Οι τρεις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής είναι η έξοδος στις αγορές με ρεαλιστικούς όρους δανεισμού, η επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και η αντιμετώπιση του διαρκώς αυξανόμενου ιδιωτικού χρέους. Αυτές οι προκλήσεις απαιτούν ολοκληρωμένο σχέδιο, πολιτική βούληση, υπευθυνότητα, αξιοπιστία και αποφασιστικότητα – στοιχεία που, αποδεδειγμένα πλέον, δεν διαθέτει η σημερινή ιδεοληπτική κυβέρνηση.Η «καθαρή» έξοδος από τα μνημόνια, αν και επιθυμητή, με αποκλειστική ευθύνη της τωρινής κυβέρνησης δεν είναι σήμερα εφικτή. Και αυτό γιατί, σε αντιδιαστολή με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη που βγήκαν από τα προγράμματα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει ήδη ψηφίσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας για μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018, έχει δεσμεύσει τη δημόσια περιουσία της χώρας για έναν αιώνα, έχει συμφωνήσει η υλοποίηση των παρεμβάσεων για το χρέος να γίνει μετά το καλοκαίρι και έχει αποδεχθεί τον μηχανισμό ενισχυμένης και όχι μεταπρογραμματικής εποπτείας, που συνοδεύεται από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις. Το δήθεν αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης αποτελεί μία γενικόλογη «έκθεση ιδεών», με ενσωματωμένες ιδεοληπτικές εμμονές, χωρίς αναπτυξιακό προγραμματισμό, ποσοτικοποιημένους στόχους και συγκεκριμένες, εφαρμόσιμες πολιτικές. Απαιτείται, συνεπώς, η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και ρεαλιστικού σχεδίου επίτευξης υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και δημιουργίας ποιοτικών θέσεων απασχόλησης, ώστε να επιστρέψει ένα ποσοστό της αυξανόμενης «διαρροής εγκεφάλων» και να ανταποκριθεί η χώρα στον δομικό μετασχηματισμό της εργασίας εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης. Ένα σχέδιο που θα ενισχύει την ποσότητα και θα βελτιώνει τη σύνθεση του πλούτου της χώρας, χωρίς πρόσθετη εσωτερική υποτίμηση, με ενίσχυση των εξαγωγών και των εταιρικών επενδύσεων, το οποίο θα οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας όλων των συντελεστών παραγωγής, νέων και παραδοσιακών. Αυτό προϋποθέτει μεταβολές στη σύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας, με έμφαση στις εξαγωγές διεθνώς και με ενίσχυση βασικών μεγεθών ποιότητας των θεσμών και επίδοσης της οικονομίας, όπως είναι η ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, οι επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτομία. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε ήδη καταθέσει ένα συνεκτικό και τεκμηριωμένο σχέδιο, με στόχο τη μέγιστη οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων και του παραγόμενου πλούτου, με βασικούς άξονες τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και την επενδυτική ελκυστικότητα της οικονομίας, την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής με πολιτικές αντιμετώπισης της φτώχειας.