Ομιλία Αναπλ. Υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση του Σχεδίου Νόμου για την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (1η συνεδρίαση, 11.09.2012)

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καταρχήν θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη που δεν ήμουν από την αρχή της συνεδρίασης αλλά μόλις επιστρέψαμε με τον κ. Πρωθυπουργό από το εξωτερικό, οπότε σε επί μέρους παρατηρήσεις σας θα ενημερωθώ και τοποθετηθώ αύριο.

Με την ευκαιρία θα ήθελα να καταθέσω κάποιες προσθήκες-αναδιατυπώσεις επί του σχεδίου νόμου. Είναι μερικές παρατηρήσεις τις οποίες θα ήθελα να καταθέσω.

Θα ξεκινήσω επί του νομοσχεδίου και μετά θα κάνω δύο συγκεκριμένες παρατηρήσεις για τις τράπεζες και για τις γερμανικές αποζημιώσεις.

Είναι γεγονός και νομίζω ότι συμφωνούμε οι περισσότεροι σε αυτή την Αίθουσα, ότι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος αποτελεί προϋπόθεση και για τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και για την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων.

Ξέρουμε όλοι ποια είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Βιώνουμε μία βαθιά και παρατεταμένη κρίση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να αντιμετωπίζουν πολλές, μεγάλες και συνεχώς διευρυνόμενες προκλήσεις. Ας τις καταθέσουμε αυτές: Πρώτα απ’ όλα η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, που υπερβαίνει το 20% από το 2008 μέχρι σήμερα. Οι συνεχείς, σχετικά πρόσφατες, υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών ως αποτέλεσμα στην Ελλάδα, σε αντιδιαστολή από το εξωτερικό των αντίστοιχων υποβαθμίσεων της χώρας στην προηγούμενη τριετία. Ο αποκλεισμός των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων και εδώ έχουμε συνεχή τέτοια φαινόμενα. Η συρρίκνωση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης με τον περιορισμό τόσο της ζήτησης όσο όμως και της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων. Η χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της βίαιης, της απότομης, της μεγάλης επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής θέσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν εκτοξευθεί περίπου στο 20% σε σχέση με το 14% πριν από ένα χρόνο ως ποσοστό των χορηγήσεων. Από το χαμηλό ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση. Από τις συσσωρευμένες προβλέψεις που έχουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Από τις πρόσφατες επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους που άσκησε και συνεχίζει να ασκεί πιέσεις στις ελληνικές τράπεζες. Από την έντονη και συνεχή εκροή των καταθέσεων λόγω της οικονομικής  αβεβαιότητας, εκροή βέβαια που σταμάτησε και τάση που αναστράφηκε μετά τη δημιουργία της Κυβέρνησης εθνικής ευθύνης. Υπολογίζεται ότι μετά τη δημιουργία αυτής της Κυβέρνησης περίπου 7 με 8 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν επιστρέψει στις τράπεζες.

Αυτές όλες οι προκλήσεις έχουν δημιουργήσει ορατές και δυσμενείς επιπτώσεις στους δείκτες των πιστωτικών ιδρυμάτων. Σε ποιους; Στη ρευστότητα, στην αποδοτικότητα, στην αποτελεσματικότητα, στην κερδοφορία, στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου. Αυτή η κατάσταση επιτάσσει την ανάγκη συνετής και –τονίζω- διορατικής διαχείρισης της κατάστασης τόσο από τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και από την πολιτεία με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τη φύση και το ύψος των κινδύνων που αναλαμβάνουν.

Και εδώ θέλω να σας πω ότι σύμφωνα με προσθήκη-τροπολογία στο σχέδιο νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να δημοσιοποιούν στοιχεία και πληροφορίες όσον αφορά την οικονομική τους θέση και την ακολουθούμενη από αυτά πολιτική ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς. Άρα, καλύπτεται αυτός ο στόχος.

