Οι πολίτες της χώρας έχουν πληρώσει πολύ ακριβά τις θριαμβολογίες της Κυβέρνησης, οι οποίες τελικά, πολύ γρήγορα, αποδεικνύονται αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και λάθος υπολογισμοί.
Αυτό θα επιβεβαιωθεί και με την τελευταία απόφαση του Eurogroup, που αφορά τη μετα-προγραμματική περίοδο της χώρας και τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Και αυτό γιατί:
1ον. Η Ελλάδα, μόνη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών-μελών που «βγήκαν» από προγράμματα προσαρμογής, «μπαίνει» σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας (Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου).
Καθεστώς που εμπεριέχεται και στην προληπτική γραμμή πίστωσης (Άρθρο 5, “Enhanced surveillance”, Guideline on Precautionary Financial Assistance).
Η μετα-προγραμματική παρακολούθηση θα είναι ασφυκτική, ίδια με την μνημονιακή παρακολούθηση.
Οι θεσμοί, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, θα συντάσσουν 4 εκθέσεις το έτος, ενώ η χώρα αναλαμβάνει αυστηρές πολυετείς δεσμεύσεις, μέσα σε συγκεκριμένα ασφυκτικά πλαίσια και χρονοδιαγράμματα.
2ον. Οι μετα-προγραμματικές δεσμεύσεις συνιστούν, επί της ουσίας, ένα 4ο Μνημόνιο.
Με νέα μέτρα λιτότητας για το 2019 και το 2020, όπως είναι η περικοπή των συντάξεων, η μείωση του αφορολόγητου και οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, διαμορφώνοντας τον συνολικό – ιδιαίτερα επώδυνο για τους πολίτες – λογαριασμό της διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα στα 14,5 δισ. ευρώ.
Και με ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία επεκτείνονται μέχρι το 2060.
Με την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λύσαμε το γρίφο που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα των οικονομολόγων: πως δηλαδή, από το «λεφτά χωρίς Μνημόνιο» μπορείς να καταλήξεις σε «ένα ακόμη Μνημόνιο, χωρίς λεφτά».
3ον. Οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους έρχονται να καλύψουν μέρος της επιβάρυνσης της βιωσιμότητάς του την τελευταία τριετία.
Συγκεκριμένα, στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, τον Ιούνιο του 2015, το ΔΝΤ υποστήριζε ότι το χρέος είχε μπει σε «μονοπάτι βιωσιμότητας» από τον Μάιο του 2014. Εκτιμούσε ότι αυτό θα διαμορφωνόταν κοντά στο 60% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες κοντά στο 13% του ΑΕΠ.
Στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, τον Ιούλιο του 2017, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα εκτοξευθεί στο 195% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας στο 45% του ΑΕΠ! Και χαρακτηρίζει το χρέος ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Είναι προφανές ότι η βιωσιμότητά του επιβαρύνθηκε την τελευταία τριετία, ιδιαίτερα με την «υπερήφανη διαπραγμάτευση» και τη «δημιουργική ασάφεια» του 1ου εξαμήνου του 2015. Διεθνείς παράγοντες και φορείς εκτιμούν το κόστος εκείνης της περιόδου κατ’ ελάχιστον στα 86 δισ. ευρώ.
4ον. Οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους απέχουν από τις δεσμεύσεις που είχε εξασφαλίσει η Ελλάδα ήδη από το 2012, και οι οποίες δυστυχώς – με ευθύνη των εταίρων – μέχρι σήμερα δεν υλοποιήθηκαν.
Συγκεκριμένα:
α) Η απόφαση του 2012 προέβλεπε η επιστροφή των κερδών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες να γίνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις, αντιθέτως απ’ ότι προβλέπεται σήμερα.
β) Η απόφαση του 2012 προέβλεπε τη μετάθεση της πληρωμής τόκων για τα δάνεια του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης (EFSF) κατά 10 χρόνια, δηλαδή ίση παράταση της περιόδου χάριτος με αυτή που προβλέπεται σήμερα, και την επιμήκυνση των ωριμάνσεων των δανείων για 15 χρόνια, δηλαδή περισσότερα απ’ ότι προβλέπεται σήμερα.
γ) Η απόφαση του 2012 προέβλεπε μείωση του λόγου χρέος/ΑΕΠ, στο 124% το 2020 και «αισθητά πιο κάτω» από το 110% το 2022. Σχετικές προβλέψεις δεν υπάρχουν στην τελευταία απόφαση. Υπενθυμίζεται ότι η Κυβέρνηση, στο τελευταίο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, εκτιμά τον σχετικό λόγο στο 150% το 2022.
5ον. Οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους υπολείπονται ακόμη και των προβλέψεων των αποφάσεων του Eurogroup του 2017.
Συγκεκριμένα, με την τελευταία απόφαση:
α) Προβλέπεται η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι το 2060. Στην απόφαση του 2017, η σχετική πρόβλεψη ήταν για πρωτογενή πλεονάσματα «ίσα ή υψηλότερα αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ» για την ίδια περίοδο. Αυτή η φαινομενικά μικρή διαφορά του 0,2% του ΑΕΠ, η οποία θα έπρεπε να διεκδικηθεί από την Κυβέρνηση, ισοδυναμεί, σε σημερινούς όρους ΑΕΠ, με περίπου 360 εκατ. ευρώ. Όσο η περικοπή του εισπραχθέντα ΕΝΦΙΑ κατά περίπου 15%.
β) Η 10ετής παράταση της περιόδου χάριτος και η 10ετής επιμήκυνση των ωριμάνσεων συνιστούν θετικές παρεμβάσεις, αλλά δεν είναι οι βέλτιστες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Στην απόφαση του 2017, η σχετική πρόβλεψη ήταν μέχρι και 15 έτη.
γ) Η επιστροφή των κερδών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες θα υλοποιηθεί σε εξαμηνιαίες δόσεις μέχρι τον Ιούνιο του 2022, και θα συνδυάζεται με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Στην απόφαση του 2017, η επιστροφή προβλέπονταν να μην είναι τμηματική και να είναι και αυτόματη.
δ) Η γαλλική πρόταση για αυτόματη σύνδεση των παρεμβάσεων για το χρέος με το ρυθμό ανάπτυξης, όπως προβλέπονταν στην απόφαση του 2017, για την οποία η Αξιωματική Αντιπολίτευση είχε εκφράσει προβληματισμούς και η Κυβέρνηση θριαμβολογούσε, εξαφανίστηκε.
ε) Υπάρχει η δέσμευση να επανεξεταστεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους το 2032, κάτι που δεν προβλέπονταν στην απόφαση του 2017.
6ον. Από την τελευταία δόση του δανείου, ύψους 15 δισ. ευρώ, ούτε 1 ευρώ δεν θα «πέσει» στην πραγματική οικονομία.
Ένα σημαντικό μέρος αυτής, ύψους 9,5 δισ. ευρώ, θα κατευθυνθεί για το «χτίσιμο» ταμειακού αποθέματος. Απόθεμα που μέχρι σήμερα δημιουργούσε η Κυβέρνηση «στραγγαλίζοντας» την οικονομία, υπερφορολογώντας τους πολίτες, κηρύσσοντας εσωτερική στάση πληρωμών και καταφεύγοντας σε υπέρμετρο και σχετικά ακριβό εσωτερικό δανεισμό, μετατρέποντας το εργαλείο των πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας σε πράξη αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού.
7ον. Ενώ σημαντικό μέρος των προβλεπόμενων πόρων του δανείου, ύψους 24 δισ. ευρώ, θα παραμείνει αχρησιμοποίητο, στερώντας ρευστότητα από την οικονομία.
Η Κυβέρνηση θα έπρεπε να διασφαλίσει αυτούς τους πόρους, όταν μάλιστα ότι έχει πάρει δημοσιονομικά μέτρα που εκτείνονται και για μετά τη λήξη του προγράμματος, ενώ – μέσω του Υπερταμείου – έχει δεσμεύσει τη δημόσια περιουσία της χώρας για χρονικό διάστημα ενός αιώνα.
Με δεδομένη συνεπώς την τελευταία απόφαση του Eurogroup, η οποία είναι κατώτερη των προσδοκιών και των κεκτημένων της χώρας τα προηγούμενα χρόνια, το ερώτημα που τίθεται είναι τι πρέπει να γίνει ώστε η χώρα να βγει οριστικά και βιώσιμα από το «τούνελ» της κρίσης, να επιτύχει την επιθυμητή και πραγματική «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια και να διασφαλίσει τη χρηματοδότησή της από τις διεθνείς αγορές, με χαμηλό κόστος δανεισμού.
Για να γίνουν αυτά, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, αποτελεσματικά και ασυμβίβαστα απέναντι στην παραίτηση, στο τέλμα και στη μετριότητα. Να υπηρετήσουμε δυναμικά την αρμονική ισορροπία μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, με πολιτική βούληση, αξιοπιστία και σχέδιο.
Σχέδιο επίτευξης υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, δημιουργίας ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, που θα οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας παραδοσιακών και νέων συντελεστών παραγωγής, ώστε να επιστρέψει ένα ποσοστό τουλάχιστον από την αυξημένη «διαρροή εγκεφάλων» και να ανταποκριθεί η χώρα στον δομικό μετασχηματισμό της εργασίας εξαιτίας της τεχνολογικής αλλαγής. Σχέδιο που θα αυξάνει την ποσότητα και θα βελτιώνει τη σύνθεση του πλούτου της χώρας, χωρίς πρόσθετη εσωτερική υποτίμηση, με ενίσχυση των εξαγωγών και των εταιρικών επενδύσεων.
Αυτά, μόνο η επόμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να τα διασφαλίσει.