Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,
Καλούμαστε σήμερα να συζητήσουμε τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για τη θωράκιση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος.
Πρωτοβουλία που εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην αναβάθμιση του τρόπου συλλογής, καταγραφής, επεξεργασίας και αποτύπωσης των στατιστικών στοιχείων.
Πρωτοβουλία ορθή, που έρχεται ως απόρροια σχετικών, πρόσφατων, διαπιστώσεων και συστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων δημοσιονομικών στοιχείων.
Αυτή όμως η διαπίστωση απέχει από τη διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Σχεδίου Νόμου ότι «η εγκυρότητα των ελληνικών στατιστικών στοιχείων έχει αμφισβητηθεί έντονα και οφείλεται κατά ένα μέρος στην επιλογή της «δημοσιονομικής απογραφής» η οποία διενεργήθηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση».
Και αυτό διότι, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εκδηλώσει τις επιφυλάξεις της όσον αφορά την ποιότητα των στατιστικών δεδομένων, πολλές φορές, και πριν από το 2004, από το 2002.
Από το 2002 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφραζε αμφιβολίες για την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων της χώρας μας (Δελτία Τύπου Νο. 35/Μάρτιος 2002 και Νο. 116/Σεπτέμβριος 2002).
Το 2004 επανέλαβε τις επιφυλάξεις της (Δελτίο Τύπου Νο. 38/ Μάρτιος 2004) και προχώρησε σε εκτεταμένες αναταξινομήσεις και αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, καθώς οι προηγούμενες Κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε 11 περιπτώσεις, έδιναν παραπλανητικές αναφορές στη Eurostat κατά την περίοδο 1997-2003 (22 Νοέμβριος 2004).
[Βλέπετε Συνημμένα 1 και 2]
Οι Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [Ιανουάριος 2010] (σελ. 6, 12 και 13) και της Επιτροπής του Υπουργείου Οικονομικών [Ιανουάριος 2010] (σελ. 26) επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.
Παραπλανητικές αναφορές σχετικά με:
- την υπερεκτίμηση του πλεονάσματος των ασφαλιστικών οργανισμών,
- την υπερεκτίμηση των φορολογικών εσόδων,
- την ελλιπή καταγραφή των αμυντικών δαπανών,
- τη μη ακριβή καταχώρηση της ανάληψης χρεών,
- τη μη ακριβή καταγραφή της κεφαλαιοποίησης των τόκων,
- τη μη ορθή ταξινόμηση των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων.
Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσει κανείς και τις εκτεταμένες και συστηματικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο 2000-2001 για τη διαχείριση και απόκρυψη δημοσίου χρέους και τη μείωση δημοσιονομικού ελλείμματος.
«Δημιουργική λογιστική» άγνωστη ή γνωστή, αλλά νόμιμη, ηθική και ασήμαντη για τα μέλη την Επιτροπής που συνέστησε το Υπουργείο Οικονομικών για την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων, αφού απουσιάζει από την Έκθεσή της η αναφορά σε αυτή.
Πρακτικές όπως:
1ον. Συναλλαγές, κατά τις οποίες η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 2001, μέσω πράξεων μετατροπής συναλλαγματικού χρέους από ξένα νομίσματα σε ευρώ καρπώθηκε το συναλλαγματικό όφελος όπου αυτό ήταν θετικό ενώ για το χρέος όπου υπήρχε συναλλαγματική ζημία την απέκρυψε μέσω κρυφού δανεισμού με μυστικές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων τις οποίες συμφώνησε με την Goldman Sachs με επαχθείς όρους (πήρε συνεπώς τα κέρδη και έκρυψε τις ζημιές).
Απ’ αυτή την συναλλαγή η κερδοφορία της Goldman Sachs ανήλθε σε $300 εκατ. και το στέλεχός της που την «έκλεισε» προήχθη σε Partner της Εταιρείας.
Η Έκθεση, στη Σελ. 24, αναφέρει ότι αυτά τα χρηματοοικονομικά εργαλεία βοηθούν στη διαχείριση των τρεχουσών ελλειμμάτων, αλλά επηρεάζουν τις δανειακές ανάγκες και επομένως και το ύψος του μελλοντικού χρέους.
[Βλέπετε Συνημμένο 3]
2ον. Οι τιτλοποιήσεις απαιτήσεων το 2000 και 2001 μέσω της προεξόφλησης μελλοντικών ταμειακών εσόδων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Κρατικά Λαχεία, το Γ’ ΚΠΣ και τα τέλη αεροδρομίων.
Τιτλοποιήσεις που δεσμεύουν μελλοντικά έσοδα για την εκπλήρωση άμεσων οικονομικών αναγκών και σχετίζονται με ανεύθυνη οικονομική πολιτική και εγείρουν θέματα διαφάνειας.
[Βλέπετε Συνημμένο 4]
Αυτή η εικόνα της χώρας, συνεπώς, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, αποτέλεσε το εφαλτήριο ώστε η Eurostat, μέσα από συνεχείς μεθοδολογικές επισκέψεις, γραπτά υπομνήματα και εκτενή «σχέδια δράσης», να εκφράσει, αρκετές φορές, αμφιβολίες και ενστάσεις για την ποιότητα των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων.
Αποτέλεσμα της συνεργασίας ελληνικών και κοινοτικών αρχών ήταν η βελτίωση σε αρκετούς τομείς και η πρόοδος σε πολλά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών, αφού αρκετές από τις προτεινόμενες δράσεις έχουν ήδη αναληφθεί και οι δυσκολίες, σε κάποιο βαθμό, έχουν αμβλυνθεί [Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ιανουάριος 2010, σελ. 15 και 16].
Η ποιότητα των στοιχείων, όμως, συνέχισε να υστερεί καθώς αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα, τα οποία και καταγράφει η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρέμειναν.
Είναι χαρακτηριστική η σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς τη χώρα μας τον Απρίλιο του 2009 [27.04.2009]: «Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειες για τη βελτίωση της συλλογής και της επεξεργασίας των στατιστικών δεδομένων και γενικότερα των κυβερνητικών στοιχείων, ενισχύοντας τους μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη χρονική αμεσότητα και διορθώνουν την παροχή δεδομένων της Γενικής Κυβέρνησης που απαιτούνται από το υπάρχον νομικό πλαίσιο.»
Θεωρώ συνεπώς ότι οι ρυθμίσεις του υπό συζήτηση Σχεδίου Νόμου μπορούν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Όμως, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται και σε «αναντιστοιχία των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας».
Η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αναθεώρησε το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 εξαιτίας, όπως υπογραμμίζει η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, των δημοσιονομικών διολισθήσεων σε χρονιά εκλογών και των λογιστικών αποφάσεων της Κυβέρνησης (Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 3).
Αποφάσεων που ελήφθησαν εν αγνοία της Ε.Σ.Υ.Ε. αφού η αναθεώρηση του ελλείμματος αποφασίστηκε μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου (Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 18).
Αποφάσεων που περικλείουν και τις λογιστικές ακροβασίες στις οποίες προέβη η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 2009.
Λογιστικές πρακτικές που πρόσφατα αναγνώρισε και ο Επίτροπος κ. Αλμούνια, ο οποίος σε Ερώτηση του Ευρωβουλευτή κ. Χουντή, υπογράμμισε πως «η Κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει το έλλειμμα με ορισμένες μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες που αντιστοιχούν σε 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.» (26.01.2009)
[Βλέπετε Συνημμένο 5]
Πρακτικές που καυτηρίασε και ο κ. Παπαντωνίου, πρώην Υπουργός Οικονομικών του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε άρθρο του στην Εφημερίδα «Τα Νέα» (9.1.2010), και ο οποίος αναφέρει ότι «το έλλειμμα διευρύνθηκε στο μέτρο που η Κυβέρνηση επέμεινε να υλοποιήσει ανέφικτες προεκλογικές υποσχέσεις. Αν μετέθετε χρονικά την υλοποίησή τους θα εξοικονομούσε πόρους ισοδύναμους προς 1,5% του ΑΕΠ.»
Και συνεχίζει: «Επιπλέον, αν κάλυπτε αμέσως τις θέσεις των πολιτικών και υπηρεσιακών προϊσταμένων του Υπουργείου Οικονομικών θα ήταν σε θέση να βελτιώσει σημαντικά την είσπραξη των φόρων. Αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών θα ήταν να περιοριστεί η αναγκαία συνολική μείωση του ελλείμματος στη διάρκεια της επόμενης τριετίας από 10 σε περίπου 7,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.»
[Βλέπετε Συνημμένο 6]
Πρέπει μάλιστα να αξιολογηθούν τα πεπραγμένα της Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το τελευταίο τρίμηνο του 2009, αφού, ενδεικτικά, σε αυτό η υστέρηση των εσόδων (13,3%) ήταν υπερτετραπλάσια αυτής του πρώτου εννεαμήνου του 2009 (3,2%).
[Βλέπετε Συνημμένο 7]
Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,
Η αποτύπωση των παραπάνω παρατηρήσεων δεν υποδηλώνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στη συλλογή, καταγραφή και παρουσίαση των στατιστικών στοιχείων.
Προβλήματα κυρίως συστημικά, τα οποία δεν θα επιλυθούν όμως μόνο μέσα από την ανεξαρτητοποίηση της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Γιατί, όπως ανέφερε και ο Συνάδελφος κ. Αλευράς στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, «θα έχουμε ένα σύστημα ανεξάρτητο ως προς την καταγραφή και τη συλλογή των στατιστικών στοιχείων, αδύναμο, όμως, στην πρωτογενή παραγωγή των στατιστικών στοιχείων και αυτό θα πρέπει να το προσέξει η Κυβέρνηση συνολικά.»
Η αξιοπιστία όμως της χώρας χτίζεται με μέτρα, πρωτοβουλίες και δομικές, συστημικές, αλλαγές.
Δεν χτίζεται σε σκηνικού πόλωσης και όξυνσης.
Με «κατασκευή ενόχων», εντός και εκτός χώρας.
Η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση της υπόθεσης των «τροποποιημένων» δημοσιονομικών στοιχείων προδίδει κομματική σκοπιμότητα.
Αποτελεί απόπειρα απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα, για την οποία μερίδιο ευθύνης φέρει και η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την ολιγωρία και την ανεπάρκειά της.
Έχει σκοπό να κρύψει και όχι να αποκαλύψει την αλήθεια.
Αναφέρεται στο «μέγεθος του δημοσιονομικού προβλήματος» και στην «αναξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων» για την περίοδο 2004-2009 λησμονώντας τα αυταπόδεικτα, διαγράφοντας το παρελθόν.
Οι ευθύνες όμως δεν επιμερίζονται και δεν συμψηφίζονται.
Διότι, το 1981 η Ελλάδα ήταν η λιγότερο χρεωμένη χώρα της σημερινής ευρωζώνης. Οκτώ χρόνια αργότερα, βρέθηκε με υπερδιπλάσιο χρέος.
Μετά το 1990, επί Ν.Δ., κατέπεσαν, από αδυναμία εξυπηρέτησής τους, οι εγγυήσεις του Δημοσίου σε δάνεια των ΔΕΚΟ και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης που είχαν συναφθεί πριν το 1989, επί ΠΑ.ΣΟ.Κ., εκτοξεύοντας το χρέος στο 110% του Α.Ε.Π.
Η επόμενη διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν κατάφερε να μειώσει το χρέος, με αποτέλεσμα αυτό να σταθεροποιηθεί πάνω από το 100% του Α.Ε.Π.
Στη συνέχεια, οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. κατάφεραν να μειώσουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέχρι το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης.
Σήμερα, και εν μέσω της σφοδρότερης οικονομικής κρίσης, το χρέος είναι στα επίπεδα του 2000.
Σε ότι αφορά την περίδο 2004-2008, το 87% των 80 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν 70 δισ. ευρώ, της αύξησης του χρέους αξιοποιήθηκαν για να αποπληρώσουν υποχρεώσεις των προηγούμενων Κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (πληρωμές για τόκους χρέους, πληρωμές για εξοπλιστικές δαπάνες, χρέη νοσοκομείων και υποχρεώσεις στην κοινωνική ασφάλιση).
Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές, ότι η παρούσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι υπόθεση των τελευταίων ετών, ούτε η «δημιουργική λογιστική» είναι υπόθεση της τελευταίας διακυβέρνησης.
Συνεπώς τοποθετούμαστε θετικά στη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής όχι μόνο από το 2004, αλλά από το 1981.