Καλούμαστε σήμερα να συζητήσουμε σημαντικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Να κυρώσουμε τις κοινοτικές πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη και την ενδυνάμωση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρωτοβουλίες σε μια ευρύτερη κοινοτική προσπάθεια που αποσκοπεί:
- στη βελτίωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών,
- στην ενίσχυση της σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας,
- στην τόνωση της ουσιαστικής οικονομικής διακυβέρνησης,
- στην ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης,
- στην επίλυση του προβλήματος του κρατικού χρέους.
Η λήψη των πρωτοβουλιών αυτών κατέστη αναγκαία και χρονικά επιτακτική μετά την εξέλιξη βασικών δημοσιονομικών μεγεθών τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.
Ειδικότερα, το δημοσιονομικό έλλειμμα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από 0,9% του ΑΕΠ το 2007 «σκαρφάλωσε» στο 6,4% του ΑΕΠ το 2009.
Ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 59% του ΑΕΠ το 2007 σε 75% του ΑΕΠ το 2009.
Είναι συνεπώς σαφές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα διπλό πρόβλημα ελλείμματος και χρέους.
Που πρέπει συλλογικά και συνεκτικά να αντιμετωπισθεί.
Υπογραμμίζω τις λέξεις συλλογικά και συνεκτικά, καθώς είναι γεγονός ότι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα η Ευρώπη αντιμετώπισε τη κρίση χρέους στους κόλπους της διστακτικά, συμβιβαστικά, με ημίμετρα, επιδεικνύοντας αργά αντανακλαστικά.
Άργησε να συνειδητοποιήσει πως η κρίση ήταν και είναι «συστημική» και απειλεί την ίδια τη βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος.
Άργησε να καταλήξει σε μία συνολική, συνεκτική και πειστική λύση.
Αναγκάστηκε, συνεπώς, αν και καθυστερημένα, έστω και συμβιβαστικά, να προβεί στις θεσμικές αποφάσεις που συζητάμε σήμερα.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Πιο συγκεκριμένα, με το παρόν νομοσχέδιο κυρώνονται τρεις βασικές κοινοτικές αποφάσεις:
Η 1η: Η Απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου του 2011 για την αναγκαία τροποποίηση του Άρθρου 136 της Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την εν λόγω τροποίηση:
- Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αποκτούν τη δυνατότητα να θεσπίσουν διακρατικό μηχανισμό σταθερότητας.
- Ο σκοπός του μηχανισμού είναι η διασφάλιση της σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της και, κατ’ επέκταση, στη διατήρηση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η 2η: Η Συνθήκη για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με σκοπό τη κινητοποίηση χρηματοδότησης και την παροχή στήριξης προς κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Πρόσφατα μάλιστα ενισχύθηκε, και ορθώς, η ευελιξία του Μηχανισμού, με τη δυνατότητα παρέμβασης τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της χρηματοπιστωτικής συνδρομής και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετάδοσης μιας κρίσης.
Ενώ η μέγιστη δανειοδοτική ικανότητα του Μηχανισμού, καταρχήν, διαμορφώθηκε στα 500 δισ. ευρώ.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως θα ήταν πολύ σημαντική η αύξηση της μέγιστης δανειακής ικανότητας ώστε ο Μηχανισμός να είναι σε θέση να διασφαλίσει με περισσότερη επάρκεια την οικονομική και χρηματοοικονομική σταθερότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίνεται θετική η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία φαίνεται να προτείνει την αύξηση της μέγιστης δανειακής ικανότητας από 500 δισ. ευρώ στα 740 δισ. ευρώ, και την αύξηση του συνολικού εγγεγραμμένου κεφαλαίου στα 940 δισ. ευρώ.
Η 3η: Η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Ενισχύεται ο οικονομικός πυλώνας της Ένωσης μέσω της θέσπισης ενός συνόλου κανόνων, με κυριότερο την υποχρέωση για ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό προϋπολογισμό.
Στόχοι; Η προώθηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η ενδυνάμωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών, και η βελτίωση της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης.
Στόχοι οι οποίοι δύναται τακτικά να επικαιροποιούνται λόγω μεταβολής των κυρίων παραμέτρων.
Όμως, Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η αυστηρή επιδίωξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας ενώ είναι αναγκαία, δεν είναι και ικανή συνθήκη για την εξασφάλιση της ευημερίας των πολιτών.
Και φυσικά για την έξοδο της Ευρώπης από την κρίση.
Άλλωστε, οι τελευταίες Ευρωπαϊκές εκτιμήσεις αναδεικνύουν τις δυσμενείς συνέπειες αυτής της μονόπλευρης προσέγγισης.
Ενδεικτικά, το 4ο τρίμηνο του 2011 καταγράφεται ύφεση 0,3% τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σε αντίστοιχα επίπεδα προβλέπεται η ύφεση και για το 2012.
Αυτό είναι πιο ορατό στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η οικονομική δραστηριότητα έχει καταρρεύσει, καθώς, για 5η συνεχόμενη χρονιά, η ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι βυθισμένη σε βαθιά ύφεση, συσσωρεύοντας απώλειες τις τάξεως του 20% στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας την περίοδο 2008-2012.
Ειδικότερα, το 2011 η ύφεση ανήλθε στο 7% έναντι αρχικής πρόβλεψης για 3% στον Προϋπολογισμό του 2011.
Αλλά και για το 2012, η ύφεση προβλέπεται, με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, να διαμορφωθεί κοντά στο 5% έναντι αρχικής πρόβλεψης για ύφεση 2,8% στον Προϋπολογισμό του 2012 και πρόβλεψης για ανάπτυξη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Ενώ, το έλλειμμα το 2011 θα κλείσει μόλις μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ χαμηλότερα από το 2010.
Και ο στόχος για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος εφέτος, βασική παράμετρος αναστροφής της τάσης διόγκωσης του χρέους, μετατίθεται, παρά τα νέα μέτρα, για του χρόνου.
Και η ανεργία όμως, παρότι εκτιμάτο στον Προϋπολογισμό του 2012 στο 15,4% για το 2011 έχει ήδη διαμορφωθεί στο 21% το Δεκέμβριο, με τους ανέργους να έχουν προ πολλού ξεπεράσει το 1.000.000 άτομα.
Δεν αρκεί συνεπώς η προσήλωση στη δημοσιονομική προσαρμογή και πειθαρχία.
Ειδικά όταν ο μακροπρόθεσμος στόχος, σύμφωνα με την υπό κύρωση Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), είναι η μείωση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ σε ίσο ποσοστό για 20 χρόνια και η επιβολή ποινών (στο 0,1% του ΑΕΠ εάν δεν συμμορφώνονται οι χώρες).
Απαιτείται η συμπλήρωση των πολιτικών, όπως αναφέρεται και στα Συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με μέτρα για την ανάσχεση της ύφεσης, την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας και τον περιορισμό της ανεργίας.
Και απαιτείται η τροποποίηση συγκεκριμένων πολιτικών που έχουν αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματικές και κοινωνικά άδικες, και οι οποίες θα πρέπει διαρκώς να επαναξιολογούνται με μεθοδολογίες κόστους – οφέλους ή κόστους – αποτελεσματικότητας.
Και αυτή η τροποποίηση είναι εφικτή, καθώς:
1ον. Το ίδιο το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής της Ελλάδας αναφέρει πως «[…] θα διαβουλευτούμε με την Ε.Ε., την Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ. σε περίπτωση σημαντικά βαθύτερης από την αναμενόμενη ύφεσης για να αξιολογήσουμε αν η πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να επεκταθεί πέραν από το 2014 […]».
2ον. Πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ κ. Olivier Blanchard έγραψε σε άρθρο του για την Ελλάδα ότι «[…] σε όλα τα προγράμματα συμβαίνουν απρόβλεπτα πράγματα, και το πρόγραμμα αναμφίβολα θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί στην πορεία του […]».
3ον. Ο στόχος για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,1% του ΑΕΠ για εφέτος μετατέθηκε για το 2013. Έτσι εφέτος, παρά τη λήψη των νέων μέτρων του εφαρμοστικού νόμου, εκτιμάται ότι θα έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 0,2% του ΑΕΠ. Οι στόχοι συνεπώς, σε συμφωνία με τους εταίρους μας, τροποποιήθηκαν.
4ον. Κατά την πρόσφατη διαμόρφωση του Προγράμματος έγινε, για πρώτη φορά, διαπραγμάτευση, κυρίως με την επιμονή του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, του κ. Σαμαρά.
Σε άλλα θέματα η χώρα τα κατάφερε, όπως π.χ.
- στην ματαίωση αύξησης στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων κατά 25% αναδρομικά από τον εφετινό Ιανουάριο,
- στη διατήρηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα,
- στη στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων.
Βέβαια σε άλλα δεν τα κατάφερε, αλλά πέτυχε αρκετά.
5ον. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του ο Εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Τρόικα, αναφορικά με το θέμα των τροποποιήσεων του Προγράμματος, δήλωσε ότι η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές είναι εύλογο να επιθυμεί να κάνει κάποιες αλλαγές στην οικονομική πολιτική, οι οποίες βέβαια θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένες με τους στόχους και το βασικό πλαίσιο της συμφωνίας.
Είναι πλέον κοινή, και όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, η πεποίθηση ότι χωρίς ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας ούτε οι άμεσοι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν, ούτε το χρέος θα καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο.