Κυρίες και Κύριοι,
Εκπροσωπώ σήμερα τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, κ. Α. Σαμαρά, ο οποίος δυστυχώς, λόγω ενός μικρού παροδικού προβλήματος υγείας, δεν μπορεί να παραστεί, όπως κάνει κάθε χρόνο, στο Συνέδριο και να απευθύνει την προγραμματισμένη ομιλία του.
Εκφράζω, εκ μέρους του, τη λύπη του γι’ αυτό.
Επιτρέψτε μου, στη δική μου τοποθέτηση, να καταθέσω σκέψεις και προτάσεις για την παρούσα κατάσταση και τις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι γνωστό ότι οι οικονομίες της Ευρώπης «χτυπήθηκαν» έντονα από την παγκόσμια κρίση του 2007-2008.
Η χώρα μας επλήγη περισσότερο.
Κι αυτό γιατί παρουσίαζε, διαχρονικά, υποβόσκουσες ενδογενείς αδυναμίες.
Με αποτέλεσμα να λειτουργεί, περισσότερο ή λιγότερο ανά περίοδο, σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας.
Και το κυριότερο, με ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα που χαρακτηριζόταν από εμφανείς, μακροχρόνιες παθογένειες στο αξιακό, στο θεσμικό, στο πολιτικό, στο κοινωνικό και στο οικονομικό πεδίο.
Οι συνθήκες αυτές επιδεινώθηκαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης και τη διάχυσή της στην Ευρώπη.
Η μεταγενέστερη εξέλιξη των γεγονότων στη χώρα είναι, σε όλους μας, γνωστή.
Η κρίση δανεισμού από τις αρχές του 2010, η προσφυγή της χώρας, πριν από 5 χρόνια, στο Μηχανισμό Στήριξης, ως αποτέλεσμα και μιας σειράς λανθασμένων πολιτικών επιλογών και χειρισμών εκείνης της περιόδου, και η εφαρμογή ενός ασφυκτικού και ανελαστικού Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, από το Μάιο του 2010 μέχρι και σήμερα.
Πρόγραμμα, το οποίο απαιτούσε «βίαιη» και εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή και πλήθος δύσκολων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αναγκαίων, διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Πρόγραμμα, το οποίο, παρά τα λάθη στο περιεχόμενό του αναφορικά με το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και την αβελτηρία στην εφαρμογή του στο σκέλος των διαρθρωτικών αλλαγών, είχε αρχίσει, με την επιτάχυνση της εφαρμογής του μετά το 2012, να καταγράφει, στο τέλος του 2014, μετρήσιμα θετικά αποτελέσματα.
Η πρόοδος που επετεύχθη, σύμφωνα με την Έκθεση της παρούσας διοίκησης του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών, του προηγούμενου μάλιστα μήνα, «αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη και είναι αποτέλεσμα των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα».
Και συνεχίζει η Έκθεση, «στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής η δημοσιονομική θέση της χώρας βελτιώθηκε σημαντικά, αλλά τέθηκαν και οι βάσεις ώστε η πρόοδος που επετεύχθη στα μακροοικονομικά μεγέθη να μην είναι μόνο κυκλικού χαρακτήρα αλλά να έχει και σημαντικό διαρθρωτικό υπόβαθρο».
Ενδεικτικά:
- Σταθεροποιήθηκαν τα δημόσια οικονομικά.
- Επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα.
- Αντιμετωπίστηκαν χρόνιες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες.
- Ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
- Δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη λήξη της παρατεταμένης ύφεσης.
Πράγματι, το 2014, μετά από 6 έτη βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, η χώρα επέστρεψε σε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης.
Ενώ, προβλεπόταν, πριν κάποιους μήνες, να είναι ακόμη υψηλότερος το 2015, προσεγγίζοντας το 3%.
Σ’ αυτή την πρόβλεψη συνέκλιναν όλοι: οι εταίροι, οι διεθνείς οργανισμοί, η Τράπεζα της Ελλάδος, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, τα ερευνητικά κέντρα, η προηγούμενη Κυβέρνηση.
Η χώρα, συνεπώς, επέστρεφε στην ανάπτυξη.
Όμως είναι αλήθεια ότι η κατάσταση της οικονομίας εξακολουθούσε να είναι εύθραυστη.
Και παρά ταύτα, πολιτικές δυνάμεις της χώρας διαπράττουν, για δεύτερη φορά μετά το 2009, το ίδιο λάθος.
Επιβάλλουν εκλογές.
Από τα τέλη Ιανουαρίου, δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν τον πρώτο και κύριο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας.
Τους τέσσερις τελευταίους μήνες η αβελτηρία, η πολυγλωσσία, η ασάφεια και οι παλινωδίες αυτής της Κυβέρνησης αποδεικνύονται, καθημερινά, επιζήμιες για τη χώρα και τους πολίτες της.
Χάσαμε χρόνο, αξιοπιστία και συμμάχους.
Η αβεβαιότητα βαθαίνει και επεκτείνεται.
Και οι προβληματισμοί πολλαπλασιάζονται, όχι μόνο στην οικονομία αλλά σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής:
- Στη λειτουργία του Κράτους, που υποσκάπτεται από τις μεθοδεύσεις νεποτισμού στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και από την ακύρωση τομών στη δημόσια διοίκηση.
- Στην ασφάλεια των πολιτών, που απειλείται από την επαναφορά ασύλων παρανομίας και ατιμωρησίας.
- Στην αντιμετώπιση και διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης.
- Στα εθνικά μας θέματα, όπου στρατηγικές συμμαχίες διαταράσσονται.
- Στη λειτουργία των θεσμών, όπου πρακτικές που άλλοτε ξορκίζονταν ως αντισυνταγματικές τώρα υιοθετούνται ως αναγκαίες, και μάλιστα επαναλαμβάνονται.
- Στην παιδεία, όπου αποψιλώνεται η αξιολόγηση και αποδομείται η αριστεία, αποκόπτοντας έτσι τη χώρα από τα τεκταινόμενα στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Ενώ, το πεδίο της οικονομίας έχει καλυφθεί από την «ομίχλη της ανασφάλειας».
Ποιά όμως, Κυρίες και Κύριοι, είναι σήμερα η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας;
Κωδικοποιημένα:
1ον. Η οικονομία παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, μετά την ανάκαμψή της το 2014.
Οι διεθνείς και εγχώριοι θεσμοί και οργανισμοί αναθεωρούν, προς το δυσμενέστερο, τις εκτιμήσεις τους για το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του 2015.
Έτσι, ενδεικτικά, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν για οικονομική ανάπτυξη 2,9% το 2015 (προβλέψεις Νοεμβρίου 2014), αναθεωρήθηκαν στο 2,5% (προβλέψεις Φεβρουαρίου 2015) και σήμερα, 3 μήνες αργότερα, αυτές διαμορφώθηκαν στο 0,5%.
Υπάρχουν μάλιστα και προβλέψεις άλλων οργανισμών, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα κινδυνεύει να «βουτήξει», και πάλι, στην ύφεση.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ επιτείνουν αυτή την ανησυχία.
Ενώ, και οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανεργία, οι οποίες ήταν σταθερές μέχρι το Φεβρουάριο του 2015, αναθεωρήθηκαν, το τελευταίο τρίμηνο, προς το δυσμενέστερο.
2ον. Το επιχειρηματικό κλίμα επιδεινώνεται.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχει «πέσει» στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 μηνών, μειώνεται ραγδαία το τελευταίο τρίμηνο, ενώ διευρύνεται και η απόστασή του από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Δηλαδή, έχει καταρρεύσει τόσο η ψυχολογία όσο και οι προσδοκίες επενδυτών και καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
3ον. Οι αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων έχουν «σκαρφαλώσει» σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Όταν, μάλιστα, οι αποδόσεις τίτλων των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Είναι προφανές πως η προεκλογική πρόβλεψη της Κυβέρνησης, ότι οι αγορές θα «χορεύουν» σύμφωνα με τις επιθυμίες, δεν επαληθεύεται.
4ον. Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, τους τελευταίους μήνες, μέσω των εκδόσεων εντόκων γραμματίων 3μηνης και 6μηνης διάρκειας, αυξάνεται.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι, κατά το 1ο τετράμηνο του 2015, οι τόκοι να είναι αυξημένοι περίπου κατά 500 εκατ. ευρώ έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2014.
Επιβαρύνοντας έτσι τον Έλληνα φορολογούμενο.
5ον. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης υποβαθμίζουν, και πάλι, τη χώρα.
Μάλιστα, οι προοπτικές αναθεώρησης των εκτιμήσεών τους είναι προς το δυσμενέστερο.
6ον. Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου καταγράφει σημαντικές απώλειες.
Επενδυτές εγκαταλείπουν ή «παγώνουν» τα επενδυτικά τους σχέδια στη χώρα μας.
Μάλιστα, όπως ορθώς επισημαίνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η τρέχουσα κατάσταση δεν απειλεί μόνο όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φόρους και απέφυγαν απολύσεις.
Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα.
7ον. Η δημόσια οικονομία παρουσιάζει τριγμούς αποσταθεροποίησης.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται σε χαμηλότερο επίπεδο από πέρυσι.
Ενώ, οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης εμφανίζουν πρωτογενές έλλειμμα.
Πρωτογενές έλλειμμα το οποίο, μήνα με το μήνα, διευρύνεται.
8ον. Τα προβλήματα ρευστότητας οξύνονται δραματικά.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν αυξηθεί, το 1ο τρίμηνο του έτους, κατά 720 εκατ. ευρώ.
Η αύξηση αυτή είναι και συνεχής και διευρυνόμενη.
Υπενθυμίζεται ότι αυτές οι οφειλές είχαν μειωθεί περίπου κατά 70% την προηγούμενη διετία, από τα 9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2012 στα 3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014.
Επιβεβαιώνεται έτσι, και πάλι, ότι η Κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε εσωτερική στάση πληρωμών, η οποία έχει οδηγήσει σε «ασφυξία» την οικονομία.
Η κατάσταση δε, μήνα με το μήνα, επιδεινώνεται.
9ον. Η Κυβέρνηση έχει «σκουπίσει» τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, προχωρώντας πλέον και σε αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό.
10ον. Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων μειώνονται σταθερά, και τα «κόκκινα δάνεια», διαρκώς, αυξάνονται.
11ον. Οι εγγυήσεις μέσω του μηχανισμού Έκτακτης Ενίσχυσης Ρευστότητας (ELA) αυξάνονται, μήνα με το μήνα, εντυπωσιακά.
Έτσι, ο ELA διαμορφώθηκε στα 75 δισ. ευρώ στο τέλος Απριλίου, από 0 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014.
Συνεπώς, το κόστος δανεισμού των τραπεζών έχει διογκωθεί, με δυσμενείς επιπτώσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση, τις πρώτες 100 ημέρες της θητείας της, δεν έχει καλές επιδόσεις στην οικονομία.
Μάλιστα, από εβδομάδα σε εβδομάδα, η κατάσταση χειροτερεύει και τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται.
Η ισορροπία που επετεύχθη τα δύο προηγούμενα χρόνια στη δημόσια οικονομία, με μεγάλες θυσίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων, έχει διαταραχθεί.
Ενώ, και οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας δεν είναι ευοίωνες.
Την ίδια περίοδο μάλιστα που, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης βελτιώνονται και το κόστος δανεισμού συρρικνώνεται, εξαιτίας του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και της εξαιρετικά διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που επενεργούν προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών χρηματοδότησης.
Εξελίξεις στις οποίες δεν μπορεί να συμμετάσχει η χώρα μας.
Επιβάλλεται, συνεπώς, η Κυβέρνηση να επιδείξει σύνεση και ρεαλισμό.
Να αφήσει στην άκρη την «επικοινωνιακή διαχείριση» των προβλημάτων και τον ριζοσπαστικό ακτιβισμό που είχε στη θέση της αντιπολίτευσης.
Να σταματήσει το εγχείρημα μετακύλισης των ευθυνών στην Αντιπολίτευση, σε θεσμούς και σε πρόσωπα, προκειμένου να ξεπεράσει τις παλινωδίες και τα λάθη που έχουν οδηγήσει τη χώρα σε όξυνση των αδιεξόδων της.
Και να κινηθεί γρήγορα.
Να εργαστεί με σχέδιο ώστε να επανασυνδεθεί η χώρα με τη διαδικασία της ανάταξης της οικονομίας.
Άλλωστε, σύμφωνα και με την Έκθεση του σημερινού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών, οι βάσεις έχουν τεθεί, αφού η χώρα επέτυχε, τα έτη 2013 και 2014, «τη στροφή προς ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με εξωστρεφή προσανατολισμό».
Κατά την πεποίθησή μoυ το σχέδιο αυτό, πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής στρατηγικής, με στόχο την επίτευξη δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης, με κοινωνική συνοχή.
Βασικοί άξονες αυτής της στρατηγικής πρέπει να είναι:
1ος. Η διασφάλιση της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών, μέσω της εφαρμογής αλλά και ενίσχυσης των ήδη θεσπισμένων κανόνων και πρακτικών χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και πειθαρχίας.
Δυστυχώς όμως, όπως ήδη ανέφερα, η δημόσια οικονομία παρουσιάζει σήμερα τριγμούς αποσταθεροποίησης.
Ενώ υπάρχουν και κυβερνητικές φωνές που υποστηρίζουν επικίνδυνες επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, και όχι για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης όπου πράγματι αυτές είναι αναγκαίες και έχουν ξεκινήσει από το 2014, με τη διανομή του «κοινωνικού μερίσματος».
2ος. Η πραγματοποίηση, ακόμη περισσότερων, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Μεταρρυθμίσεις, που θα βοηθήσουν στη διατήρηση ή/και στη δημιουργία νέων εξωστρεφών και ανταγωνιστικών εγχώριων επιχειρήσεων και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
3ος. Η βελτίωση της «ποιότητας» των δημόσιων οικονομικών.
Αυτό θα επιτευχθεί με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των πόρων και με την ενίσχυση, σταδιακά, των δαπανών που έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή και απόδοση, προάγουν την οικονομική ανάπτυξη και δημιουργούν υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Αυτός ο προσανατολισμός των δημόσιων δαπανών συνάδει και με τη θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία η ανάδειξη παραγόντων όπως η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία συνιστούν «ατμομηχανές» για μια ισχυρή και σύγχρονη αναπτυξιακή δυναμική.
Είναι προφανές, ότι η κατάργηση των μεταρρυθμίσεων στο χώρο της εκπαίδευσης που είχαν υιοθετηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, με τη μέγιστη μάλιστα πολιτική και κοινωνική συναίνεση, θα αποτελέσει αναπτυξιακή τροχοπέδη.
Η Κυβέρνηση, αντί να προωθήσει με βελτιωτικές ρυθμίσεις την αξιολόγηση και την αριστεία, ουσιαστικά τις αποδομεί, επαναφέρει τον κομματισμό και τη συναλλαγή και κολακεύει τη μετριότητα.
Λόγω ιδεοληψιών κάνει βήματα προς τα πίσω.
4ος. Η ταχύτερη και εμπροσθοβαρής υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων μέσω της ορθολογικής αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων του ΕΣΠΑ και του ΠΔΕ.
Είναι προφανές, ότι η συγκράτηση των δαπανών του ΠΔΕ προκειμένου να καλυφθεί μέρος των ταμειακών αναγκών της χώρας, περιορίζει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας.
5ος. Η αξιοποίηση των ανταγωνιστικών μας πλεονεκτημάτων.
Του τουρισμού, της ναυτιλίας, αλλά και της αγροτικής παραγωγής.
Της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της μεταποίησης αγροτο-κτηνοτροφικών προϊόντων.
6ος . Η ανάδειξη της σημασίας της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας.
7ος. Η εξασφάλιση ομαλής χρηματοδότησης της οικονομίας και η αποτελεσματική διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση.
Δυστυχώς, σήμερα, οι τράπεζες δέχονται ισχυρές πιέσεις, τόσο στο παθητικό τους όσο και στο ενεργητικό τους.
Και η χρηματοδότηση μέσω του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας, με βάση τους κανόνες του Ευρωσυστήματος, αναγκαστικά συνεπάγεται σημαντικά υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ενώ, αυτή η χρηματοδότηση δεν καταλήγει – όπως θα έπρεπε – στον ιδιωτικό τομέα, αλλά κατευθύνεται για την αναπλήρωση των κενών ρευστότητας από την απόσυρση των ταμειακών διαθεσίμων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και από την αγορά εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, απορροφώντας, το Δημόσιο, όλη τη ρευστότητα.
8ος. Η εντατικότερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου.
Οι ιδιωτικοποιήσεις εκείνες, που συνιστούν ταυτόχρονα παραγωγικές ξένες άμεσες επενδύσεις, μπορούν να συμβάλουν στην εισαγωγή τεχνογνωσίας, στον εκσυγχρονισμό και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, αλλά και στον περιορισμό των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου και, τελικά, στη μείωση του δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα.
Δυστυχώς όμως, οι Κυβερνητικές αμφισημίες και η πολυγλωσσία επί του θέματος, οδηγούν πολλές επενδύσεις είτε στην ακύρωση είτε στην «κατάψυξη».
9ος. Η δημιουργία ενός δίκαιου, αποτελεσματικού και σύγχρονου κράτους.
Αφού επιτεύχθησαν οι αναγκαίοι ποσοτικοί στόχοι για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και της μισθολογικής δαπάνης, οφείλουμε να περάσουμε στην εκπλήρωση των κρίσιμων ποιοτικών μεταρρυθμίσεων.
Με προτεραιότητα τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, την ενίσχυση της διαφάνειας, την εξασφάλιση της ισονομίας, την αποτελεσματική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και την εδραίωση ενός διαφανούς πλαισίου αξιολόγησης και επιβράβευσης της παραγωγικότητας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η προηγούμενη Κυβέρνηση ξεκίνησε την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης προσπάθειας βελτίωσης της λειτουργίας και αποκατάστασης του κύρους της δημόσιας διοίκησης.
Δυστυχώς, και σε αυτό το πεδίο, μέσα από σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, η Κυβέρνηση προωθεί την πλήρη αποδόμηση όσων είχαν τεθεί σε εφαρμογή, οδηγώντας στην οπισθοδρόμηση και στην παράδοση και διολίσθηση της δημόσιας διοίκησης στα «συντεχνιακά συμφέροντα», σε βάρος των πολιτών.
10ος. Η σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Αυτό θα επιτευχθεί με τη διασφάλιση περιβάλλοντος δημοσιονομικής και φορολογικής σταθερότητας και με την ένταξη του «αφανούς» τμήματος της οικονομίας στο «εμφανές» πεδίο της, επιτυγχάνοντας τη φορολόγησή του.
Έχει αποδειχθεί, και στη χώρα μας, ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι βιώσιμη όταν επιτυγχάνεται, κυρίως, από το σκέλος των δαπανών.
11ος. Η περαιτέρω ενίσχυση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Το «προφίλ» του έχει ήδη βελτιωθεί.
Η μέση διάρκειά του έχει χρονικά υπερδιπλασιασθεί, το μέσο επιτόκιό του έχει μειωθεί, οι δαπάνες για τόκους έχουν υποχωρήσει.
Είναι, όμως, επίσης, αλήθεια ότι, εφόσον τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, οι εταίροι και δανειστές μας υποχρεούνται να αναλάβουν, σύντομα, συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, στη βάση της απόφασης του Νοεμβρίου του 2012.
Ρεαλιστικές λύσεις, εφικτές τεχνικές, ισοδύναμοι τρόποι υπάρχουν.
Και σε αυτή την άποψη έχει προσχωρήσει, πλέον, και η σημερινή Κυβέρνηση.
Κυρίες και Κύριοι,
Κατά την εκτίμησή μου, αυτός είναι ο ορθός δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Για το λόγο αυτό είναι εθνική ανάγκη να διαφυλαχθούν όλα όσα έχουν επιτευχθεί, με τόσο μεγάλο κόπο και κόστος.
Η μέχρι σήμερα πορεία σε συνθήκες «ομίχλης» από ασάφεια, ανασφάλεια και αβεβαιότητα, έχει οδηγήσει σε καθήλωση την οικονομία.
Οι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις, με τους εταίρους και δανειστές, στο θολό περιβάλλον, έχουν κόστος για την οικονομία.
Από την πλευρά μας, πρέπει οι θέσεις μας στις διαπραγματεύσεις να είναι τεκμηριωμένες, για να είναι διεκδικητικές και αποτελεσματικές.
Έχει καταστεί πλέον σαφές ότι η Ελληνική οικονομία δεν μπορεί να περιμένει μέχρι την εξομάλυνση των αντιφάσεων μεταξύ προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων και τη διευθέτηση των εσωτερικών αντιθέσεων στα κόμματα της συγκυβέρνησης.
Εύχομαι η Κυβέρνηση, με την τελική συμφωνία, να πετύχει οφέλη για τη χώρα τα οποία θα υπερβούν το κόστος.
Προς αυτή την κατεύθυνση καλούμε να συνδράμουν έμπρακτα και οι εταίροι και δανειστές.
Όλοι μας πρέπει να γνωρίζουμε ότι κανένας δεν έχει συμφέρον από την παράταση μιας «προβληματικής» κατάστασης σε χώρα της Ευρωζώνης.
Σε κάθε περίπτωση, στην πατρίδα μας, μετά τη δοκιμή και της ριζοσπαστικής αριστεράς στη διακυβέρνηση, πιστεύω ότι είναι καιρός να σταματήσουμε τις ιδεοληπτικές σκιαμαχίες και τους υψηλούς τόνους και όλες οι κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές και τον ανά περίοδο ρόλο μας στο πολιτικό σκηνικό, να «βάζουμε διαρκώς πλάτη» ώστε η χώρα να βγει γρήγορα και οριστικά από το τέλμα, να αναπτυχθεί με δικαιοσύνη και συνοχή και να πορευθεί με αξιοπρέπεια και δυναμισμό στο διεθνές σκηνικό.
Πιστεύω ότι αυτό είναι το πρώτο, το κύριο καθήκον κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδας.
Ελπίζω ότι θα ανταποκριθούμε.