Συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ – Αυταπάτη τα περί «καθαρής εξόδου» | 20.1.2018

Τελικά, με την επικείμενη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, βρισκόμαστε όντως μια ανάσα από το οριστικό τέλος των μνημονίων όπως υποστηρίζει ο Πρωθυπουργός;

Για ακόμη μία φορά, ο Πρωθυπουργός δεν λέει την αλήθεια στους πολίτες.

Προσεγγίζει την πραγματικότητα με λεκτικές ακροβασίες, επικοινωνιακά περιτυλίγματα και μια αισιοδοξία που γρήγορα αποδεικνύεται – από τα ίδια τα γεγονότα – ανεδαφική. Κάθε φορά όμως η «πρόσκρουση» με την πραγματικότητα αποδεικνύεται οδυνηρή για τη χώρα και τους πολίτες.

Αυτό έγινε πριν τις πρώτες εκλογές του 2015, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης του 1ου εξαμήνου του 2015, πριν το δημοψήφισμα και την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων. Αυτό θα γίνει και τώρα.

Και αυτό διότι η Κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει νέα μέτρα λιτότητας για μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018, ενώ η υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων για τη ρύθμιση του χρέους όχι μόνο έχει μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι, αλλά εκτιμάται ότι θα συνοδευτεί από κάποιον αυστηρό μηχανισμό επιτήρησης και εποπτείας.

Η Κυβέρνηση όμως δημιουργεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα για την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια.

Πράγματι δημιουργεί απόθεμα προκειμένου να καλλιεργήσει τη νέα αυταπάτη της δήθεν «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια.

Εκτός όμως του ότι η πλήρης και καθαρή έξοδος, αν και επιθυμητή, δεν είναι σήμερα εφικτή, ο τρόπος δημιουργίας του ταμειακού αποθέματος δεν είναι ορθολογικός.

Και αυτό γίνεται με τη χρήση δανειακών πόρων οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται για να αποπληρωθούν ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, με την ακριβή έξοδο στις αγορές, με την υπερφορολόγηση των πολιτών, με το υποχρεωτικό «σκούπισμα» των ταμειακών διαθεσίμων φορέων του Δημοσίου και με την εσωτερική στάση πληρωμών.

Δηλαδή γίνεται εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.

Η οικονομία όμως έχει αρχίσει να δείχνει σημαντικά σημάδια βελτίωσης.

Η βελτίωση στην οποία αναφέρεστε σε ορισμένους μακροοικονομικούς δείκτες είναι συγκριτικά με το χειρότερο σημείο στο οποίο η οικονομία «κατρακύλησε» επί ημερών της σημερινής διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα, στην καλύτερη περίπτωση, το καλοκαίρι να βρεθούμε εκεί που είχαμε φτάσει το 2014.

Ενώ δυστυχώς, σε μικροοικονομικό επίπεδο, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Οι πολίτες είναι σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το 2014. Τρεις αριθμοί συμπυκνώνουν και αποτυπώνουν την επώδυνη πραγματικότητα: έχουν ψηφιστεί 14,5 δισ. ευρώ νέα μέτρα λιτότητας, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς την εφορία ξεπέρασαν – για πρώτη φορά – τα 100 δισ. ευρώ και έχουν επιβληθεί κατασχέσεις σε 1 εκατομμύριο πολίτες. Οι δε μαζικοί ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί περιουσιών είναι «προ των πυλών».

Αυτός είναι το αποτέλεσμα της ανερμάτιστης και αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.

Ο Πρωθυπουργός όμως ανέφερε, κατά τη συζήτηση του Πολυνομοσχεδίου στη Βουλή, ότι «σήμερα η χώρα πετυχαίνει πλέον πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη». Διαφωνείται;

Τα ίδια τα στοιχεία διαψεύδουν, για ακόμη μία φορά, τον Πρωθυπουργό.

Η Κυβέρνησή του, αφού «κατρακύλησε» την οικονομία και πάλι στην ύφεση την περίοδο 2015-2016, φαίνεται να επιτυγχάνει ασθενικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2017, ψαλιδισμένο κατά περίπου 40% από τις αρχικές προβλέψεις της.

Την ίδια περίοδο μάλιστα που οι εκτιμήσεις αναθεωρούνται διαρκώς προς το δυσμενέστερο για τη χώρα μας, οι προβλέψεις για τους Ευρωπαϊκές οικονομίες ακολουθούν αντίθετη πορεία, διευρύνοντας το αναπτυξιακό χάσμα με αυτές.

Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να αποτελεί, την τελευταία τριετία, τη μοναδική «αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη».

Η Κυβέρνηση όμως, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, υπερκάλυψε τους δημοσιονομικούς στόχους.

Τους υπερκάλυψε, αλλά πως; Με την ανελέητη φορολογική και ασφαλιστική επιδρομή επί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και με τη διευρυμένη εσωτερική στάση πληρωμών. Με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων.

Ενδεικτικά, παρά τις δεσμεύσεις της Κυβέρνησης, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, δαπάνες με υψηλό αναπτυξιακό πολλαπλασιαστή, έκλεισαν τελικά 800 εκατ. ευρώ κάτω από το στόχο το 2017, στο χαμηλότερο ύψος της τελευταίας δεκαετίας, στερώντας πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.

Αποδεικνύεται έτσι ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν μπορεί, δεν ξέρει και δεν θέλει να οδηγήσει τη χώρα σε τροχιά ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Η Κυβέρνηση όμως φαίνεται ότι προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ που εσείς δεν λύσατε επί δεκαετίες.

Η μη επίλυση ενός προβλήματος δεν είναι πάντοτε αρνητική εξέλιξη, όταν θέτεις, υποστηρίζεις και επιτυγχάνεις να υφίστανται «κόκκινες γραμμές», όταν λειτουργείς με όρους εθνικής υπευθυνότητας και γνήσιου πατριωτισμού. Αυτό έπραξε η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή την περίοδο 2007-2008, καθορίζοντας το πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος, το οποίο αποτελεί και τη βάση της εθνικής θέσης μεταγενέστερα.

Η σημερινή Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα επιπόλαια και με όρους εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, ως εκ τούτου ανεύθυνα.

Ενώ έχει εσωτερικές αντιφάσεις και δεν φαίνεται να διαθέτει ενιαία θέση, ενώ βγάζει αρχικά οξύτατες και άστοχες ανακοινώσεις κατά της Εκκλησίας για να στείλει στη συνέχεια επιστολές μετάνοιας, προχωρώντας και σε συναντήσεις μαζί της, ξιφουλκεί κατά της Αντιπολίτευσης, κατηγορώντας την για διγλωσσία, απορυθμίζοντας αντί να σφυρηλατεί το εσωτερικό μέτωπο.

Άλλωστε η χαλαρή αντιμετώπιση του θέματος από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστή από παλαιά. Θυμίζω ότι κορυφαία στελέχη, νυν Υπουργοί του, την περίοδο 2007-2008, προέτρεπαν την τότε Κυβέρνηση της ΝΔ να δεχθεί τη γειτονική χώρα με τη συνταγματική ονομασία της.

Τώρα, επιδίδεται σε μυστική διπλωματία, χωρίς ενημέρωση της Αντιπολίτευσης.

Η Κυβέρνηση έχει ολοκληρωτικά την ευθύνη των χειρισμών για την εξέλιξη του θέματος. Η ΝΔ θα κινηθεί και πάλι με όρους εθνικής υπευθυνότητας.

Share

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου
TwitterInstagramYoutube