Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Συγγραφείς του Βιβλίου και τις Εκδόσεις Παπαζήση για την πολύ τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυναν να παρουσιάσω, μαζί με άλλους εκλεκτούς καλεσμένους, Συναδέλφους μου από τον πανεπιστημιακό χώρο και το πεδίο της πολιτικής, το εγχειρίδιο με τίτλο «Οικονομική Πολιτική Σταθεροποίησης και Αστάθεια στην ΟΝΕ».
Για εμένα, η αποδοχή αυτής της πρόσκλησης ήταν πρόκληση και ευκαιρία.
Πρόκληση, από την πλευρά του πανεπιστημιακού, να ιχνηλατήσω το ερευνητικό βάθος των συγγραφέων στο άκρως επίκαιρο και ενδιαφέρον αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Πρόκληση, από την πλευρά του πολιτικού, προκειμένου να αντλήσω σκέψεις και προτάσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της οικονομικής πολιτικής.
Ευκαιρία να μελετήσω, συγκεντρωμένο σε ένα εγχειρίδιο με πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές, το μοντέλο οικονομικής θεωρίας της «νέας συναίνεσης».
Σήμερα, αισθάνομαι δικαιωμένος γι’ αυτή την επιλογή μου.
Το βιβλίο αποτελεί εφαλτήριο για γόνιμη σκέψη και θρυαλλίδα για προβληματισμό.
Συνιστά χρήσιμο εργαλείο αναφοράς για σπουδαστές, ερευνητές και μελετητές της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.
Κυρίες και Κύριοι,
Θα μου επιτρέψετε, στο πλαίσιο και της δικής μου συμβολής στη σημερινή παρουσίαση, να μοιραστώ μαζί σας 5 σκέψεις που αναπτύσσονται στις σελίδες του βιβλίου.
1η Σκέψη: Υποστηρίζουν οι συγγραφείς, και ορθώς, ότι η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η διαχείριση από μέρους της Ευρώπης της οικονομικής κρίσης προκαλούν προβληματισμό, ανησυχία και απαισιοδοξία.
Απουσιάζει η αλληλεγγύη και αναζητείται ο συντονισμός.
Απόρροια, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, «της συνύπαρξης ενός κοινού νομισματικού συστήματος με τις διαφορετικές εθνικές δημοσιονομικές αρχές».
Ας μην ανατρέξουμε στο παρελθόν, όπου μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι στην Ευρώπη υπήρξε ανυπαρξία αποτελεσματικού μηχανισμού επίλυσης κρίσεων.
Ας αξιολογήσουμε τις πρόσφατες ευρωπαϊκές αποφάσεις που σχετίζονται με το «Σύμφωνο για το Ευρώ» [«Σύμφωνο για το Ευρώ+»], με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και με τον καθορισμό της δέσμης νομοθετικών προτάσεων για την «Οικονομική Διακυβέρνηση».
Αποφάσεις που, θεωρητικά, αποσκοπούν στη βελτίωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, στην ενίσχυση της σταθερότητας στην ευρωζώνη, στην τόνωση της οικονομικής διακυβέρνησης και της ανταγωνιστικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην εύρεση λύσης στο πρόβλημα κρατικού χρέους.
Παρά τα θετικά στοιχεία που υπάρχουν σε αυτές τις αποφάσεις (όπως είναι η θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, η δυνατότητα παρέμβασης αυτού στην πρωτογενή αγορά, η αποφυγή των Γερμανικών μαξιμαλιστικών απαιτήσεων, όπως είναι η ενσωμάτωση των δημοσιονομικών κανόνων στα Εθνικά Συντάγματα, η υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων «φρένου στις δαπάνες»), εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές επιφυλάξεις, προβληματισμοί και ερωτηματικά για σειρά ζητημάτων.
Όπως είναι:
1ον. Η συμμετοχή των ιδιωτών στο ρίσκο των κρατικών ομολόγων, εισάγοντας την έννοια της αναδιάρθρωσης μέσα από τις ρήτρες συλλογικής δράσης, στοιχείο που εκτιμάται ότι θα αυξήσει το κόστος δανεισμού για αρκετές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, δημιουργώντας έτσι προβλήματα, αντί για σταθεροποίηση.
Στο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, προσωπικά θεωρώ ότι ακόμη και η συζήτηση γι’ αυτήν δεν βοηθάει τη χώρα.
Και επίσης πιστεύω ότι η αναδιάρθρωση δεν αποτελεί επιλογή ούτε για την Ελλάδα ούτε για την ευρωζώνη.
Αντίθετα η χώρα μας, με την αναγκαία αλλαγή των όρων του Μνημονίου, θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για δημοσιονομική εξυγίανση, αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου και επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης το συντομότερο δυνατόν.
Γιατί η αναδιάρθρωση, ακόμη και στην πιο «βελούδινη» εκδοχή της, συναινετική και συμφωνημένη σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, θα θεωρηθεί, ενδεχομένως, το πρώτο βήμα για μια ευρύτερη αναδιάρθρωση στο μέλλον.
2ον. Η ένταση και η έκταση των προϋποθέσεων προκειμένου να στηριχθούν τα κράτη-μέλη που έχουν ανάγκη, πρέπει να λειτουργούν ως κίνητρα για να εξυγιάνουν οι χώρες τα οικονομικά τους, και όχι, όπως γίνεται σήμερα στη χώρα μας, ως βασικά συστατικά που τη βυθίζουν σε βαθύτερη κρίση.
3ον. Δεν είναι ακόμη γνωστό με ποιόν τρόπο θα γίνεται η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Ο μηχανισμός απόφασης είναι σημαντικός με δεδομένο ότι η αξιολόγηση θα γίνεται κατά περίπτωση (case-by-case basis).
Ενώ ακόμη δεν γνωρίζουμε βασικούς δείκτες με βάση τους οποίους θα αξιολογείται η κάθε χώρα σύμφωνα με τους κανόνες της «Οικονομικής Διακυβέρνησης».
Πάντως, σε τελική ανάλυση, πολλές από τις σημερινές συστάσεις είναι αντίστοιχες αυτών που περιγράφονταν στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, με την οποία, στοχεύαμε, δυνητικά, ως Ευρώπη, να «γίνουμε η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο μέχρι το 2010».
Και αντί αυτού, σύμφωνα και με τους συγγραφείς, «η ευρωπαϊκή οικονομία γίνεται ολοένα και πιο νωθρή και προβληματική».
4ον. Το «φρένο χρέους», ορθός μηχανισμός «επιβολής δημοσιονομικής πειθαρχίας στις κυβερνήσεις», είναι ιδιαίτερα απαιτητικό για χώρες όπως η Ελλάδα.
Απαιτεί την ύπαρξη τουλάχιστον ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Για παράδειγμα, η Ιταλία, με έτος αναφοράς το 2013, και με την παραδοχή ονομαστικής μεγέθυνσης 3% για το 2013-2022 και 3,5% για το 2023-2032, θα πρέπει να επιτύχει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς για 20 χρόνια.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για την Ελλάδα.
Τα ανωτέρω εκτιμώ ότι επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση των συγγραφέων ότι οι ευρωπαϊκές αποφάσεις προκαλούν ανησυχία και γεννούν προβληματισμό.
2η Σκέψη: Υποστηρίζουν οι συγγραφείς, και ορθώς, ότι στην Ευρώπη παρατηρούνται θεσμικές ακαμψίες και υπάρχουν αντιπληθωριστικές εμμονές.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τον Ιούλιο του 2008, αύξησε το βασικό επιτόκιο, και ξεκίνησε τις μειώσεις μόλις τον Οκτώβριο του 2008.
Από την άλλη πλευρά όμως, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω, ότι η ΕΚΤ, αν και με καθυστέρηση, αν και διστακτικά, αν και πιο συντηρητικά από την Fed, αν και με μικρότερη αύξηση του ενεργητικού της σε σχέση με την Fed, κατέφυγε σε μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής προκειμένου να διοχετεύσει ρευστότητα στην Οικονομία και να καθησυχάσει τις αγορές μέσα στη δίνη των διαφωνιών των πολιτικών ηγεσιών των χωρών της ευρωζώνης.
Ήταν όμως η πρώτη Κεντρική Τράπεζα του κόσμου που, τον Αύγουστο του 2007, παρενέβη στη διατραπεζική αγορά παρέχοντας ρευστότητα.
Ενώ προχώρησε και σε πρόγραμμα απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά.
Και συνέχισε να αποδέχεται ελληνικά κρατικά ομόλογα, βέβαια στην αγοραία τους αξία, ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, ασχέτως της πιστοληπτικής τους αξιολόγησης.
Έτσι, η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ αυξήθηκε από τα 4,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2007 στα 98 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2010.
Το ποσό αυτό είναι σε απόλυτα μεγέθη το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη, μετά την Ιρλανδία, αλλά το υψηλότερο ως ποσοστό του ενεργητικού των εγχώριων τραπεζών.
Και είναι προφανές ότι η μελλοντική πορεία των Ελληνικών τραπεζών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική χορήγησης ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Συνεπώς τα 10 πρώτα χρόνια της ΟΝΕ, η ΕΚΤ αποδείχθηκε ένας ιδιαιτέρως ικανός και επιτυχημένος οργανισμός, ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα της κρίσης.
