H επιδείνωση των δεικτών της Ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας της μη ρεαλιστικής «αγωγής» για τη θεραπεία των «υποκείμενων νοσημάτων» της Ελληνικής οικονομίας αλλά και της διαχειριστικής ανεπάρκειας της τελευταίας Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, κατέστησαν αναπόφευκτη την απόφαση της 26ης – 27ης Οκτωβρίου και αναγκαία την αποτελεσματική εφαρμογή της.
Εφαρμογή που περιλαμβάνει την οικειοθελή συμμετοχή των ιδιωτών στην αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους.
Και μάλιστα μεγαλύτερη απ’ αυτή που προβλέπονταν στις αποφάσεις τόσο του Ιουλίου όσο και του Οκτωβρίου.
Και αυτό διότι οι εκτιμήσεις για το ύψος και τη δυναμική του χρέους διαρκώς επιδεινώνονται.
Το χρέος από 129% του ΑΕΠ το 2009, έχει «εκτοξευθεί» στο 169% το 2011.
Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα και με τις Εκθέσεις Βιωσιμότητας του ΔΝΤ, διότι:
1ον. Η ύφεση είναι βαθιά και χρονικά μακρά.
Υπερβαίνει το 6% το 2011, και αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω του 4% το 2012.
Η χώρα βρίσκεται για 5η συνεχόμενη χρονιά σε ύφεση.
2ον. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και στη λειτουργία των αγορών δεν υλοποιήθηκαν.
3ον. Αποκρατικοποιήσεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 2 χρόνια.
Οι στόχοι διαρκώς αναθεωρούνται προς τα κάτω, και τα προσδοκώμενα οφέλη μειώνονται αισθητά.
4ον. Οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται.
Η πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα εφέτος, πλέον μετατίθεται για του χρόνου.
Και αυτό παρά τη λήψη νέων, επώδυνων, μέτρων για να καλυφθεί η «τρύπα» του υψηλότερου ελλείμματος το 2011 και της βαθύτερης ύφεσης το 2011 και το 2012.
5ον. Η έξοδος στις αγορές διαρκώς απομακρύνεται.
Αυτές οι διαπιστώσεις κατέστησαν αναγκαία την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με τη σημαντική, υψηλότερη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, όπως αυτή συμφωνήθηκε κατά την τελευταία Σύνοδο του Eurogroup και αποτυπώνεται στο υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου.
Σχέδιο Νόμου, στο οποίο ρυθμίζονται οι κανόνες του «κουρέματος» των επιλέξιμων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου και θεσμοθετούνται οι Κανόνες Συλλογικής Δράσης.
Κανόνες, με τους οποίους οι ομολογιούχοι μπορούν να αποφασίζουν την αναπροσαρμογή του δημοσίου χρέους, μέσα από συλλογικές διαδικασίες, δεσμευτικά, με έρεισμα την αρχή της πλειοψηφίας, συμφωνώντας στην τροποποίηση τίτλων που κατέχουν.
Υπάρχουν όμως 4 θέματα που πρέπει να αξιολογηθούν, να συνεκτιμηθούν και να αντιμετωπισθούν:
1ον. Το ζήτημα της συμμετοχής στο «κούρεμα» του χρέους των φυσικών προσώπων – αποταμιευτών.
Θεωρούμε πως πρέπει να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για τη δίκαιη αντιμετώπισή τους.
Φυσικά πρόσωπα που έκαναν, ουσιαστικά, μια αποταμίευση των κόπων τους, στηρίζοντας, ταυτόχρονα, το Ελληνικό Δημόσιο.
Επιπρόσθετα, η προστασία τους θα δημιουργήσει ασφάλεια για ανάλογες επενδύσεις στο μέλλον και θα συντελέσει, από την πλευρά της, στην προσπάθεια για επανεκκίνηση της οικονομίας.
Οι όποιες τεχνικές δυσκολίες πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι αποταμιευτές να προστατευθούν με ειδικούς μηχανισμούς.
2ον. Το ζήτημα της συμμετοχής στο «κούρεμα» του χρέους των φαρμακευτικών εταιρειών που πληρώθηκαν για τα χρέη των δημόσιων νοσοκομείων που εκκρεμούσαν με ομόλογα.
Τα ομόλογα αυτά είχαν μηδενικό επιτόκιο και δεν παρελήφθησαν από τις εταιρείες για επενδυτικό σκοπό, αλλά για εξόφληση οφειλής του Δημοσίου.
Οι πολυεθνικές εταιρείες του κλάδου προχώρησαν σε άμεση πώληση των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, καθότι χρηματοδοτούνται από τη μητρική τους εταιρεία και δεν είχαν δανεισμό στην Ελλάδα.
Πολλές ελληνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να εκχωρήσουν τα ομόλογα αυτά στις τράπεζες σαν εγγύηση για τα δάνεια που έχουν συνάψει για κεφάλαιο κίνησης.
Η εισαγωγή των ομολόγων αυτών στο PSI δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, το οποίο και πρέπει να αντιμετωπισθεί από την Κυβέρνηση.
3ον. Το ζήτημα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Θα πρέπει να αντιμετωπισθεί συνεκτιμώντας τις επιπτώσεις από το βαθύτερο «κούρεμα» και το αποτέλεσμα της έκθεσης της BlackRock για την ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους.
Στόχος πρέπει να είναι η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και η τόνωση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Το αναγκαίο ποσό εκτιμάται ότι μπορεί να διαμορφωθεί κοντά στα 50 δισ. ευρώ.
4ον. Το ζήτημα της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών φορέων.
Αυτή θα πρέπει να διασφαλισθεί λόγω της μείωσης της περιουσίας τους.
Η μείωση, σύμφωνα και με την Ειδική Έκθεση και τις σχετικές δεσμεύσεις των Συναρμόδιων Υπουργών, αναμένεται να αναπληρωθεί από την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και ΝΠΔΔ, τα οποία θα περιέλθουν στο συνιστώμενο «Ταμείο Στήριξης Ασφαλιστικού Συστήματος».
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους μας, αλλά και σε όλους τους πολίτες, ότι δεν αρκεί το «κούρεμα» του χρέους για να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητά του.
Άλλωστε, το δημόσιο χρέος αναμένεται να ανέλθει, μετά και την αναδιάρθρωση του χρέους, στο 120,5% του ΑΕΠ το 2020, δηλαδή στο επίπεδο περίπου που ήταν το 2009.
Στο ίδιο ύψος που προέβλεπε και το αρχικό Μνημόνιο για το ίδιο έτος, το 2020.
Και μάλιστα, χωρίς τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, χωρίς την πρόβλεψη για αποκρατικοποιήσεις και αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου, χωρίς το «κούρεμα» των ομολόγων.
«Κούρεμα» το οποίο αποτελεί, πλέον, αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Και αυτό γιατί, για την μεσο-μακροχρόνια αντιμετώπισή του απαιτούνται:
1ον. Η επίτευξη ετήσιων υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων, μέσα από την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, αφού πρώτα επαναξιολογηθούν και τροποποιηθούν συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες έχουν αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματικές ή κοινωνικά άδικες.
2ον. Η συμπλήρωση των πολιτικών με μέτρα για την ανάσχεση της ύφεσης, την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας, τον περιορισμό της ανεργίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Είναι πλέον κοινή, και όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, η πεποίθηση ότι χωρίς ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας ούτε οι άμεσοι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν, ούτε το χρέος θα καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο.