Ποιο μοντέλο ανάπτυξης θέλουμε για την Ελλάδα; Αυτό που ευημερεί στα χαρτιά ή αυτό που βοηθά τον εργαζόμενο; Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης είναι η τελευταία ευκαιρία για την χώρα;
Χρειαζόμαστε και θέλουμε ένα μοντέλο που οδηγεί, στην ταχύτερη και ισχυρότερη ανάκαμψη και μεγέθυνση, και σχεδόν αμέσως στην επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, στη δημιουργία πολλών και καλών θέσεων απασχόλησης και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Ένα νέο, σύγχρονο, εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, ανθεκτικό, πράσινο, ψηφιακό και κοινωνικά δίκαιο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, με αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων – κυρίως μέσω της αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογιών, της διάδοσης και εφαρμογής της γνώσης, της προώθησης, σε σύγχρονες κατευθύνσεις, της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της δια βίου μάθησης, της έρευνας και της καινοτομίας. Ένα μοντέλο που θα δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για όλους τους πολίτες.
Με ένα κράτος που θα μεριμνά και θα παρεμβαίνει για τη βέλτιστη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του παραγόμενου πλούτου.
Τη δημιουργία αυτού του αναπτυξιακού μοντέλου «υπηρετούμε» από την πρώτη ημέρα διακυβέρνησης της χώρας, εφαρμόζοντας πολιτικές με γνώμονα την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική ανταποδοτικότητα, προς την κατεύθυνση της μείωσης, με μόνιμο χαρακτήρα, φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και της υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών, της προώθησης αποκρατικοποιήσεων και της προσέλκυσης επενδύσεων.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλουν καθοριστικά και οι ευρωπαϊκοί πόροι που προορίζονται για τη χώρα μας τα προσεχή χρόνια. Πόροι συνολικού ύψους 70 δισ. ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027.
Η βέλτιστη αξιοποίησή τους αποτελεί, πράγματι, μία πολύ μεγάλη ευκαιρία για την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας. Ευκαιρία που είμαστε αποφασισμένοι να αδράξουμε, με σχέδιο, υπευθυνότητα, μεθοδικότητα, όραμα και σκληρή δουλειά.
Είναι λόγος πανηγυρισμού για την υπερχρεωμένη Ελλάδα τα 41 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για την αναχαίτιση των παρενεργειών από τον κορονοϊό;
Τον λογαριασμό της πανδημίας θα τον βρούμε μπροστά μας;
Είχαμε χρέος, ως Κυβέρνηση και ως Υπουργείο Οικονομικών, να στηρίξουμε την κοινωνία και την οικονομία στον μέγιστο δυνατό βαθμό, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης. Και το πράξαμε λέγοντας αλήθειες και χωρίς υπερβολές και πανηγυρισμούς, άμεσα και αποτελεσματικά, όπως έχει αναγνωριστεί διεθνώς, αλλά – πρωτίστως – από την ελληνική κοινωνία.
Ο κοινωνικός και ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός της Νέας Δημοκρατίας επιβεβαιώθηκε και σε αυτή τη δύσκολη κρίση.
Για να γίνει όμως αυτό, μαγικός τρόπος δεν υπήρχε. Έπρεπε να διατεθούν πόροι.
Πόροι που συγκεντρώσαμε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μέσα από επιτυχημένες εξόδους στις αγορές, από εκδόσεις εντόκων γραμματίων, από ευρωπαϊκά προγράμματα, από δόσεις που εκταμιεύθηκαν – χάρη στην επιτυχή ολοκλήρωση πέντε αξιολογήσεων στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας –, καθώς και από ομόλογα εκδοθέντα με ιδιωτική τοποθέτηση.
Αξιοποιήσαμε με τον ιδανικότερο τρόπο το ευνοϊκό περιβάλλον, που έχουν δημιουργήσει τόσο οι ευρωπαϊκές αποφάσεις, στις οποίες ενεργά συμμετέχουμε, όσο και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Φυσικά δανειστήκαμε. Όπως έκαναν και όλες οι υπόλοιπες χώρες.
Όμως το κάναμε με ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού στις αγορές χρήματος, στο 1/3 και το 1/4 του κόστους που δανειζόταν η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το κάναμε με σταθερά αρνητικό κόστος δανεισμού στις αγορές εντόκων γραμματίων, το κάναμε με μηδενικό επιτόκιο για τα 5,2 δισ. ευρώ του προγράμματος SURE.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εισροές πόρων στα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, την τελευταία διετία, ανέρχονται στα 41 δισ. ευρώ.
Όσο και το κόστος των μέτρων στήριξης της κοινωνίας την ίδια περίοδο.
Συνεπώς, η χρηματοδότηση της οικονομίας την τελευταία διετία, έγινε αποκλειστικά από πόρους που άντλησε και συγκέντρωσε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι χειριζόμαστε τα δημόσια οικονομικά με σεβασμό στις μεγάλες και πολυετείς θυσίες των πολιτών.
Έφτασε η ώρα να καμφθούν οι ατσάλινοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας;
Είναι γεγονός ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να συντονίζεται καλύτερα με τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξουν αλλαγές.
Αλλαγές προκειμένου το Σύμφωνο να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων, να προστατεύει και να ενθαρρύνει τις δημόσιες επενδύσεις, ειδικά σε τομείς προτεραιότητας, όπως είναι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, και, τέλος να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του.
Οι συζητήσεις για αυτές τις αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν το 2ο εξάμηνο του έτους. Η Ελλάδα, όπως πάντοτε, θα συμμετάσχει ενεργά και υπεύθυνα στον ευρωπαϊκό διάλογο, συνεισφέροντας με ισχυρή βούληση και άρτια επεξεργασμένες θέσεις, διαδραματίζοντας – σταθερά – έναν αξιόπιστο και εποικοδομητικό ρόλο.
Τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού είναι πηγή ανησυχίας για την ελληνική οικονομία;
Τα αρνητικά επιτόκια είναι πηγή ανησυχίας όταν συνδυάζονται με προσδοκίες αρνητικού πληθωρισμού και της παρουσίας αντεστραμμένης καμπύλης αποδόσεων στην αγορά ομολόγων. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να αποτελούν μήνυμα ότι οι αγορές αναμένουν οικονομική ύφεση στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται στην παρούσα φάση. Οι μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες δεν κινούνται σε αρνητικό έδαφος, και οι καμπύλες αποδόσεων των ευρωπαϊκών οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, έχουν θετική κλίση.
Στην παρούσα συγκυρία, τα αρνητικά επιτόκια είναι ένα φαινόμενο που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ειδικά στην Ευρώπη, συνδέεται άμεσα με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και τη στόχευσή της να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως στις επενδύσεις, ώστε να υποστηριχθεί και να ενισχυθεί η ανάκαμψη, μετά τη δοκιμασία της πανδημίας.
Για τη χώρα μας, το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να δανείζεται πλέον με αρνητικό επιτόκιο σε βραχυχρόνιας διάρκειας τίτλους και να μειώνει τη διαφορά αποδόσεων, όχι μόνο έναντι της Γερμανίας αλλά και έναντι των άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού νότου, επιβεβαιώνει την ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας μας, και συνιστά απτό δείγμα αναγνώρισης των θετικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από την επενδυτική κοινότητα. Επιπλέον, είναι μια εξέλιξη με θετική επίπτωση στο δημόσιο χρέος.