Τι άλλο πρέπει να κάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα; Να ενισχύσουν ποιοτικά και ποσοτικά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Να συγκρατήσουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Και εδώ έρχεται άλλη προσθήκη-τροπολογία στο νομοσχέδιο σύμφωνα με την οποία ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη ευρωπαϊκή οδηγία που αφορά την εποπτεία των πολιτικών αποδοχών που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα με αναδρομική μάλιστα ισχύ. Οι αποδοχές αυτές θα πρέπει πλέον να είναι συνεπείς με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων που αναλαμβάνουν.

Και τι άλλο να κάνουν οι τράπεζες; Να ενισχύσουν ή να σταθεροποιήσουν αν είναι δυνατόν, τις διεθνείς δραστηριότητές τους.

Από την άλλη πλευρά, τι οφείλει να κάνει η πολιτεία; Η πολιτεία οφείλει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και για την αυστηρότερη μικροπροληπτική και μακροπροληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στο πλαίσιο αυτό διασφαλίστηκαν μέσω του Προγράμματος Στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας επαρκείς πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, καλύφθηκαν οι βραχυχρόνιες ανάγκες ρευστότητας μέσω της παροχής έκτακτης χρηματοδότησης και διαμορφώθηκε σε συνεργασία με την πολιτεία ένα πλαίσιο εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων ικανό να στηρίξει τη διατεταγμένη ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σ’ αυτό το πλαίσιο η Κυβέρνηση στο βαθμό που είναι υπεύθυνη και με βάση τις συμφωνίες για τους εταίρους αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, χωρίς να παρεμβαίνει σε επιχειρηματικές επιλογές. Βασική προτεραιότητα της Κυβέρνησης αποτελεί η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζικών ιδρυμάτων. Στόχος η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η βιωσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών, η διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, η ενίσχυση της ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η ανάκαμψη της οικονομίας με τελικό στόχο τη μακροχρόνια διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη με όρους διαφανείς, με όρους που θα υπηρετούν πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον και κατ’ επέκταση τους Έλληνες φορολογούμενους.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αποσαφηνιστεί -και το ακούω και σήμερα στη λίγη ώρα που είμαι εδώ- ποιος αποφασίζει για τη βιωσιμότητα και ποιος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Θα το επαναλάβω. Το ζήτημα της βιωσιμότητας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η βιωσιμότητα μίας τράπεζας συναρτάται από διάφορα εποπτικά και επιχειρηματικά κριτήρια που προσμετρώνται με δείκτες, που σταθμίζονται με συντελεστές. Τα κριτήρια είναι κοινά: αρχές και μεθοδολογίες που ακολουθούνται σε όλη την Ευρώπη. Τα κριτήρια βιωσιμότητας, με λίγα λόγια, δεν καθορίζονται και δεν ελέγχονται από τα Υπουργεία Οικονομικών των κρατών –μελών.

Η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης γίνεται με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και τις αρμοδιότητες που έχει η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και το Υπουργείο Οικονομικών. Πληροφορήθηκα πάλι ότι επανέρχεται ένα θέμα αμοιβών. Θα τοποθετηθώ αύριο, γιατί έχουμε πράξει συγκεκριμένα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αυτή τη στιγμή αναμένεται να οριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά τη δημοσιοποίηση των εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων, το ακριβές ποσό της ανακεφαλαιοποίησης καθώς και τα εργαλεία που θα αξιοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση. Στη συνέχεια θα καθοριστούν οι υπόλοιποι όροι της ανακεφαλαιοποίησης.

Η ανακεφαλαιοποίηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, κρίσιμη αυτή την περίοδο, προκειμένου -μεταξύ άλλων- να αποκατασταθεί η δυνατότητα των τραπεζών να δανείζονται από τις αγορές και να επανέλθει –το  τονίζω αυτό- η δυνατότητα κανονικής χρηματοδότησης και αναχρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οπότε και το κόστος της χρηματοδότησης θα μειωθεί σημαντικά έναντι της εκτεταμένης χρήσης του ELA που γίνεται την τελευταία περίοδο.

Σ’ αυτό το πλαίσιο και με τις προς κύρωση Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου αντιμετωπίζονται θέματα κεφαλαιακής ενίσχυσης των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσα από τροποποιήσεις του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου λαμβάνοντας όμως υπόψη και την τρέχουσα οικονομική συγκυρία.

Ειδικότερα, εισάγονται ή τροποποιούνται διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας και του νομικού πλαισίου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών και να αντιμετωπιστούν συναφή ζητήματα που αφορούν τις λογιστικές και εταιρικές τους υποχρεώσεις, ενώ διευρύνεται το φάσμα των διαθέσιμων χρηματοοικονομικών εργαλείων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και βελτιώνεται η δυνατότητα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να επιτελέσει ουσιαστικά έναν αποτελεσματικό ρόλο στη στήριξη και στην ανασύνταξη του τραπεζικού τομέα.

Θα ήθελα, πριν κλείσω, να κάνω δύο σύντομες παρατηρήσεις για θέματα στα οποία αναφέρθηκαν οι τρεις τελευταίοι ομιλητές.

Άκουσα τον κ. Γλέζο να αναρωτιέται με ποιον είμαστε και υποθέτω ότι αυτό αφορά τους κυβερνητικούς εταίρους. Έχουμε αποδείξει ότι είμαστε με το εθνικό συμφέρον και ενεργούμε με τόλμη, με θάρρος, με λογική και  με ευαισθησία.

Ενδεικτικά, αναφέρθηκε στις γερμανικές αποζημιώσεις. Είναι γεγονός ότι το Υπουργείο Εξωτερικών, με βάση τους νόμους του 2006 και του 2007, έχει τον πρώτο ρόλο για τις νομικές και θεσμικές ενέργειες επί του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων. Είναι όμως δίκαιο να υπογραμμιστεί ότι από την πλευρά του Υπουργείου Οικονομικών έχει ξεκινήσει για πρώτη φορά, κύριε Γλέζο, η διαδικασία αποτύπωσης της κατάστασης, ώστε να μπορούν να θεμελιωθούν οι όποιες ενέργειες σε στέρεες βάσεις. Πιστεύω να συμφωνούμε στη βάση του ότι αποτελεσματικές διεκδικήσεις δεν μπορούν να γίνουν με αερολογίες. Μπορούν να γίνουν μόνο με βούληση, τεκμηρίωση και -ορθώς το είπατε- με επιμονή.

Σημειώνω ότι ήδη έχει δρομολογηθεί η συγκέντρωση του σχετικού αρχειακού υλικού, προκειμένου να ερευνηθεί αρμοδίως και να αξιοποιηθεί.

Χθες υπέγραψα απόφαση –και την καταθέτω στα Πρακτικά- με την οποία συγκροτήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Ομάδα Εργασίας για την έρευνα των αρχείων του σε σχέση με το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.

Έργο της Ομάδας Εργασίας είναι η έρευνα των αρχείων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σχετικά με το θέμα αυτό, των γερμανικών αποζημιώσεων.

Τα μέλη της ομάδος δεν θα λάβουν αποζημίωση για το έργο τους. Η ομάδα οφείλει να παραδώσει το έργο της μέχρι τις 31/12/2012. Δουλεύουμε μεθοδικά και συστηματικά και με ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το εθνικό  συμφέρον, αλλά και τις εκάστοτε συγκυρίες σε διμερείς και διεθνείς σχέσεις.

Άκουσα και δύο συναδέλφους να μιλούν για την εκκρεμότητα που έχει το ελληνικό κράτος σε σχέση με το θέμα της σταθερής απόδοσης 10% επί του εισφερόμενου κεφαλαίου στις τράπεζες που υπήχθησαν στο πρώτο μέτρο των περίφημο πρώτο πυλώνα του νόμου του 2008, ή όπως άκουσα, το «Νόμο Αλογοσκούφη».

Τι έχει κάνει το Υπουργείο Οικονομικών αυτές τις μέρες; Το Υπουργείο Οικονομικών έχει τη βούληση για τη διευθέτηση του θέματος, δεδομένου ότι αυτό εγγράφεται και ως έσοδο στον κρατικό προϋπολογισμό. Στην κατεύθυνση αυτή στις 28 Αυγούστου 2012 θέσαμε το θέμα και είναι στα Πρακτικά του τελευταίου Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας, στο οποίο συμμετέχει και ο Υποδιοικητής και ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος.

Δεύτερον, εστάλη επιστολή προς τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στις 6 Σεπτεμβρίου 2012 και το καταθέτω στα Πρακτικά, με την οποία δεδομένη της βούλησης όλων των εταίρων της Κυβέρνησης και των τριών κομμάτων και των τριών Αρχηγών, ζητούνται οι θέσεις τους.

Τρίτον, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, προχώρησαν εχθές στις 10 Σεπτεμβρίου στην αποδοχή της ομόφωνης γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτος. Γνωμοδότηση, η οποία έκρινε:

Πρώτον, ότι οι διατάξεις του νόμου του 2008, «περί προνομιούχων μετοχών πιστωτικών ιδρυμάτων που αναλαμβάνονται από το ελληνικό δημόσιο για την ανακεφαλαιοποίηση τους» είναι όλως ειδικές και υπερισχύουν των γενικών «περί προνομιούχων μετοχών διατάξεων του ισχύοντος για Ανώνυμες Εταιρείες» του 1920.

Και δεύτερον, το προβλεπόμενο ετήσιο δικαίωμα σταθερής απόδοσης στο δημόσιο ποσοστού 10% επί του εισφερθέντος για την ανάληψη των προνομιούχων μετοχών κεφαλαίου αποτελεί ιδιότυπο προνόμιο του δημοσίου, η δε καταβολή από την υπόχρεη τράπεζα είναι υποχρεωτική και ανεξάρτητη από την κερδοφορία της.

Μετά την αποδοχή αυτής της γνωμοδότησης χθες από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών με τις σχετικές επισημειωματικές πράξεις, τόσο από τον Υπουργό Οικονομικών, όσο και από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, το περιεχόμενο της είναι δεσμευτικό για τη διοίκηση. Στόχος της Κυβέρνησης Εθνικής Ευθύνης είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος.

Κυρίες και κύριοι, στη ρευστή περίοδο που διανύουμε πρέπει να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα, με σοβαρότητα και με μεθοδικότητα. Αυτό κάνουμε. Δεν παρασυρόμαστε σε επικοινωνιακή αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος. Άλλωστε, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα κριθούμε από τις αποφάσεις μας και από τις πράξεις μας.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία τρία χρόνια διαμορφώθηκε ένα έλλειμμα αξιοπιστίας, το οποίο είναι δύσκολα διαχειρίσιμο. Οι τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ προθέσεων, σχεδιασμού, υλοποίησης κυρίως δε αποτελέσματος, αποτελούν μεγάλο βάρος στην πορεία της χώρας.

Και αυτή η Κυβέρνηση Εθνικής Ευθύνης, κινείται δραστικά προς την κατεύθυνση συρρίκνωσης των αποκλίσεων αυτών, έχει πλήρη συνείδηση της δυνητικής σημασίας του κεφαλαίου αξιοπιστίας της χώρας, θα πράξει ότι το καλύτερο για την αύξηση της ποσότητας και τη βελτίωση της ποιότητας του με πρώτο βήμα τη θετική αξιολόγηση από τους εταίρους, τη λήψη της δόσης, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που συζητάμε σήμερα, την ανάταξη της εθνικής οικονομίας. Πρόκειται για το καλό σενάριο που κατά τη συγκεκριμένη τρέχουσα, δύσκολη συγκυρία, θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε να ξεκινήσουμε την προσπάθεια για να εισέλθουμε στον ενάρετο κύκλο της διατηρήσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής με ισότιμη όμως συμμετοχή στον πυρήνα της Ευρώπης.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube