Είναι γενικότερα γνωστό ότι ο κλάδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εντασσόμενος σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον επιχορηγήσεων και εγγυημένων τιμών πώλησης της παραγόμενης ενέργειας, έχει σημειώσει σημαντική άνθηση, καθώς αυτές οι συνθήκες στήριξης, σε συνδυασμό με το πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό της χώρας, κατέστησαν τη χώρα ελκυστικό προορισμό για ιδιωτικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας από εγχώριους και πολυεθνικούς ομίλους, κυρίως, στον τομέα των αιολικών πάρκων. Ωστόσο, παρά την εμφανή πρόοδο, η συνεισφορά τους στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας διαμορφώνεται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα, σύμφωνα με τους τωρινούς ρυθμούς ανάπτυξης, να υπολείπεται αρκετά από την επίτευξη του δεσμευτικού στόχου της συμμετοχής 20% για το 2020.
Ωστόσο, αν και η κινητικότητα έχει αυξηθεί, το 2010 εντοπίστηκαν πολλά προβλήματα κατά τις διαδικασίες που αποθαρρύνουν την ανάπτυξη του κλάδου και δυναμιτίζουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Ενδεικτικό παράδειγμα κατά το 2010 αποτέλεσε ο τομέας των φωτοβολταϊκών συστημάτων καθώς, ενώ οι στόχοι για την εγκατεστημένη ισχύ των φωτοβολταϊκων συστημάτων πέραν των επαγγελματιών αγροτών ως το 2014 είναι 1.000 MW και ενώ παραμένουν στην ΡΑΕ και στη ΔΕΗ εκατοντάδες παλαιές αιτήσεις προς αξιολόγηση, το ΥΠΕΚΑ προχώρησε στις 12 Ιουλίου του 2010 στον ορισμό περιόδου υποβολής σχετικών αιτήσεων από ιδιώτες χωρίς να καταστήσει σαφές το όριο της αποδεχόμενης ισχύος. Όπως ήταν αναμενόμενο το επενδυτικό ενδιαφέρον ήταν μεγάλο, με αποτέλεσμα να υποβληθούν αιτήσεις συνολικής ισχύος περίπου 3.500 MW. Ωστόσο, μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 είχαν δοθεί από την ΡΑΕ άδειες παραγωγής συνολικής ισχύος 1.026,8 MW που είναι σαφώς περισσότερα από τα 1.000 MW, αλλά και κατά πολύ λιγότερα από τα ζητούμενα μέσω των αιτήσεων. Αυτή, συνεπώς, η αναντιστοιχία μεταξύ αδειοδοτούμενου και ζητούμενου όγκου, υπό την ανοχή (αν όχι αδιαφορία) της πολιτείας δημιούργησε – πέρα από τα εκατομμύρια ευρώ εσόδων για τη ΔΕΗ από την καταβολή προς εξέταση των αιτήσεων των επενδυτών και την ταλαιπωρία των επενδυτών – έντονο επενδυτικό σκεπτικισμό και απογοήτευση, και κυρίως από μικροεπενδυτές, για τη δυναμική και τις εξελίξεις στον τομέα των φωτοβολταϊκών συστημάτων.
Υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και επιστολές που αντηλλάγησαν πρόσφατα μεταξύ της ΡΑΕ και της ΔΕΗ, αναφορικά με τις περιοχές με κορεσμένα δίκτυα. Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 5721/17.12.2010 η ΔΕΗ συμπεριλαμβάνει και το Ν. Φθιώτιδας στις περιοχές με κορεσμένα δίκτυα και συστήνει «…να παύσει προς το παρόν η υποδοχή νέων αιτημάτων σύνδεσης παραγωγών στο Δίκτυο» για την εν λόγω περιοχή. Κατόπιν της αντίδρασης της ΡΑΕ (σχετ. επιστολή υπ’ αριθ. πρωτ. Ο-45944/14.01.2011), η οποία αμφισβητεί ευθέως τις προσεγγίσεις της ΔΕΗ σχετικά με τον κορεσμό του Δικτύου της, η ανησυχία των εμπλεκόμενων επενδυτών (κυρίως των αγροτών) εντείνεται και διευρύνεται δεδομένου ότι δεν έχει επισήμως αποσαφηνισθεί τι μέλλει γενέσθαι με τις αιτήσεις τους καθώς επίσης και με τα χρήματα που έχουν καταβληθεί για την προετοιμασία των σχετικών φακέλων. Να σημειωθεί ότι το κόστος της αίτησης κυμαίνεται από 3.000 έως 4.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του παραβόλου προς τη ΔΕΗ, ποσό το οποίο χάνεται σε περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί.
Δεδομένης της αναταραχής που έχει δημιουργηθεί από την, υπό την ανοχή της πολιτείας, ασάφεια σχετικά με την δυνατότητα της ΔΕΗ να απορροφήσει τη παραγόμενη ισχύ,
ΕΡΩΤΑΤΑΙ η κ. Υπουργός:
1. Για ποιο λόγο επετράπη η υποβολή νέων αιτήσεων, ενώ εκκρεμούσαν ήδη παλαιότερες, χωρίς να καταστεί εκ των προτέρων σαφές το ανώτατο όριο ισχύος που ήταν σε θέση να δεχτεί το Δίκτυο της ΔΕΗ;
2. Για ποιο λόγο δεν ενημερώθηκαν, εγκαίρως και αρμοδίως, οι ενδιαφερόμενοι (αγρότες και μη) στο Νομό Φθιώτιδας για τον κορεσμό του Δικτύου της ΔΕΗ ούτως ώστε να αποτραπεί η μάταιη υποβολή αιτήσεων από μέρους τους;
3. Υπάρχει ο κίνδυνος να απορριφθούν οι αιτήσεις για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών (αγροτικών και μη) στο Νομό Φθιώτιδας; Τι προβλέπεται σε μια τέτοια περίπτωση για τα καταβληθέντα ποσά (π.χ. παράβολα);