Κύριε Σταϊκούρα, έχετε θητεύσει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και πετύχατε το 2013 το πρώτο πρωτογενές πλεόνασμα μέσα στο Μνημόνιο. Το ερώτημα είναι αν μπορεί η ελληνική οικονομία να δημιουργεί πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022, όπως είναι η δέσμευση που έχει υπογράψει η Κυβέρνηση.
Η επίτευξη αυτού του ύψους πρωτογενών πλεονασμάτων θα ήταν εφικτή αν η οικονομία αναπτυσσόταν με τους ρυθμούς μεγέθυνσης που εκτιμούσαν οι δανειστές το 2014 για τα επόμενα χρόνια. Και μάλιστα χωρίς τα πολλά δισεκατομμύρια ευρώ νέα μέτρα λιτότητας που ελήφθησαν μεταγενέστερα, εξαιτίας της επιστροφής της οικονομίας στην ύφεση.
Σήμερα όμως η οικονομία, μετά από ύφεση δύο ετών, επανέρχεται με ασθενή δυναμική και οι πολίτες με χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, με αποτέλεσμα η επίτευξη αυτών των δημοσιονομικών στόχων να στηρίζεται σε νέα μέτρα, φοροκεντρικής λιτότητας, που επιβαρύνουν την μακροοικονομική πορεία της χώρας.
Ενδεικτικά και μόνο για το τρέχον έτος, ο εκτιμώμενος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης «ψαλιδίστηκε» στο 1,6%, από αρχική πρόβλεψη για 2,7%.
Με αποτέλεσμα, ενώ αναθεωρούνται επί τα βελτίω οι προβλέψεις για τον ευρωπαϊκό ρυθμό ανάπτυξης, η Ελλάδα να ακολουθεί την αντίθετη πορεία, αποτελώντας την μοναδική «αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη».
Προφανώς, αυτή η οικονομική απόκλιση δεν μπορεί να συνεχισθεί.
Η Κυβέρνηση όμως, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους.
Τους υπερκαλύπτει, αλλά πως; Δικαιολογείται η όποια θριαμβολογία; Η απάντησή μου είναι αρνητική. Και τούτο, για 3 συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος είναι, όπως ήδη σας ανέφερα, ότι η υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων οδήγησε την οικονομία σε υστέρηση έναντι των αναπτυξιακών στόχων. Επέφερε τεράστιο κόστος στην πραγματική οικονομία.
Ο δεύτερος είναι ότι η υπέρβαση των στόχων οφείλεται, κυρίως, στην ανελέητη φορολογική και ασφαλιστική επιδρομή επί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, στα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης από 1.000.000 πολίτες και στη διευρυμένη εσωτερική στάση πληρωμών, σε αναπτυξιακά κρίσιμους και κοινωνικά σημαντικούς τομείς.
Και ο τρίτος είναι ότι η υπέρβαση των στόχων δεν οφείλεται στη συρρίκνωση της φοροδιαφυγής, αφού οι επιδόσεις της Κυβέρνησης στο συγκεκριμένο πεδίο είναι από ανύπαρκτες έως πενιχρές. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αύξηση των φόρων την τελευταία διετία, διεύρυνε την «απώλεια εσόδων από ΦΠΑ», δηλαδή διόγκωσε τη φοροδιαφυγή.
Αυτά τα στοιχεία είναι, μάλλον, για βαθύ προβληματισμό και αναθεωρήσεις πολιτικών.
Πολλοί οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν την υστέρηση των εσόδων από το φόρο εισοδήματος λέγοντας ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν πια να αποκριθούν. Από την άλλη πλευρά η Κυβέρνηση λέει ότι έχει πολλαπλάσια έσοδα από τα ασφαλιστικά ταμεία και ότι και το 2018 θα ξεπεράσει το στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Που βρίσκεται η αλήθεια κατά τη γνώμη σας;
Πράγματι, η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει εξαντληθεί. Απόδειξη; Οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία αγγίζουν πλέον τα 130 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 50% από το 2014.
