηματαγορά, όπως είναι η διακριτική ευχέρεια και οι βαθμοί ελευθερίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στους συντελεστές φορολόγησης ανά περιοχή, ή η δυνατότητα και το χρονικό διάστημα αναπροσαρμογής αυτών των φορολογικών συντελεστών.

Παράμετροι που αφορούν στο μηχανισμό είσπραξης του φόρου, στην παρακράτηση όλων των εισπραχθέντων εσόδων και στη χορήγηση φορολογικών ελαφρύνσεων ή απαλλαγών προς ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Για αυτό το λόγο, η Κεντρική Κυβέρνηση πρέπει να διατηρήσει σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό και στη λειτουργία του φόρου ακίνητης περιουσίας, ακόμη και σε αυτή τη μορφή.

Με αυτές τις σκέψεις, εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου.

 

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube