Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι Υπουργοί θα τοποθετηθούν στις επόμενες συνεδριάσεις επί των διατάξεων που αφορούν συγκεκριμένα το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας και θα δώσουν απαντήσεις, όπως έπραξαν και στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων.
Θα μου επιτρέψετε, όμως, πριν μιλήσω για το Κεφάλαιο Δ’ – γιατί δεν είναι μόνο φορολογικά θέματα μέσα στο νομοσχέδιο – να καταθέσω πέντε πολύ σύντομες σκέψεις, επειδή ετέθησαν και ιδεολογικά θέματα.
Η άποψη της Νέας Δημοκρατίας, η άποψη της Κυβέρνησης από το Νοέμβριο του 2012 είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνεται κυρίως από το σκέλος των δαπανών.
Άρα, το ποιος θέλει να επιβάλλει φόρους ή όχι αποδεικνύεται στην πράξη.
Πιστεύουμε – και αποδεικνύεται η ορθότητα της επιλογής – ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι βιώσιμη όταν εδράζεται κυρίως στο σκέλος των δαπανών, κατά τα 2/3 από αυτό και κατά το 1/3 από το σκέλος των εσόδων.
Και όποιοι επικαλέστηκαν σήμερα την έκθεση του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος νομίζω ότι μπορούν να το δουν αποτυπωμένο μέσα.
Δεύτερον, οι εκτιμήσεις μας είναι αποτέλεσμα και προϊόν, όπως έχω πει και άλλες φορές εδώ πέρα από το Βήμα, ρεαλιστικής εκτίμησης και εκτέλεσης των δεδομένων του προϋπολογισμού, για πρώτη φορά και στο σκέλος των εσόδων. Άρα, όσοι αμφισβήτησαν τους ποσοτικούς στόχους των διαφόρων μεγεθών κυρίως από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, όταν μιλούσαν συνάδελφοι από τη Νέα Δημοκρατία, νομίζω ότι το πρόσφατο παρελθόν των τελευταίων δεκαοχτώ μηνών επιβεβαιώνει το ρεαλισμό αυτών των εκτιμήσεων.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα – και είναι η τρίτη παρατήρηση – αυτού του ρεαλισμού;
Είναι ότι για πρώτη φορά το τελευταίο χρονικό διάστημα επήλθαν οι πρώτες στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Μειώθηκε το ΕΕΤΑ κατά 15% και θα μειωθεί, θα παραμείνει μειωμένος ο ΦΠΑ στην εστίαση κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Τέταρτη παρατήρηση.
Δεν νομίζω ότι διαφωνεί κανείς με το ότι η ακίνητη περιουσία πρέπει να φορολογείται, όπως συμβαίνει και σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Το ζήτημα είναι η φορολόγησή της να διαπνέεται από λογική και δικαιοσύνη.
Η εκτίμηση της Κυβέρνησης είναι ότι ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας των ακινήτων στοχεύει στην καθολική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή στη φορολόγηση όλων των ακινήτων που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως της ηλεκτροδότησης ή μη, όπως λέει και η εισηγητική έκθεση, διευρύνοντας καθοριστικά με τον τρόπο αυτό τη φορολογητέα ύλη, με συνέπεια τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και θα προσέθετα και τη χαμηλότερη σε σχέση με αυτό που είχαμε δεσμευτεί στο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής για τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας.
Αν ανατρέξει κανείς στα πρόσφατα κείμενα των προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής, θα δει ότι τα προσδοκώμενα αποτελέσματα από αυτήν τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων είναι χαμηλότερα σε σχέση με τις αρχικές μας δεσμεύσεις.
Τελευταία παρατήρηση.
Ετέθη πράγματι – και ορθώς – από συναδέλφους και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης το ζήτημα του συμψηφισμού.
Με το παρόν νομοσχέδιο προβλέπεται ρητά στο άρθρο 48 παράγραφος 14 ο συμψηφισμός απαιτήσεων και καθίσταται σαφές ότι ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας δεν επηρεάζει την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Προβλέπεται μάλιστα ο συμψηφισμός όχι μόνο φορολογικών απαιτήσεων, αλλά και κάθε άλλης απαίτησης.
Άρα γίνεται ένα πρώτο, ένα ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο, βρίσκεται στην τελική φάση επεξεργασίας τροποποιήσεων στο θεσμικό πλαίσιο του συμψηφισμού, όπως αυτό προβλέπεται στον ΚΕΔΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί – και αυτό είναι το ζητούμενο – ότι αυτό το θεσμικό πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει και αποτελεσματικά και στην πράξη και μάλιστα όχι μόνο για το δημόσιο, όχι μόνο για το κράτος, αλλά για τη Γενική Κυβέρνηση, για όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
Με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζουμε τις δυσλειτουργίες που έχουν παρατηρηθεί στην πράξη στην εφαρμογή των διατάξεων για το συμψηφισμό και ταυτόχρονα διευρύνουμε καθοριστικά τις κατηγορίες απαιτήσεων που επιδέχονται συμψηφισμό.
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ κωδικοποιημένα επί των ρυθμίσεων του Κεφαλαίου Δ΄ του σχεδίου νόμου, που αφορούν και ρυθμίσεις για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, μη φορολογικές ρυθμίσεις, ορθές, όχι προϊόν νοσηρής φαντασίας, όπως είπε συνάδελφος της Αντιπολίτευσης, αφού άλλωστε δεν υπάρχει και οποιαδήποτε παρατήρηση επ’ αυτών από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής που ο ίδιος συνάδελφος επικαλέστηκε για άλλες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο παρόν νομοσχέδιο υπάρχουν ρυθμίσεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό, οι οποίες και το ενισχύουν.
Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 4151/2013 τροποποιήθηκαν οι ρυθμίσεις αναφορικά με την εξόφληση των χρηματικών ενταλμάτων που εκδίδονται από τις υπηρεσίες δημοσιονομικού ελέγχου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις αυτές η αρμοδιότητα πληρωμής των εν λόγω χρηματικών ενταλμάτων μεταφέρεται από 01.01.2014 από τις ΔΟΥ στις ΥΔΕ.
Ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα γίνει συνιστά σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και μία τομή στα δημοσιονομικά οικονομικά και δεδομένα, που με τις ρυθμίσεις της παρούσας νομοθετικής πρωτοβουλίας ενισχύεται.
Ειδικότερα, εξειδικεύονται και προσδιορίζονται οι νέες αρμοδιότητες που αναλαμβάνουν οι ΥΔΕ και ταυτόχρονα καθορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες από τις οποίες και θα ασκούνται.
Παράλληλα, θα υπάρξει και μία νομοθετική προσθήκη–τροποποίηση, με την οποία για λόγους ευελιξίας και διευκόλυνσης της μετάβασης μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 2014 η εξόφληση των χρηματικών ενταλμάτων δύναται να διενεργείται και από τις ΔΟΥ, εφόσον βέβαια παρίσταται ανάγκη.
Επίσης, με άλλες διατάξεις του σχεδίου νόμου που αφορούν περαιτέρω θέματα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διευθετούνται – και είναι πολύ σημαντικό αυτό – ζητήματα που σχετίζονται τόσο με την αποτελεσματική λειτουργία της κινητικότητας των υπαλλήλων μεταξύ των δομών του δημοσίου όσο και για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας.
Ειδικότερα, αντιμετωπίζονται επιτυχώς οι δημοσιονομικές μεταβολές που επιφέρει η κινητικότητα των υπαλλήλων στους προϋπολογισμούς των φορέων αποχώρησης και υποδοχής, μεταξύ των οποίων μετακινείται το προσωπικό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις μεταβολές που προκαλούνται στο στενό δημόσιο τομέα, αλλά και στις ανάλογες μεταβολές που προκαλούνται από την κινητικότητα μεταξύ των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα – Γενική Κυβέρνηση δηλαδή – και στο πλαίσιο του συνολικού υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου.
Συγκεκριμένα, θεσπίζεται ότι η ανακατανομή του προσωπικού θα πρέπει να συνοδεύεται από παράλληλη ανακατανομή των πιστώσεων για την κάλυψη των δαπανών μισθοδοσίας τού υπό κινητικότητα προσωπικού, μαζί με το προσωπικό και οι πόροι.
Έτσι επιτρέπεται η ορθολογική κατανομή του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα, συμβάλλοντας σημαντικά στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι ρυθμίσεις με τις οποίες μειώνεται η γραφειοκρατία και για το Γενικό Λογιστήριο και για τους επιχορηγούμενους φορείς.
Υπενθυμίζω ότι με τις διατάξεις των Νόμων 4052/2012 και 4129/2013 καθιερώθηκε η διαδικασία ελέγχου επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων των φορέων που επιχορηγούνται και χρηματοδοτούνται από τις δομές της Γενικής Κυβέρνησης.
Σήμερα για τους εν λόγω φορείς προβλέπεται μετά το δίμηνο που ακολουθεί τη λήξη του οικονομικού έτους η υποχρέωση υποβολής στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους απολογισμού της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας και ξεχωριστού απολογισμού της επιχορήγησης ή χρηματοδότησης που έλαβαν και είναι μικρότερη του 100% των συνολικών χρηματικών ποσών που διαχειρίστηκαν.
Πρόκειται, όπως καταλαβαίνετε, για μία υποχρέωση που δεν συνάδει με την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αδήριτη ανάγκη για καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Έτσι, με την προτεινόμενη ρύθμιση τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει κατά ορθότερο τρόπο με βάση και τις αρχές της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας να κατατίθενται στη δομή από την οποία εποπτεύονται οι φορείς λήψης της χρηματοδότησης ή επιχορήγησης και εφόσον η εποπτεύουσα δομή και η δομή χρηματοδότησης ή επιχορήγησης δεν ταυτίζονται.
Συνεπώς, καταργούμε άλλη μία γραφειοκρατική διαδικασία.
Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται τόσο το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους όσο και οι εμπλεκόμενοι φορείς να ανταποκριθούν έκαστος στο ρόλο του, καθώς μειώνεται δραστικότατα η γραφειοκρατία, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε έκπτωση σε θέματα ελέγχου.
Και αυτό γιατί όσον αφορά στον έλεγχο ούτως ή άλλως σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό για όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παρακολουθεί ενδελεχώς την εκτέλεση των προϋπολογισμών τους, αφού αυτοί ελέγχονται κάθε μήνα με βάση τα στοιχεία των εισπράξεων, των πληρωμών, των απλήρωτων υποχρεώσεων.
Τέλος, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της επιστροφής της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου εντάσσεται η θεσμική και η λειτουργική ενδυνάμωση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, του ΟΔΔΗΧ.
Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απαίτηση για προσεκτικούς και συντονισμένους χειρισμούς, καθίσταται επιτακτική και αδήριτη τόσο η διατήρηση της υφιστάμενης θεσμικής κατάστασης του οργανισμού όσο και η ανάληψη περαιτέρω αρμοδιοτήτων πάνω στη διαχείριση του δημοσίου χρέους.
Προς αυτήν την κατεύθυνση και πέραν των αναγκών που προκύπτουν από την τρέχουσα συγκυρία συνηγορεί το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο με δύο γνωμοδοτήσεις το 2008 και το 2009 υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία και την ειδικότητα του σκοπού του συγκεκριμένου οργανισμού η οποία και δικαιολογεί τις όποιες ιδιαιτερότητες εντοπίζονται στις αρμοδιότητες και στη λειτουργία του.
Συνεπώς, ως προς τα ζητήματα συγκρότησης, σύνθεσης, λειτουργίας, αρμοδιότητας και συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΔΔΗΧ εφαρμόζονται οι σχετικές ειδικές διατάξεις του ιδρυτικού νόμου του 1998.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, η οποία δομείται σε μία ex officio διαδικασία και μέλη του είναι εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη προερχόμενα από τους φορείς της πολιτείας που είναι άμεσα εμπλεκόμενοι και ως έναν βαθμό συναρμόδιοι για την εκτίμηση και τη διαμόρφωση της πολιτικής και διαχείρισης του δημόσιου δανεισμού, αλλά και της διαχείρισης του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα.
Αυτοί οι φορείς είναι η Τράπεζα της Ελλάδας, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της θεσμικής και λειτουργικής ενδυνάμωσης του οργανισμού εντάσσονται και οι υπό συζήτηση ρυθμίσεις, για τις οποίες επαναλαμβάνω ότι δεν έχει γίνει καμμία αναφορά ή παρατήρηση από την ΚΕΝΕ και από το έγγραφο το οποίο έχετε στα χέρια σας.
Συστήνεται στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Διεύθυνση Δημοσίου Χρέους, στην οποία μεταφέρονται οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Δημοσίου Χρέους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ενεργεί θεσμοθετημένα ο ΟΔΔΗΧ κατά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων ως εντολοδόχος στο όνομα και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου.
Συνιστώνται στον ΟΔΔΗΧ για τη στελέχωση της Διεύθυνσης Δημοσίου Χρέους δεκαέξι θέσεις κατηγορίας ΠΕ και πέντε θέσεις κατηγορίας ΔΕ.
Οι θέσεις αυτές καλύπτονται δυνητικά με απόσπαση προϊσταμένων και υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα.
Ενισχύεται νομοθετικά ο ρόλος τού εποπτεύοντος το συγκεκριμένο φορέα Υπουργού και θεσμοθετείται η απαραίτητη συνεργασία της αρμόδιας Διεύθυνσης των Λογαριασμών του Δημοσίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με τον ΟΔΔΗΧ.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που καθιστούν τον οργανισμό ικανό να ανταποκριθεί στον ευρύτερο σχεδιασμό για τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών, που θα επιτρέψουν την επάνοδο της χώρας στις αγορές.
Προς αυτήν την κατεύθυνση και σε συνδυασμό με τις ήδη σημαντικές δημοσιονομικές επιδόσεις και τις αισιόδοξες μακροοικονομικές ενδείξεις προωθείται μέσω αυτών των ρυθμίσεων με τρόπο συστηματικό ο σχεδιασμός χρηματοοικονομικών τεχνικών, που θα καταστήσει, όπως έχω πει και άλλη φορά από αυτό εδώ το Βήμα, εφικτή την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου κατά το β΄ εξάμηνο του 2014.
Ευχαριστώ πολύ.