“Η Κυβέρνηση διαπραγματεύεται το 4ο Μνημόνιο”
Τέλη Μαΐου όπως όλα δείχνουν κλείνει η αξιολόγηση. Υπάρχει δυνατότητα το 2017 να μην είναι μια χαμένη χρονιά στο στόχο της ανάπτυξης και στην δοκιμαστική έξοδο στις αγορές;
Ευχόμαστε να κλείσει το συντομότερο δυνατόν η αξιολόγηση.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι η αναμενόμενη συμφωνία, με ευθύνη της Κυβέρνησης, θα είναι εξαιρετικά επώδυνη για τους πολίτες, ιδιαίτερα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Όμως, η μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα είναι καταστροφική για τη χώρα. Ενώ η μεγάλη καθυστέρηση έχει ήδη προσθέτει τεράστιο κόστος στην πραγματική οικονομία: το οικονομικό κλίμα επιδεινώθηκε, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές διογκώθηκαν, τα «λουκέτα» πολλαπλασιάστηκαν, οι καταθέσεις συρρικνώθηκαν.
Η χώρα σέρνεται στην ύφεση, με αποτέλεσμα ο εφετινός στόχος για υψηλή ανάπτυξη να έχει καταστεί πλέον μη ρεαλιστικός.
Ενώ απομακρύνεται και η δυνατότητα εξόδου στις αγορές, με ρεαλιστικό κόστος.
Εκτιμάτε ότι η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης; Και αν ναι, 6 μήνες είναι αρκετοί να οδηγήσουν σε μείωση επιτοκίων άρα και σε έξοδο στις αγορές;
Η χώρα θα έπρεπε να έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα, από το Μάρτιο του 2015. Αυτό δεν έγινε, με Κυβερνητική ευθύνη.
Έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, πρέπει να γίνει, το συντομότερο δυνατόν.
Και αυτό γιατί θα συμβάλλει στην μερική αποκλιμάκωση των επιτοκίων και σε κάποια ενίσχυση της ρευστότητας, βοηθώντας την προσπάθεια εξόδου στις αγορές.
Από μόνη της όμως η ένταξη δεν αρκεί.
Να σας το πω και αντίστροφα: Η χώρα, το 2014, βγήκε, με επιτυχία, δύο φορές στις διεθνείς αγορές, χωρίς κάποιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι λέξεις-κλειδιά που συνόδευαν την έξοδο ήταν εμπιστοσύνη, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα.
Άγνωστες λέξεις για τη σημερινή Κυβέρνηση.
Εάν τελικά τα επιτόκια δανεισμού είναι απαγορευτικά, ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα είναι η μόνη λύση για τη χώρα;
Η Κυβέρνηση, με δεδομένες τις δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει, για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για πρόσθετα μέτρα λιτότητας μετά τη λήξη του τρέχοντος χρηματοδοτικού προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, ουσιαστικά διαπραγματεύεται το επόμενο πρόγραμμα, δηλαδή το «4ο Μνημόνιο».
Χωρίς καν μάλιστα, επί του παρόντος, αυτό να είναι χρηματοδοτικό.
Το ζητούμενο είναι, παρά τις τεράστιες Κυβερνητικές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση και τις παράλογες και μακροχρόνιες δεσμεύσεις που αναλαμβάνει και με τις οποίες προσπαθεί να εγκλωβίσει τη χώρα, να μην χρειαστούμε πρόσθετη, μέσω προγράμματος, χρηματοδότηση. Γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή θα μας χορηγηθεί.
Για να το αποφύγουμε αυτό, χρειαζόμαστε την υιοθέτηση μιας διαφορετικής οικονομικής πολιτικής.
Με υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, με ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, με αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτά, η σημερινή Κυβέρνηση δεν μπορεί να τα κάνει.
Εάν κερδίσετε τις εκλογές δεν θα κληθείτε εσείς να εφαρμόσετε τα μέτρα; Δεν είναι πολύ μεγάλο το βάρος;
Ο κ. Τσίπρας υποθηκεύει το μέλλον της χώρας, ερήμην των πολιτών της.
Αυτά που υπογράφει δεσμεύουν τη χώρα, συνεπώς και τις επόμενες Κυβερνήσεις.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αλλάξουν, εν πορεία, όροι της συμφωνίας. Και αυτό το γνωρίζω, γιατί το έχουμε κατά το παρελθόν επιτύχει.
Καταρχήν, την ιδιοκτησία του Προγράμματος την έχει η εκάστοτε Κυβέρνηση. Ιδεοληπτική εμμονή της σημερινής Κυβέρνησης είναι η υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ δική μας επιλογή είναι η μείωση των φόρων, με χρήση ισοδυνάμων από την πλευρά των δαπανών.
Επίσης, κάθε Πρόγραμμα εμπεριέχει δυνητικούς βαθμούς ευελιξίας, η χρήση των οποίων εξαρτάται από την αξιοπιστία της εκάστοτε Κυβέρνησης. Για παράδειγμα, η προηγούμενη Κυβέρνηση προχώρησε, το 2014, σε μειώσεις φόρων, χωρίς αυτές να προβλέπονται στο Μνημόνιο.
Επιπλέον, εμείς μπορούμε να δημιουργήσουμε πληρέστερα τις συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας, να προχωρήσουμε στην αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, να υλοποιήσουμε ταχύτερα τις διαρθρωτικές αλλαγές και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Άρα να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους, άρα για περισσότερο δημοσιονομικό χώρο.
Σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ, διαχρονικά, έχει μάθει στα δύσκολα. Και προφανώς δεν τα φοβάται.