Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Συγγραφείς του Βιβλίου για την πολύ τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυναν να παρουσιάσω, μαζί με άλλους εκλεκτούς καλεσμένους, το εγχειρίδιο με τίτλο «Σύγχρονη Θεωρία Χαρτοφυλακίου».
Για εμένα, η αποδοχή της πρόσκλησης ήταν πρόκληση και ευκαιρία.
Πρόκληση, από την πλευρά του πανεπιστημιακού, προκειμένου να ιχνηλατίσω το ερευνητικό βάθος και εύρος των συγγραφέων σε ένα αντικείμενο που δεν υπάρχει πλούσια ελληνική βιβλιογραφία.
Πρόκληση, από την πλευρά του πολιτικού, προκειμένου να αντλήσω λύσεις και εφαρμογές σε προβλήματα που βιώνουμε σήμερα στο χώρο της Οικονομίας.
Ευκαιρία να δω συγκεντρωμένη και εστιασμένη, σε ένα ελληνικό εγχειρίδιο, τη σύγχρονη θεωρία χαρτοφυλακίου.
Ευκαιρία να εμπλουτίσω τις σημειώσεις μου αλλά και τον όγκο των προτεινόμενων συγγραμμάτων σε σχετικά μαθήματα Μεταπτυχιακού Επιπέδου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σήμερα αισθάνομαι δικαιωμένος γι’ αυτή την επιλογή μου.
Η ξενάγηση στις σελίδες του βιβλίου ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη.
Το παρόν σύγγραμμα έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία.
Το κενό σε ότι αφορά την ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου πανεπιστημιακού συγγράμματος, το οποίο θα εστιάζει αποκλειστικά στη σύγχρονη θεωρία χαρτοφυλακίου.
Παρουσιάζοντας όλη τη συναφή τεχνική ορολογία.
Περιέχοντας πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές.
Κυρίες και Κύριοι,
Το Βιβλίο ουσιαστικά δομείται σε 4 βασικές ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα αναπτύσσεται η διαχείριση μετοχικών χαρτοφυλακίων.
Ερευνητική περιοχή που έχει απασχολήσει πολλούς αναλυτές για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ουσιαστικά από το 1952.
Σε αυτή την ενότητα ομαδοποιούνται και παρουσιάζονται οι 4 διαδοχικές φάσεις της διαδικασίας διαχείρισης χαρτοφυλακίων, δηλαδή αυτές του σχεδιασμού, της κατασκευής, της αξιολόγησης και του ανασχεδιασμού.
Παρουσιάζονται και ταξινομούνται οι παθητικές και οι ενεργητικές στρατηγικές διαχείρισης μετοχικών χαρτοφυλακίων.
Παθητικές στρατηγικές που εδράζονται στη λογική ότι η αγορά δεν τιμά λανθασμένα τα περιουσιακά στοιχεία ή ότι τα τιμά λανθασμένα αλλά οι επενδυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα από αυτή την πραγματικότητα.
Ενεργητικές στρατηγικές που θεωρούν ότι η αγορά τιμά λανθασμένα τα περιουσιακά στοιχεία και ότι οι διαχειριστές είναι ικανοί να αναγνωρίσουν τις λάθος τιμές.
Αναλυτικότερα, οι παθητικές στρατηγικές διακρίνονται σε στρατηγικές αγοράς και διακράτησης και σε στρατηγικές αντιστοίχησης.
Οι ενεργητικές στρατηγικές διακρίνονται σε στρατηγικές θεμελιώδους ανάλυσης, τεχνικής ανάλυσης, χαρακτηριστικών των χρεογράφων και ανωμαλιών της αγοράς.
Ειδική αναφορά γίνεται, και όρθως, στις στρατηγικές αντίθεσης (contrarian strategies), στις στρατηγικές ορμής (momentum strategies), στις στρατηγικές που σχετίζονται με ημερολογιακά σύνδρομα (όπως είναι το σύνδρομο του Ιανουαρίου, το σύνδρομο ημέρας της εβδομάδος και το σύνδρομο των διακοπών) και στρατηγικές που σχετίζονται με το σύνδρομο των παραμελημένων εταιρειών.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε μία από τις πλέον σημαντικές έννοιες της σύγχρονης χρηματοοικονομικής θεωρίας, αυτή των αποτελεσματικών αγορών, και παρουσιάζονται οι μορφές αποτελεσματικότητας ανάλογα με το είδος της διαθέσιμης πληροφορίας.