Παρά ταύτα, η Κυβέρνηση βασίζει την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου την επόμενη χρονιά στην ίδια «συνταγή»: σε νέα μέτρα λιτότητας, ύψους 1,9 δισ. ευρώ το 2018. Μέτρα τα οποία θα συρρικνώσουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, θα διογκώσουν το ιδιωτικό χρέος και θα οδηγήσουν, για ακόμη μία φορά, σε αποκλίσεις από τους αναπτυξιακούς στόχους.
Ακούμε συχνά την σκληρή κριτική που κάνετε για το πλαίσιο της υπερφορολόγησης. Τι θα κάνει για αυτό το θέμα η ΝΔ αν γίνει Κυβέρνηση και πως θα εξασφαλίσει την συγκατάθεση των Ευρωπαίων;
Ασκούμε κριτική διότι η επιλογή της Κυβέρνησης, με την ανοχή των δανειστών, να υπερφορολογήσει τους πολίτες προκειμένου να πετύχει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, έχει αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη.
Εμείς πιστεύουμε σε μία δημοσιονομική πολιτική που θα εδράζεται στη σταδιακή μείωση της φορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, εκτός των στοχευμένων παρεμβάσεων στο πεδίο των πρωτογενών δαπανών, όπου υπάρχουν περιθώρια χωρίς απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, θα εφαρμοστεί μια νέα ρήτρα μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις σημερινές εκτιμήσεις των θεσμών (1%), που θα προσεγγίζουν ή/και θα υπερβαίνουν την αναπτυξιακή δυναμική που καταγραφόταν στις δικές τους εκθέσεις το 2014 (1,9%). Η αύξηση του πλούτου θα οδηγήσει στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, και αυτή με τη σειρά της, στη σταδιακή μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η επίτευξη των νέων, πιο ρεαλιστικών πλεονασμάτων θα επιτυγχάνεται μέσω της αυτοτροφοδοτούμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας. Ενώ παράλληλα, ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί, θα χρησιμοποιηθεί, σταδιακά, για περαιτέρω μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινηθήκαμε την περίοδο 2013-2014. Το ρεαλιστικό αυτό σχέδιο είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο.
Η Κυβέρνηση όμως, και με τη διανομή μερίσματος, υποστηρίζει ότι στηρίζει τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η Κυβέρνηση χωρίς ιδεολογικές σταθερές και πολιτικές συνέχειας, κάθε φορά λέει ότι θεωρεί πως τη συμφέρει. Αφού έχει επιβάλλει 27 νέους φόρους, έχει προχωρήσει σε 21 περικοπές συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων, έχει μειώσει 2 φορές το αφορολόγητο, έχει αυξήσει περισσότερο τους κοινωνικά πιο άδικους έμμεσους φόρους, έχει δημιουργήσει τη γενιά των 360 ευρώ, έχει επιβάλλει μόνιμα μέτρα ύψους 14,5 δισ. ευρώ αποδίδοντας εφάπαξ υποπολλαπλάσιο κοινωνικό μέρισμα, προσπαθεί να διατηρήσει επαφή με τις ασυνάρτητες μεγαλοστομίες του παρελθόντος, ρίχνοντας χρυσόσκονη σε «ψευδογλυκίσματα».
Η αλήθεια είναι ότι με τη συνολική πολιτική της όχι μόνο δεν ενισχύει τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αλλά κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και περισσότερους.
Θεωρείτε πιθανή μία καθαρή έξοδο (clean exit) από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018;
Δεν μπορεί να υπάρξει καθαρή έξοδος με νέα μέτρα λιτότητας ύψους 5,1 δισ. ευρώ τα οποία θα εφαρμοσθούν μετά το 2018 και με δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο.
Ούτε επί της ουσίας μπορεί να υπάρξει αν η υλοποίηση των ουσιαστικών παρεμβάσεων για τη ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι του 2018, συνοδευτεί με έναν αυστηρό μηχανισμό επιτήρησης και εποπτείας, με άλλον «τίτλο».