3η Σκέψη: Αναφέρουν οι συγγραφείς, και ορθώς, ότι «ο πολύ χαμηλός βαθμός ρεαλισμού του μοντέλου της “νέας συναίνεσης” οδηγεί στην άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που έχει μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονομεύει την οικονομική και πολιτική σταθερότητα των χωρών-μελών, καθώς και της ίδιας της ΟΝΕ».
Οικονομική πολιτική που εδράζεται κυρίως στη νομισματική πολιτική, με τη δημοσιονομική πολιτική να διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο και να εξαντλείται στη χρησιμοποίηση των λεγόμενων αυτόματων σταθεροποιητών.
Δεν αρκούν όμως οι αυτόματοι σταθεροποιητές, επιβάλλεται η αξιοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της ενεργής δημοσιονομικής παρέμβασης, με αξιολόγηση του μεγέθους του πολλαπλασιαστή ανάλογα με το εργαλείο και τις δημοσιονομικές συνθήκες, για τη μακροχρόνια και ισόρροπη σταθεροποίηση της οικονομίας, για τη βελτίωση του μεσοπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και για την επίτευξη στόχων κοινωνικής πολιτικής.
4η Σκέψη: Σύμφωνα με τους συγγραφείς, και ορθώς, οι αγορές τιμωρούν τις χώρες εκείνες που έχουν «μη διατηρήσιμα» ελλείμματα και «μη βιώσιμα» χρέη.
Μόνο που οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και η θεσμική ανεπάρκεια της Ευρώπης «ρίχνουν λάδι στις κερδοσκοπικές μηχανές».
Στην περίπτωση βέβαια της Ελλάδας σαφώς και ευθύνεται η αρχιτεκτονική της Ευρώπης, αφού οι αγορές συνειδητοποίησαν ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι η κορυφή του παγόβουνου σε μια νομισματική ένωση η οποία δεν στηρίζεται σε σταθερά δημοσιονομικά θεμέλια.
Ευθύνονται όμως κυρίως οι ασκούμενες πολιτικές, τόσο του παρελθόντος όσο και η παρούσα.
Η χώρα αντιμετωπίζει, με ρίζες στη δεκαετία του ΄80. το πρόβλημα των «δίδυμων ελλειμμάτων και χρεών».
Και η παρούσα Κυβέρνηση, με πράξεις και παραλείψεις της, μετέτρεψε το πρόβλημα σε κρίση δανεισμού και εγκλώβισε την Ελλάδα στις «δίδυμες παγίδες της χρεοκοπίας και της κερδοσκοπίας».
5η Σκέψη: Ισχυρίζονται οι συγγραφείς, και ορθώς, ότι ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε μετά την ελληνική κρίση είναι αξιοσημείωτα προβληματικός και δεν μπορεί να καλύψει το θεσμικό έλλειμμα της αρχιτεκτονικής του Μάαστριχτ.
Η, κατ’ αρχάς μυστική, «συνάντηση του Λουξεμβούργου», που δυστυχώς συνοδεύτηκε από ανεύθυνη σεναριολογία, επιβεβαιώνει το αδιέξοδο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Για να χρησιμοποιήσω, παραφράζοντάς τον, τον τίτλο του 5ου Κεφαλαίου: «Τα μακροοικονομικά μεγέθη δείχνουν την αναποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα».
Η ύφεση είναι βαθιά και παρατεταμένη, το έλλειμμα δεν μειώνεται με βιώσιμο τρόπο, το χρέος αυξάνει και ενισχύει τη δυναμική του, ο πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, η «διαρθρωτική» παραγωγικότητα συρρικνώνεται, η παραγωγική βάση απομυζάται, τα «λουκέτα» πολλαπλασιάζονται, η ανεργία καλπάζει, ο κοινωνικός ιστός αποδιοργανώνεται, η φτώχεια διευρύνεται.
Είναι προφανές, και ομολογείται από πολλές πλευρές, εντός και εκτός χώρας, και από εταίρους μας, ότι χρειάζεται ριζική αλλαγή των όρων του Μνημονίου.
Ώστε η δημοσιονομική εξυγίανση να είναι βιώσιμη και η ανάπτυξη διατηρήσιμη.
Ώστε να πιάσουν τόπο οι μεγάλες και διευρυνόμενες θυσίες των Ελλήνων πολιτών.
Κυρίες και Κύριοι,
Συμπερασματικά, η ξενάγηση στις σελίδες του βιβλίου, η οποία και δεν εξαντλείται σε αυτά τα στοιχεία, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη.
Εύχομαι ολόψυχα, το ανά χείρας βιβλίο να βρει την ανταπόκριση που προσδοκούν οι συγγραφείς, και να διαβαστεί, να μελετηθεί καλύτερα, από πολλούς, όσο γίνεται περισσότερους…