Στη δεύτερη ενότητα αναπτύσσεται το βασικό μεθοδολογικό πλαίσιο του μέσου και της διακύμανσης, όπως αυτή προτάθηκε από τον Markowitz.
Εισάγονται δηλαδή οι έννοιες της απόδοσης και του κινδύνου, τόσο αναφορικά με την περίπτωση μεμονωμένων χρεογράφων, όσο με την περίπτωση χαρτοφυλακίου χρεογράφων.
Θεμελιώνεται η αρχή της διαφοροποίησης και μελετάται λεπτομερώς η σχέση απόδοσης – κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου δύο (2) χρεογράφων, για διάφορες τιμές συντελεστών συσχέτισης μεταξύ αυτών (συνήθως αυτές αντιστοιχούν στο -1, στο 0 και στο +1).
Παρουσιάζεται η έννοια του αποτελεσματικού χαρτοφυλακίου και του αποτελεσματικού μετώπου, χωρίς και με τη χρήση «ακίνδυνων» χρεογράφων.
Αναπτύσσεται η τεχνική μαθηματικού προγραμματισμού της σύγχρονης θεωρίας χαρτοφυλακίου για τον προσδιορισμό αποτελεσματικών μετώπων.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αυθεντική έκφραση του υποδείγματος μέσου – διακύμανσης.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Markowitz έδειξε ότι εάν ο επενδυτής μπορεί να προσδιορίσει τις αναμενόμενες αποδόσεις, τις τυπικές αποκλίσεις, και τους συντελεστές συσχέτισης όλων των αξιογράφων τότε το πρόβλημα της επιλογής του χαρτοφυλακίου από τους επενδυτές είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα ελαχιστοποίησης του κινδύνου (δηλαδή της τυπικής απόκλισης) με περιορισμούς:
α) ένα δεδομένο επίπεδο αναμενόμενης απόδοσης και
β) ότι το άθροισμα των σταθμίσεων θα ισούται με τη μονάδα (αν δεν υπάρχει βέβαια η δυνατότητα short-selling).
Όρισε δε ως αποδοτικό χαρτοφυλάκιο αυτό που έχει τον μικρότερο κίνδυνο για ένα δεδομένο επίπεδο αναμενόμενης απόδοσης, ή εναλλακτικά, την μεγαλύτερη δυνατή αναμενόμενη απόδοση για ένα δεδομένο επίπεδο κινδύνου.
Στην τρίτη ενότητα αναπτύσσονται μαθηματικά υποδείγματα μέσω των οποίων επιτυγχάνεται, τόσο ο περιορισμός του όγκου, όσο και η απλοποίηση του τύπου των δεδομένων που απαιτούνται στη διαδικασία της ανάλυσης χαρτοφυλακίου.
Υποδείγματα επιλογής και σύνθεσης χαρτοφυλακίου όπως είναι:
1ον. Τα υποδείγματα του ενός δείκτη, με ιδιαίτερη αναφορά στο υπόδειγμα της αγοράς και με διάκριση του κινδύνου σε συστηματικό ή μη-διαφοροποιήσιμο και στο μη-συστηματικό ή διαφοροποιήσιμο.
2ον. Τα υποδείγματα πολλαπλών δεικτών, όπως είναι τα υποδείγματα δεικτών βιομηχανίας και θεμελιωδών πολλαπλών δεικτών, με ιδιαίτερη αναφορά στο γνωστό υπόδειγμα των τριών παραγόντων (three-factor model) των Fama και French.
3ον. Τα υποδείγματα χρησιμότητας, εισάγοντας την έννοια του πλούτου και της μεγιστοποίησης αυτού και παρουσιάζοντας την ανοχή που έχει κάθε επενδυτής απέναντι στον κίνδυνο (αποστροφή, αδιαφορία, επιδίωξη).
Ο λόγος που οι περισσότεροι επενδυτές, με ορθολογική συμπεριφορά, αποφεύγουν τον κίνδυνο είναι ότι στην περίπτωσή τους η χρησιμότητα περιγράφεται ως κοίλη συνάρτηση του πλούτου.
Όσο το επίπεδο του πλούτου αυξάνει, τόσο αυξάνει και το επίπεδο της χρησιμότητας ή ικανοποίησης που αναδύει από την κατοχή του πλούτου.
Ωστόσο, το επίπεδο της χρησιμότητας αυξάνει με μειωμένο ρυθμό καθώς αυξάνει ο πλούτος. Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα από αυτή τη διαπίστωση είναι ότι για οποιοδήποτε επίπεδο πλούτου, μια μείωση του πλούτου οδηγεί σε μία μεγαλύτερη μείωση της χρησιμότητας, απ’ ότι η ίδια αύξηση του πλούτου που οδηγεί σε μία αύξηση της χρησιμότητας.
4ον. Τα υποδείγματα συναρτήσεων ανοχής κινδύνου.
5ον. Τα υποδείγματα μέσης γεωμετρικής απόδοσης. Αυτή η στρατηγική επενδύσεως εισήχθη στη χρηματοοικονομική βιβλιογραφία από το Henry Latane το 1959. Υποστηρίζεται ότι η μεγιστοποίηση του γεωμετρικού μέσου όρου έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα:
- Έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να ξεπεράσει ένα δεδομένο επίπεδο πλούτου σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα.
- Ελαχιστοποιεί τη μακροπρόθεσμη πιθανότητα «καταστροφής».
- Μεγιστοποιεί το ρυθμό ανάπτυξης του πλούτου.
- Υποδηλώνει μία απόλυτα μειωμένη τάση αποφυγής του κινδύνου στην επιδίωξη για απόκτηση πλούτου.
Η διαδικασία αυτή θεωρείται από αυτούς τους ερευνητές ως βέλτιστη, όταν πρόκειται να κατασκευαστεί χαρτοφυλάκιο στοιχείων, το οποίο να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή γεωμετρική μέση τιμή απόδοσης, αν οι αποδόσεις των χαρτοφυλακίων ακολουθούν την κανονική κατανομή (Elton και Gruber).
6ον. Τα υποδείγματα ασφάλειας με τρία διαφορετικά κριτήρια (Roy, Kataoka, Telser).
7ον. Τα υποδείγματα αξίας στον κίνδυνο με τα οποία είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η μέγιστη αναμενόμενη ζημία που συνδέεται με μια επένδυση, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για ένα δεδομένο επίπεδο εμπιστοσύνης.
8ον. Τα υποδείγματα στοχαστικής κυριαρχίας.
9ον. Τα υποδείγματα τριών ροπών ενσωματώνοντας στη διαδικασία, εκτός από τη μέση τιμή και τη διακύμανση (δηλαδή τις δύο πρώτες στιγμές), και την ασυμμετρία – λόξωση (skewness). Κατ’ αυτό τον τρόπο η λύση αναζητείται στον τρισδιάστατο χώρο ενώ παράλληλα ξεπερνιέται η υπόθεση ότι η απόδοση ακολουθεί κανονική καμπύλη κατανομής.
Θα μπορούσε η ανάλυση να επεκταθεί και στη χρήση ανώτερων στιγμών. Έτσι μπορεί να γίνει χρήση και της τέταρτης στιγμής που είναι η κύρτωση. Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση αυτής της στιγμής για δεδομένη μέση τιμή, διακύμανση και ασυμμετρία. Και αυτό, διότι διατηρώντας τις άλλες τρεις στιγμές σταθερές, οι επενδυτές θα προτιμήσουν εκείνα τα χαρτοφυλάκια για τα οποία υπάρχει μικρή πιθανότητα πολύ χαμηλών αποτελεσμάτων.
Στην τέταρτη ενότητα αναπτύσσονται τα υποδείγματα ισορροπίας, όπως είναι το υπόδειγμα αποτίμησης κεφαλαιακών στοιχείων [CAPM] και η θεωρία της αντισταθμιστικής αποτίμησης [APT].
Κυρίες και Κύριοι,
Από τα ανωτέρω κατανοεί, εκτιμώ, κανείς τον όγκο των πληροφοριών που υπάρχουν στο υπό παρουσίαση Βιβλίο.
Βιβλίο όμως που θα μπορούσε επίσης να έχει:
1ον. Ποσοτικοποιημένα παραδείγματα και ασκήσεις σε κάθε ενότητα.
2ον. Λίγα παραδείγματα τετραγωνικού προγραμματισμού (με χρήση του Solver).
3ον. Ανάλυση της διαχείρισης χαρτοφυλακίου με τη δυνατότητα ύπαρξης ανοικτών θέσεων (short-selling).
4ον. Αναφορά στις σημαντικές εφαρμογές των υποδειγμάτων ισορροπίας, όπως είναι:
- Η σύγκριση και αξιολόγηση διαφορετικών χαρτοφυλακίων.
- Ο καθορισμός του κατάλληλου προεξοφλητικού επιτοκίου για επιχειρήσεις που κάνουν επιλογή μελλοντικών επενδύσεων.
5ον. Καταγραφή των προβλημάτων στην εκτίμηση του συστηματικού κινδύνου, όπως είναι:
§ Ο υπολογισμός των αποδόσεων.
- Το διάστημα του υπολογισμού των αποδόσεων, αφού σε αρκετές μετοχές παρουσιάζεται το λεγόμενο πρόβλημα της αδράνειας στις συναλλαγές (thin trading problem).
§ Η χρησιμοποίηση του κατάλληλου δείκτη της αγοράς.
§ Ο χρονικός ορίζοντας της εκτίμησης.
6ον. Ανάλυση των σύνθετων μέτρων απόδοσης των χαρτοφυλακίων.
Μέτρων τα οποία στην αποτίμηση ενός χαρτοφυλακίου λαμβάνουν υπόψη τους, σαν μία έννοια, τόσο την απόδοση όσο και τον κίνδυνο που αυτό ενέχει. Τα πιο δημοφιλή σύνθετα μέτρα είναι αυτά των Treynor, Sharpe και Jensen.
Μέτρων όμως που έχουν και συγκεκριμένα προβλήματα. Δύο κυρίως:
α) Λανθασμένος καθορισμός του τρόπου αποτίμησης των αξιόγραφων.
β) Λανθασμένος καθορισμός του χαρτοφυλακίου της αγοράς.
7ον. Αναφορά σε διεθνή διαφοροποίηση δημιουργώντας ένα διεθνές ή «παγκοσμιοποιημένο» μετοχικό χαρτοφυλάκιο.
Η διεθνής διαφοροποίηση μέσω επενδύσεων σε αξίες του εξωτερικού εμπεριέχει βέβαια επιπλέον κινδύνους, όπως είναι ο κίνδυνος χώρας.
Εμπόδια οικονομικής και τεχνικής φύσεως όπως το αυξημένο συναλλακτικό κόστος και η περιορισμένη ρευστότητα μιας χρημ/κης αγοράς.
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να κλείσω την τοποθέτησή μου αντιγράφοντας τα συμπεράσματα από δύο (2) μελέτες των συγγραφέων.
Γράφουν χαρακτηριστικά:
«Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξεταζόμενης προβληματικής απαιτείται σε κάθε περίπτωση μια συνδυασμένη ολιστική συστημική προσέγγιση, η οποία, όχι μόνο θα αναβαθμίζει τα υπάρχοντα επενδυτικά υποδείγματα, αλλά παράλληλα θα ενοποιεί σε ένα συμπαγές μεθοδολογικό πλαίσιο, συναφείς θεωρητικές καινοτομίες και πρωτότυπα πρακτικά εργαλεία» (Xidonas and Psarras, 2008; Xidonas et al., 2008).
Νομίζω ότι αυτή την προσέγγιση οι συγγραφείς την επιτυγχάνουν στο παρόν εγχειρίδιο.
Να είστε πάντως βέβαιοι ότι αν συνέχιζα να διδάσκω σε Μεταπτυχιακό Επίπεδο στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το παρόν εγχειρίδιο θα ήταν στη λίστα των προτεινόμενων εγχειριδίων.
Εύχομαι ολόψυχα, το ανά χείρας βιβλίο να βρει την ανταπόκριση που προσδοκούν οι συγγραφείς, και να διαβαστεί, να μελετηθεί καλύτερα, από πολλούς, όσο γίνεται περισσότερους…