Συνέντευξη στην εφημερίδα “Παρασκήνιο” – Η Κυβέρνηση δεν μαθαίνει από τα λάθη της

Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι αποκαθίσταται η κανονικότητα στη χώρα σταδιακά. Επικαλείται, μάλιστα, και την αύξηση των άμεσων επενδύσεων στη χώρα στο πρώτο επτάμηνο του 2017. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
Για την Κυβέρνηση κανονικότητα είναι η ολοκλήρωση – με μεγάλη καθυστέρηση και τεράστιο κόστος – της 2ης αξιολόγησης και η συνεπακόλουθη βελτίωση κάποιων μακροοικονομικών μεγεθών, σε σχέση όμως με το χειρότερο σημείο στο οποίο η οικονομία «κατρακύλησε» επί ημερών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Δυστυχώς όμως, η χώρα δεν έχει φτάσει ακόμη εκεί που ήταν το 2014.
Επιπροσθέτως, σε ποια κανονικότητα αναφέρεται η Κυβέρνηση όταν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώνεται, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου διευρύνονται, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχωρεί, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης διαρκώς μετατίθεται και νέα μέτρα λιτότητας θα επιβληθούν τα επόμενα έτη;
Συνεπώς, η αποφυγή των χειρότερων δεν σημαίνει αυτόματη επιστροφή στην κανονικότητα.
Όσον αφορά στις επενδύσεις, η επίδοση του πρώτου επταμήνου οφείλεται ουσιαστικά σε μία και μόνη επένδυση, την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Επένδυση που είχε δρομολογήσει η προηγούμενη Κυβέρνηση, πολέμησε σφοδρά ο ΣΥΡΙΖΑ, και σήμερα «πανηγυρίζει» για το τίμημα που καταβλήθηκε επί των ημερών του.
Όσο όμως και αν προσπαθεί να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, η αλήθεια είναι μία: ΣΥΡΙΖΑ και επενδύσεις είναι έννοιες ασύμβατες.

Ο κ. Ντάισελμπλουμ στην πρόσφατη επίσκεψή του τάχθηκε υπέρ της «καθαρής εξόδου» της χώρας από το τρίτο πρόγραμμα. Μήπως, όμως, Μαξίμου και θεσμοί ερμηνεύουν διαφορετικά την «καθαρή έξοδο»;
«Καθαρή έξοδος» δεν μπορεί να υπάρξει όταν η Κυβέρνηση έχει δεσμευθεί στην εφαρμογή μνημονιακής πολιτικής μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος, με νέα, πρόσθετα μέτρα λιτότητας και με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο.
Ούτε όταν η όποια αναγκαία ρύθμιση για τη μείωση του χρέους έχει μετατεθεί για μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος και θα συνδυάζεται με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Ας αφήσουν συνεπώς κάποιοι στην άκρη τις όποιες λεκτικές ακροβασίες και επικοινωνιακές περιτυλίξεις, γιατί η πρόσκρουση με την πραγματικότητα θα είναι, και πάλι, οδυνηρή.

Σύντομα μπαίνουμε στην τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος. Εκτιμάτε πως μπορεί να κλείσει γρήγορα, όπως τουλάχιστον φαίνεται να επιθυμεί η Κυβέρνηση;
Πράγματι, η Κυβέρνηση, λεκτικά, επιθυμεί τη γρήγορη ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης. Πρακτικά όμως, με τους γνωστούς «χαλαρούς» ρυθμούς της, την έχει μεταθέσει για το τέλος του έτους. Όταν σύμφωνα με την τελευταία επικαιροποίηση του Μνημονίου, θα πρέπει να κλείσει τέλος Οκτωβρίου.
Τέλος Οκτωβρίου όπου έχει μετατεθεί η 2η υποδόση της 2ης αξιολόγησης, διαθέσιμη από 1η Σεπτεμβρίου, απολύτως αναγκαία για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν μαθαίνει από τα λάθη της.
Προσωπικά, εύχομαι να κλείσει το δυνατόν συντομότερο.
Γιατί η όποια καθυστέρηση, όπως έχει αποδειχθεί, είναι επώδυνη για την κοινωνία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για έναν μηχανισμό διασύνδεσης του ύψους του πλεονάσματος με συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από το 2018 και μετά. Τι θα γίνει, όμως, αν οι δανειστές εμμείνουν στους στόχους για το πλεόνασμα που έχουν συμφωνήσει προ ολίγων μηνών με την Κυβέρνηση;
Η ΝΔ πρότεινε, θα διεκδικήσει και τελικά θα επιτύχει μια νέα ρήτρα μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης.
Θα δεσμευθεί στην υλοποίηση ενός συνεκτικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων – εντός και εκτός του Προγράμματος – για μετά το 2018. Σχέδιο που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στην προώθηση της επιχειρηματικότητας, την πιο αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους, την υλοποίηση αναπτυξιακών πολιτικών στον πρωτογενή τομέα, τον τουρισμό, τον ορυκτό πλούτο και τις υποδομές και, κυρίως, με την επένδυση στις νέες, ενδογενείς πηγές ανάπτυξης, όπως είναι η παιδεία, η έρευνα και η καινοτομία.
Η επιτυχής υλοποίηση αυτού του προγράμματος θα οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης από τις σημερινές εκτιμήσεις των θεσμών (1%), που θα προσεγγίζουν ή/και θα υπερβαίνουν την αναπτυξιακή δυναμική που καταγραφόταν στις δικές τους εκθέσεις το 2014 (1,9%).
Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει στη σταδιακή μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, τη μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τη μείωση του ΦΠΑ.
Υπενθυμίζουμε ότι το 2014, με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, η τότε Κυβέρνηση επέτυχε τη μείωση φορολογικών συντελεστών, κάτι που δεν προβλέπονταν στο 2ο Μνημόνιο.

Ο Πρόεδρος της ΝΔ περιέγραψε ακόμα ένα συνολικό πλαίσιο μείωσης φορολογικών επιβαρύνσεων. Αυτό το σενάριο είναι συμβατό και με πλεονάσματα στο 3,5% ή προϋπόθεση είναι να μειωθεί ο στόχος του πλεονάσματος μετά το 2018;
Οι πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις συνδυάζονται με τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, και θα υλοποιηθούν σταδιακά και σε βάθος τετραετίας.
Οι στοχευμένες μειώσεις φόρων στις οποίες αναφερθήκαμε και στην περυσινή ΔΕΘ, δεν εξαρτώνται από τη μείωση των στόχων. Θα επιτευχθούν με τη χρήση ισοδυνάμων που θα προκύψουν, μεταξύ άλλων, από την αξιολόγηση των δαπανών, τη δημοσιονομική πειθαρχία σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, την αυστηρότερη αναλογία προσλήψεων/αποχωρήσεων στο Δημόσιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, την παραχώρηση ορισμένων λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα μέσω συμπράξεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, την ενίσχυση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τους αυστηρότερους ελέγχους, τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Ένα επείγον αίτημα της αγοράς αυτή την περίοδο είναι η βελτίωση των συνθηκών για τη ρευστότητα. Μια Κυβέρνηση ΝΔ, τι μέτρα θα πάρει με σκοπό την ενίσχυσή της – και άρα την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας;
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση έχει οδηγήσει την πραγματική οικονομία σε «ασφυξία».
Βασικός πυλώνας της πρότασής μας είναι η ενίσχυση της ρευστότητας.
Αυτή μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων των οποίων η απορροφητικότητα παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, με την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου που έχουν διογκωθεί τα τελευταία χρόνια, και με τη σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης.
Αυτό που απαιτείται είναι η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης που θα επαναφέρει καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην κατάργηση των capital controls, η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας η οποία θα μειώσει το κόστος δανεισμού των τραπεζών και η ορθολογική αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αυτά η σημερινή Κυβέρνηση ούτε ξέρει, ούτε μπορεί, ούτε θέλει να τα κάνει.

2017-09-30 ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube