Σύμφωνα με τις νέες θεωρίες οικονομικής ανάπτυξης, η επένδυση στη γνώση επιταχύνει τους ρυθμούς της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα, μειώνει τις περιφερειακές ανισότητες, ενισχύει την απασχόληση, προωθεί την κοινωνική συνοχή.
Σε μια κοινωνία που επενδύει στη γνώση, το ανθρώπινο κεφάλαιο αναδεικνύεται στον πιο πολύτιμο πόρο.
Θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές μελέτες κατατείνουν στη διαπίστωση ότι η εκπαίδευση αποτελεί το βασικό μηχανισμό παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ως εκ τούτου, πρέπει, ως χώρα, να αποδώσουμε ιδιαίτερη σημασία στην ποσότητα και στην ποιότητά του.
Και προς αυτή την κατεύθυνση, καίριας σημασίας είναι η βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Είναι γεγονός ότι η ανώτατη εκπαίδευση σε θεσμικό, δομικό και λειτουργικό επίπεδο, παρά τα θετικά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ελλείμματα, δυσλειτουργίες και αναχρονιστικές αγκυλώσεις, με συνέπεια να μην μπορεί να συμβάλλει, όσο δυνητικά μπορεί, στην επιτυχή προσαρμογή της Ελληνικής Κοινωνίας και Οικονομίας στο ανταγωνιστικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Αυτά τα προβλήματα τα αναγνωρίζουν πολιτικές δυνάμεις και διεθνείς οργανισμοί.
Αυτό όμως δεν σημαίνει:
1ον. Ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει, προκειμένου να στηρίξει τη κατ’ επίφαση «μεταρρυθμιστική της πρωτοβουλία», να προβαίνει σε μια ισοπεδωτική αρνητική κριτική, σε μια γενικευμένη απαξίωση, για το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Αυτή είναι και εσφαλμένη και άδικη.
Διότι στους κόλπους του έχουν αναπτυχθεί κάποιες σημαντικές νησίδες ποιότητας, που δεν θα πρέπει να τις αγνοούμε ή να τις υποτιμούμε.
Σε αρκετές περιπτώσεις παράγεται και προσφέρεται σημαντικό έργο.
Έργο καλής και υψηλής ποιότητας, από διδάσκοντες και φοιτητές, που διακρίνεται σε διεθνές επίπεδο.
2ον. Επίσης, δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνηση, για να στηρίξει την κατ’ επίφαση «μεταρρυθμιστική της πρωτοβουλία», μπορεί να εμφανίζει τις κριτικές γνώμες και τοποθετήσεις που αναπτύσσονται επί του Νομοσχεδίου, από πανεπιστημιακούς και μη, ως, εκ προοιμίου, προσπάθεια προάσπισης προνομίων ή συμφερόντων.
Επιβάλλεται η ορθολογική αξιολόγηση τους και η αξιοποίηση κάποιων εξ αυτών.
3ον. Επιπλέον, δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στην κατ’ επίφαση «μεταρρύθμιση» με ακατανόητη σπουδή.
Επιβάλλεται οι αλλαγές να γίνουν με προσεκτικό τρόπο, με προοπτική σε βάθος χρόνου και με συναινετικότερες διαδικασίες.
Με σύμμαχο και συμπαραστάτη την πανεπιστημιακή κοινότητα, ώστε και να υλοποιηθεί.
4ον. Και τέλος, δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να γκρεμίσει ότι θετικό έχει γίνει μέχρι σήμερα σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Άλλωστε το παρόν Σχέδιο Νόμου δεν χτίζεται σε ερείπια.
Γι’ αυτό και στη σημερινή δήλωση της κα. Υπουργού ότι η Αξιωματική Αντιπολίτευση έκανε κριτική σε λίγα σημεία του Σχεδίου Νόμου, η απάντηση είναι απλή και προφανής:
Όλα τα άλλα είναι ουσιαστικά θεσμοθετημένα από το 2004 και μετά, και επομένως η δήθεν για «πρώτη φορά» εισαγωγή τους στο Νόμο αποτελεί τον απαραίτητο διάκοσμο της δήθεν μεταρρύθμισης.
Και αναφέρομαι σε ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου που ενσωματώνουν ορθές αλλαγές που έχουν ήδη νομοθετηθεί: ενδεικτικά, στο πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, στην αξιολόγηση της ποιότητας των ιδρυμάτων και των μελών ΔΕΠ, στην ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, της διαφάνειας και της κοινωνικής λογοδοσίας των ΑΕΙ, στην προώθηση της ακαδημαϊκής δεοντολογίας, στην ενίσχυση των υπηρεσιών υποστήριξης των φοιτητών, στη διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Αρκεί, συνεπώς, σε αυτά τα σημεία η πλήρης εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, κάτι που μέχρι σήμερα, δυστυχώς, έχει γίνει πλημμελώς.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Εκτός όμως από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, το Σχέδιο Νόμου, παρά τα όποια θετικά στοιχεία στα οποία έχω ήδη αναφερθεί και τις αρκετές επιμέρους βελτιωτικές τροπολογίες του, πάσχει από δομικές αδυναμίες και σχεδιαστικές αστοχίες, αρκετές από τις οποίες επισημαίνονται και στην Έκθεση του Τμήματος Νομοτεχνικής Επεξεργασίας της Βουλής.
Συγκεκριμένα, με το υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου:
- Δημιουργείται ένα νέο συγκεντρωτικό και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο οργανωτικό σχήμα, με απόδοση, ακόμη και μετά τις αλλαγές, υπερβολικών εξουσιών στο Συμβούλιο, ενώ απουσιάζουν τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα, παρά την ορθή πρόβλεψη για σύνταξη έκθεσης από το Συμβούλιο ανά διετία.
- Συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος αρμοδιοτήτων σε μικρό αριθμό προσώπων, κυρίως στα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου, τα οποία και εκλέγουν τα εξωτερικά μέλη.
- Υποβαθμίζεται η αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων. Γιατί όπως έχει γράψει και ο Μάνεσης, «πλήρης αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να νοηθεί στοιχειωδώς παρά με την ανάδειξη των οργάνων που διοικούν τα ΑΕΙ μόνον από όσους τα απαρτίζουν». Η εκλογή όμως του Πρύτανη και του Κοσμήτορα από το Συμβούλιο του Ιδρύματος και όχι άμεσα από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, υποβαθμίζει το κύρος τους και ενθαρρύνει τη συναλλαγή και την αδιαφάνεια.
- Υποβαθμίζεται ο ρόλος της Συγκλήτου μπροστά στις υπερεξουσίες του Συμβουλίου. Θα έπρεπε οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Συγκλήτου να είναι ισορροπημένες, σαφώς διαχωρισμένες και μη επικαλυπτόμενες.
- Υποβαθμίζεται ο ρόλος μελών ΔΕΠ, ακόμη και στα όργανα του Τμήματος. Για παράδειγμα, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η Συνέλευση του Τμήματος να αποτελείται από Καθηγητές που διδάσκουν στο οικείο πρόγραμμα σπουδών που ο αριθμός τους θα καθορίζεται από τον Οργανισμό, και να μην αποτελείται από όλους τους Καθηγητές του προγράμματος; Που αλλού θα συμμετέχουν οι Επίκουροι Καθηγητές αν όχι στο Τμήμα τους;
- Καταργούνται, κακώς, οι Τομείς, οι οποίοι, σε αρκετά Τμήματα, αποτελούν ακαδημαϊκές μονάδες υψηλής λειτουργικότητας. Συντάσσομαι με την άποψη Συναδέλφων μου να διατηρηθούν Τομείς και στη νέα διάρθρωση των ΑΕΙ, κατά την κρίση της Κοσμητείας κάθε επιμέρους Σχολής.
- Τα νόμιμα «προσόντα» για την εκλογή Καθηγητή δεν ορίζονται κατά τρόπο ενιαίο από τον ίδιο τον Νόμο, αλλά από τον Οργανισμό κάθε Ιδρύματος. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί μόνον εσωτερικό θέμα κάθε Ιδρύματος, ειδικά όταν δίνει το δικαίωμα στον Οργανισμό να μην προϋποθέτει την κατοχή διδακτορικού διπλώματος.
- Ενώ τέλος, δεν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα, η οποία και αποτελεί βασική λειτουργία του Πανεπιστημίου.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ένας ευαίσθητος χώρος, με πολλά και σύνθετα προβλήματα.
Απαιτείται η διαρκής μεταρρύθμισή του με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των Ιδρυμάτων, τη θεσμική θωράκιση της διοίκησής τους, την ακαδημαϊκή και οικονομική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, την ενίσχυση των κριτηρίων αριστείας και κοινωνικής λογοδοσίας, την εφαρμογή ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης, την υιοθέτηση υψηλών κριτηρίων αξιοκρατίας, διαφάνειας και αποτελεσματικότητας, την εναρμόνιση θεσμών και δομών με το ευρωπαϊκό περιβάλλον και τα διεθνή πρότυπα.
Αυτή η μεταρρύθμιση θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα διαλόγου, προϊόν σύνθεσης και συνεννόησης, ώστε να μπορέσει και να υιοθετηθεί και να υλοποιηθεί από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα.
Η Κυβέρνηση έχει ακόμη πολλά περιθώρια να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.