Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Είναι γεγονός ότι η ένταξη της χώρας, τον Μάιο του 2010, στο Mηχανισμό Στήριξης αποτέλεσε κομβικό σημείο για την μετέπειτα πορεία της.
Η υπαγωγή της στο καθεστώς των Μνημονίων είχε και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή.
Ευλόγως λοιπόν, οι λόγοι και οι διαδικασίες της ένταξης στο Μηχανισμό Στήριξης, έχουν προκαλέσει και συνεχίζουν να προκαλούν το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Η τεκμηριωμένη, αντικειμενική και έγκυρη Εθνική Αυτοαξιολόγηση της κρίσιμης εκείνης περιόδου παραμένει ανοικτό θέμα.
Υποθέτω πως όλοι συμφωνούμε ότι αυτή η σοβαρή και ευαίσθητη διαδικασία, για να προσεγγίσει με επιτυχία το στόχο, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε περιβάλλον πολιτικής ομαλότητας, κοινωνικής ηρεμίας και οικονομικής ασφάλειας και σταθερότητας.
Μόνο τότε το πόρισμα που θα προέκυπτε θα γίνονταν ευρύτατα αποδεκτό, θα καθίστατο εθνική ιστορική αλήθεια και θα βοηθούσε στην καλύτερη πορεία της χώρας.
Κατά την εκτίμησή μας, οι προϋποθέσεις που προανέφερα ως αναγκαίες, στην παρούσα φάση, δεν πληρούνται επαρκώς.
Όμως, παρά τις χαμηλές προσδοκίες, η ΝΔ, με καθοριστικό κριτήριο των πολιτικών επιλογών της το μακροχρόνιο συμφέρον της χώρας, θα εργαστεί, στο πλαίσιο της Εξεταστικής Επιτροπής, για την αναζήτηση της αλήθειας.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Όλες οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί συμπίπτουν στη διαπίστωση ότι, την δεκαετία του 1980 ακολουθήθηκε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε συνθήκες σχεδόν μηδενικής μεγέθυνσης της οικονομίας, με συνέπεια τις έντονες δημοσιονομικές ανισορροπίες, δηλαδή υψηλά ετήσια δημόσια ελλείμματα και εκρηκτικοί ρυθμοί συσσώρευσης του δημοσίου χρέους.
Τα αποτελέσματα εκείνης της περιόδου, από κοινού με τις αξίες και τις αντιλήψεις που έκτοτε κυριάρχησαν, αποτέλεσαν στη συνέχεια, και αποτελούν μέχρι σήμερα, βαρίδι στα πόδια της Ελληνικής οικονομίας.
Ενώ το 1980, η Ελλάδα πληρούσε τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ και ήταν η λιγότερο χρεωμένη χώρα της σημερινής Ευρωζώνης, στο τέλος της δεκαετίας, μετά από δύο υποτιμήσεις της δραχμής, και αφού η χώρα απορρόφησε τα Κοινοτικά Μεσογειακά Προγράμματα, βρέθηκε με υπερτριπλάσιο χρέος.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σ’ αυτή τη δεκαετία, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν, κατά μέσο όρο ετησίως, πάνω από 10% του ΑΕΠ, κάτι που ποτέ προηγουμένως, για τόσο μεγάλο διάστημα, δεν είχε συμβεί στην Ελλάδα και που δεν επαναλήφθηκε έκτοτε.
Από το 1990 και μέχρι το φθινόπωρο του 2008 έγιναν, κατά περιόδους, προσπάθειες αντιμετώπισης των ανισορροπιών και των στρεβλώσεων της Ελληνικής οικονομίας, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία.
Όμως η κονιορτοποίηση του αξιακού συστήματος που είχε συντελεσθεί και οι κομματικές, συνδικαλιστικές και κοινωνικές σκοπιμότητες και αντιδράσεις, σε κάθε προσπάθεια νοικοκυρέματος, δεν επέτρεψαν τη ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Στο μέσον αυτής της περιόδου η χώρα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη.
Δεν θα σταθώ στις συνθήκες, στους όρους, στην προετοιμασία της οικονομίας και της κοινωνίας για το σημαντικό αυτό βήμα.
Θα σημειώσω μόνο ότι, στις αρχές του 2002, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άρχισε να προειδοποιεί ότι η τότε Κυβέρνηση έκρυβε επιβαρύνσεις στον Κρατικό Προϋπολογισμό ενώ την ίδια χρονιά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφραζε αμφιβολίες για την ποιότητα των δημοσιονομικών στοιχείων της χώρας μας.
Το 2004, η Eurostat προχώρησε σε εκτεταμένες αναταξινομήσεις και αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, για την περίοδο 1997-2003.
Στα παραπάνω θα προσθέσω μόνο τις εκτεταμένες πρακτικές «δημιουργικής λογιστικής», που ακολουθήθηκαν την περίοδο 2000-2001.
Πρακτικές, όπως είναι οι τιτλοποιήσεις απαιτήσεων και οι συναλλαγές μέσω πράξεων μετατροπής συναλλαγματικού χρέους και ανταλλαγής επιτοκίων.
Παρ’ όλα αυτά η χώρα, σε ένα Ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον σχετικής χαλάρωσης, πορευόταν, μέχρι το φθινόπωρο του 2008, ικανοποιητικά, με τα δημοσιονομικά προβλήματα υπό έλεγχο, καλό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και χαμηλή ανεργία.
Όμως, η πρωτοφανής χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2007 πέρασε στην Ευρώπη το 2008.
Αποσταθεροποίησε όλες τις οικονομίες, και φυσικά και την Ελληνική, η οποία είχε υποβόσκουσες χρόνιες παθογένειες στο αξιακό, στο θεσμικό, στο πολιτικό, στο κοινωνικό και στο οικονομικό πεδίο.
Η κρίση απεδείχθη, παγκοσμίως, ισχυρότερη και βαθύτερη απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Στις αρχές του 2009, η τότε ηγεσία της Κυβέρνησης της ΝΔ, ανέλαβε πρωτοβουλίες για να πετύχει συνεννόηση και συστράτευση όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, με πρωταγωνιστή την ηγεσία της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αρνήθηκαν την ύπαρξη της παγκόσμιας κρίσης, τορπίλισαν τη συνεννόηση και πολέμησαν λυσσαλέα, εντός και εκτός Βουλής, τις δέσμες ήπιων μέτρων που ελήφθησαν για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση.
Αποκορύφωμα της στάσης τους το γεγονός ότι έσυραν τη χώρα σε εκλογές, τις δεύτερες εντός του πρώτου, διεθνώς κρίσιμου, εννεαμήνου του 2009.
Εκλογές στις οποίες μάλιστα, η τότε επερχόμενη πολιτική δύναμη υποσχόταν ότι θα μοιράσει τα «λεφτά» που «υπάρχουν».
Στη συνέχεια, η τότε νέα Κυβέρνηση, το τελευταίο τρίμηνο του 2009 και μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του 2010 που κλείνει δημοσιονομικά το 2009, με τις πράξεις και παραλείψεις της διόγκωσε το πρόβλημα της χώρας.
Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων:
- Ματαίωσε «ώριμες» δημόσιες εισπράξεις του 2009, μετέφερε εισπράξεις του 2009 στο 2010 και μετέθεσε πληρωμές του 2010 στο 2009.
- Προχώρησε στην καταβολή επιδόματος αλληλεγγύης, σε αύξηση των δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα, για οδοιπορικά, λειτουργικές δαπάνες και προμήθειες του Δημοσίου.
- Κατήργησε τις ρυθμίσεις για τους ημιυπαίθριους, την επιβολή φόρου στα λαχεία, στο «Ξυστό» και στα σκάφη αναψυχής, ρυθμίσεις, βέβαια, που επανέφερε αργότερα.
- Άφησε στην τύχη τους τα δημόσια έσοδα.
Ενώ αργότερα, η ΕΛΣΤΑΤ προχώρησε στη συμπερίληψη στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης ορισμένων ελλειμματικών δημόσιων επιχειρήσεων, που προηγουμένως εθεωρείτο, βάσει των ορισμών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών, ότι δεν ανήκαν στη «Γενική Κυβέρνηση».
Το αποτέλεσμα είναι, πράγματι, το 2009 να καταγραφεί σημαντική διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες αναθεωρήσεις της Eurostat, το έλλειμμα στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 15,3% του ΑΕΠ το 2009, από 6,7% το 2007.
Όμως, όταν το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης χτύπησε την Ευρώπη, το έλλειμμά της «σκαρφάλωσε» στο 6,7% του ΑΕΠ το 2009, από μόλις 0,8% το 2007.
Σημειώνω δε ότι κατά τη διάρκεια των καταιγιστικών εξελίξεων του 2009 οι εκτιμήσεις για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών αναθεωρήθηκαν αρκετές φορές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Έτσι, το έλλειμμα της χώρας, από 2% του ΑΕΠ που προβλεπόταν στον Προϋπολογισμό του 2009, διαμορφώθηκε τελικά, μετά από 7 αναθεωρήσεις, 6 εκ των οποίων επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, στο 15,8% για να «καθίσει» στο 15,3% με την πρόσφατη αναθεώρηση.
Ενώ, και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, το έλλειμμα, από 0,8% του ΑΕΠ που προβλεπόταν αρχικά, μετά επίσης από 7 αναθεωρήσεις, «εκτινάχθηκε» στο 6,4% και στο 6,7% με την πρόσφατη αναθεώρηση.
Το ίδιο συνέβη και για το δημόσιο χρέος.
Μάλιστα, κατά μέσο όρο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αύξηση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2007-2009, ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι στην Ελλάδα (26% του ΑΕΠ σε σχέση με 23% του ΑΕΠ).
Συνεπώς, η χώρα, λόγω της συστημικής κρίσης, αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα ελλείμματος και χρέους, μεγαλύτερο από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, λόγω και των αυξημένων υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του διαχρονικά υψηλού δημοσίου χρέους.
Όμως, η τότε νέα Κυβέρνηση, που παρέλαβε το κόστος δανεισμού χαμηλά και τα spreads περίπου στις 131 μονάδες βάσης, τα εκτίναξε σε πρωτοφανή ύψη.
Και αυτό γιατί:
- Επέδειξε αβουλία, αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα.
- Παρουσίασε έλλειψη σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
- Καθυστέρησε να πάρει μέτρα, και όταν πήρε κάποια, το μίγμα αποδεικνύονταν κατάλληλο για το προηγούμενο στάδιο της ασθένειας.
- Αναφέρονταν απαξιωτικά για τη χώρα, το κύρος και την αξιοπιστία της, υπονομεύοντας τη δανειοληπτική της ικανότητα.
- Έστελνε λανθασμένα μηνύματα στις αγορές με τις παλινωδίες, τις αντιφατικές δηλώσεις, τις ανεύθυνες διαρροές.
- Προχώρησε στην κατάθεση Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ήταν κατώτερο των περιστάσεων.
Το αποτέλεσμα αυτών των χειρισμών ήταν η χώρα, την κρίσιμη περίοδο, να τεθεί εκτός αγορών.
Δηλαδή, το διαχρονικό πρόβλημα του υψηλού χρέους να μετατραπεί σε κρίση δανεισμού.
Ο επίλογος γράφτηκε με την αναπόφευκτη προσφυγή στο Μηχανισμό Στήριξης και την εφαρμογή ενός ασφυκτικού και ανελαστικού Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, από τον Μάιο του 2010 μέχρι και σήμερα.
Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής που στηρίχθηκε σε δύο δανειακές συμβάσεις – «Μνημόνια» και σε τρεις τροποποιήσεις της δεύτερης σύμβασης.
Πρόγραμμα το οποίο απαιτούσε, εξ αρχής, «βίαιη» και εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή και πλήθος δύσκολων, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις αναγκαίων, διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Το εγχείρημα της δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να διαχωριστεί σε δύο φάσεις, όπου η κάθε μία ανταποκρίνεται και σε διαφορετική προσέγγιση.
Συγκεκριμένα, η πρώτη δανειακή σύμβαση, το πρώτο «Μνημόνιο», δομούσε τη δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως, στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και όχι στο σκέλος των δαπανών, παραγκωνίζοντας τη σημασία των δομικών διαρθρωτικών αλλαγών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ απουσίαζαν ή δεν εφαρμόζονταν πρωτοβουλίες για την τόνωση της αγοράς και της πραγματικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης προσαρμογής είναι γνωστά.
Μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, απόκλιση από τους στόχους, σημαντικές αστοχίες στην αποτελεσματικότητα των μέτρων και πλήγμα στην αξιοπιστία του εγχειρήματος.
Αξίζει να συγκρίνουμε τις αρχικές μακροοικονομικές προβλέψεις του Προγράμματος, το Μάιο του 2010, με την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά, ενώ η αρχική πρόβλεψη για την οικονομική δραστηριότητα εκτιμούσε ανάπτυξη 1,1% το 2012, το αποτέλεσμα τελικά ήταν ύφεση 6,6%.
Ενώ η αρχική πρόβλεψη για την ανεργία ήταν για 14,8% το 2012, το αποτέλεσμα ήταν αυτή να διαμορφωθεί στο 24,5%.
Αντίστοιχες είναι και οι αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους.
Αυτή, η πρώτη προσέγγιση, τροποποιήθηκε με το δεύτερο «Μνημόνιο», το οποίο, μετά την τελευταία αναθεώρηση της σημερινής Κυβέρνησης, έχει επεκταθεί μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2015.
Έτσι, το δημοσιονομικό εγχείρημα βασίστηκε κατά τα 2/3 στο σκέλος των δαπανών, συμβάλλοντας, όπως προκύπτει και από τη διεθνή βιβλιογραφία, στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και διατηρησιμότητάς του.
Παράλληλα, η προσαρμογή εμπλουτίστηκε από τις διαρθρωτικές αλλαγές στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, από τις πρώτες αποκρατικοποιήσεις, από τις στοχευμένες κινήσεις για την τόνωση της δραστηριότητας της πραγματικής οικονομίας (όπως είναι, μεταξύ άλλων, η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα κ.α.).
Το αποτέλεσμα είναι, στο τέλος του 2014, να καταγραφούν θετικά και μετρήσιμα αποτελέσματα.
Ενδεικτικά:
- Σταθεροποιήθηκαν τα δημόσια οικονομικά.
- Αντιμετωπίστηκαν χρόνιες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες.
- Ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
- Δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη λήξη της παρατεταμένης ύφεσης.
Πράγματι, το 2014, μετά από 6 έτη βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, η χώρα επέστρεψε σε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης.
Η πρόοδος που επετεύχθη, σύμφωνα μάλιστα με την Έκθεση της παρούσας Διοίκησης του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών, του προηγούμενου μήνα, σε αντίθεση με ότι υποστηρίζει η Κυβερνητική πρόταση της Εξεταστικής Επιτροπής, «αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη και είναι αποτέλεσμα των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα».
Και συνεχίζει η Έκθεση, «η χώρα επέτυχε, το 2013 και το 2014, τη στροφή προς ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με εξωστρεφή προσανατολισμό».
Είναι όμως αλήθεια ότι η κατάσταση της οικονομίας εξακολουθούσε να είναι εύθραυστη.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα, μετά από 4 μήνες διακυβέρνησης της χώρας από τη νέα Κυβέρνηση, μετά και την επέκταση του «Μνημονίου» που αυτή ζήτησε και επέτυχε, εξαιτίας της αβελτηρίας, της πολυγλωσσίας, της «δημιουργικής ασάφειας» και των παλινωδιών της, η κατάσταση στην οικονομία να έχει επιδεινωθεί.
Συγκεκριμένα:
- Η οικονομία παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, μετά την ανάκαμψή της το 2014.
- Το επιχειρηματικό κλίμα επιδεινώνεται.
- Οι αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων έχουν «σκαρφαλώσει» σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
- Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, τους τελευταίους μήνες, μέσω των εκδόσεων εντόκων γραμματίων 3μηνης και 6μηνης διάρκειας, αυξάνεται.
- Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης υποβαθμίζουν, και πάλι, τη χώρα.
- Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου καταγράφει σημαντικές απώλειες.
- Η δημόσια οικονομία παρουσιάζει τριγμούς αποσταθεροποίησης.
- Τα προβλήματα ρευστότητας οξύνονται δραματικά. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η Κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε εσωτερική στάση πληρωμών, η οποία έχει οδηγήσει σε «ασφυξία» την οικονομία.
- Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων μειώνονται σταθερά, και τα «κόκκινα δάνεια», διαρκώς, αυξάνονται.
- Οι εγγυήσεις μέσω του μηχανισμού Έκτακτης Ενίσχυσης Ρευστότητας (ELA) αυξάνονται, μήνα με το μήνα, εντυπωσιακά.
Συμπερασματικά, η ισορροπία που επετεύχθη τα δύο προηγούμενα χρόνια στη δημόσια οικονομία, με μεγάλες θυσίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων, έχει διαταραχθεί.
Ενώ και οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας δεν είναι ευοίωνες.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Στο πλαίσιο της απόφασης της Βουλής των Ελλήνων για διερεύνηση της περιόδου Οκτώβριος 2009 – Ιανουάριος 2015 εμείς θα συμβάλλουμε ώστε να «χυθεί» φως στα γεγονότα αυτής της περιόδου.
Θα αναζητήσουμε την αλήθεια, προφανώς χωρίς φόβο και με κανένα πάθος εναντίον κανενός.
Προς το σκοπό αυτό προτείνουμε την ακόλουθη λίστα προς εξέταση προσώπων, με βάση τη θεσμική τους ιδιότητα αλλά, όπως αναφέρει και η απόφαση της Βουλής, και με βάση το «ποιοί αποφάσισαν την είσοδο της χώρας στο καθεστώς της μνημονιακής επιτροπείας και υλοποίησαν συγκεκριμένες πολιτικές».
Προφανώς, και το τονίζω, αυτή η λίστα θα επικαιροποιείται και θα εμπλουτίζεται με πρόσωπα εκτός της περιόδου Οκτώβριος 2009 – Ιανουάριος 2015, ανάλογα με τα στοιχεία που θα προκύπτουν από την ακρόαση των προσώπων και την πορεία της Εξεταστικής.
Τα επιπλέον πρόσωπα που θα καλούνται, θα παρεμβαίνουν στη διαδικασία και στη λίστα που θα έχουμε ήδη αποφασίσει.
Γεώργιος Παπακωνσταντίνου
Ευάγγελος Βενιζέλος
Φίλιππος Σαχινίδης
Γεώργιος Ζανιάς
Ιωάννης Στουρνάρας
Γκίκας Χαρδούβελης
Γιάνης Βαρουφάκης
Ο τελευταίος, αν και είναι Υπουργός Οικονομικών μετά τον Ιανουάριο του 2015, προτείνεται να κληθεί για 3 λόγους, οι οποίοι και σχετίζονται με το αντικείμενο της εξεταστικής:
1ος λόγος: Διετέλεσε σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου.
2ος λόγος: Υπέγραψε την 3η τροποποίηση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης.
Υπενθυμίζουμε ότι η 1η ήταν το Δεκέμβριο του 2012, προκειμένου να περιληφθεί και η θετική Ευρωπαϊκή απόφαση για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Η 2η ήταν το Δεκέμβριο του 2014, όταν και η προηγούμενη Κυβέρνηση ζήτησε την επέκταση της Σύμβασης για τους 2 πρώτους μήνες του 2015.
Και η 3η ήταν τον εφετινό Φεβρουάριο.
Μάλιστα, το περιεχόμενο των επικαιροποιήσεων των Συμβάσεων είναι το ίδιο.
Διέπονται δε όλες από το αγγλικό δίκαιο.
Εναποθέτουν, σε περίπτωση διαφοράς, την αποκλειστική δικαιοδοσία στα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Συνδέονται δε όλες οι επικαιροποιήσεις με την Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης, της 15ης Μαρτίου 2012.
Δηλαδή, με την περίοδο στην οποία αναφέρεται η απόφαση της Βουλής.
3ος λόγος: Η ψηφισθείσα πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής αναφέρει ότι «το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής έχει απολύτως αποτύχει».
Την ίδια στιγμή όμως, ο νυν Υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει, εγγράφως, στο Eurogroup, ότι τα δημοσιονομικά επιτεύγματα της προηγούμενης Κυβέρνησης αποτελούν «σημείο αφετηρίας» και «σημείο εκκίνησης» για μια επωφελή για τη χώρα συμφωνία.
Πώς συνεπώς το Πρόγραμμα έχει απολύτως αποτύχει;
Παράλληλα, ο Υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που είχαν συμφωνηθεί, από την προηγούμενη Κυβέρνηση, με τους εταίρους και δανειστές της χώρας και δεσμεύεται να συνεχίσει τις προσπάθειες που ξεκίνησε και υλοποίησε η προηγούμενη Κυβέρνηση σε αρκετούς τομείς.
Αποδέχεται μάλιστα το 70% των δράσεων που περιλαμβάνουν οι συμφωνίες της προηγούμενης Κυβέρνησης με τους εταίρους και ενσωματώνει και το ρόλο του ΟΟΣΑ, που ήδη υφίσταται.
Πώς συνεπώς το Πρόγραμμα έχει απολύτως αποτύχει;
Τέλος, ο Υπουργός Οικονομικών αποδέχεται τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά που έχει το δημόσιο χρέος, λόγω της επέκτασης της λήξεως ομολόγων και της επίτευξης χαμηλότερων επιτοκίων, απόρροια της διαπραγμάτευσης των προηγούμενων Κυβερνήσεων.
Στα κείμενα μάλιστα του Eurogroup, ο Υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι η δομή του χρέους είναι τόσο σημαντική όσο και ο δείκτης χρέος / ΑΕΠ, προκειμένου να αξιολογηθεί η βιωσιμότητά του.
Μάλιστα αναφέρεται ότι η επέκταση της λήξης των ομολόγων και τα χαμηλότερα επιτόκια, που επέτυχε η προηγούμενη Κυβέρνηση, έχουν ήδη οδηγήσει το δείκτη χρέος / ΑΕΠ, σε χαμηλότερο επίπεδο, σε όρους καθαρής παρούσας αξίας.
Πως συνεπώς το Πρόγραμμα έχει απολύτως αποτύχει;
- Διοικητές Τράπεζας της Ελλάδος
Γεώργιος Προβόπουλος
Ιωάννης Στουρνάρας (με την καινούργια ιδιότητα μετά τον Ιούνιο του 2014)
- Γενικοί Γραμματείς Υπουργείου Οικονομικών
Ηλίας Πλασκοβίτης
Γιώργος Μέργος
Χριστίνα Παπακωνσταντίνου
Τάσος Αναστασάτος
- Γενικοί Διευθυντές Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού ΓΛΚ
Χρήστος Ντζιούνης
Παναγιώτης Καρακούσης
Σταυρούλα Μηλιάκου
- Επικεφαλής Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας / ΕΛΣΤΑΤ
Εμμανουήλ Κοντοπυράκης
Ανδρέας Γεωργίου
- Πρόεδροι Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων
Γεώργιος Ζανιάς (με την παλαιότερη ιδιότητά του [Οκτώβριος 2009 – Μάιος 2012])
Παναγιώτης Τσακλόγλου
Χριστόδουλος Στεφανάδης
Τάσος Αναστασάτος
Γεώργιος Χουλιαράκης (ο τελευταίος λόγω και της Έκθεσης του Απριλίου του 2015 για την περίοδο 2013-2014)
Σπυρίδων Παπανικολάου
Πέτρος Χριστοδούλου
Στυλιανός Παπαδόπουλος
- Πρόεδροι και Διευθύνοντες Σύμβουλοι Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)
Παναγιώτης Θωμόπουλος, Πρώην Πρόεδρος
Αναστασία Σακελλαρίου, Πρώην Διευθύνουσα Σύμβουλος
- Εκπρόσωποι της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Παναγιώτης Ρουμελιώτης
Θάνος Κατσάμπας
- ΚΕΠΕ / ΙΟΒΕ / Επιμελητήρια
Παναγιώτης Κορλίρας, Πρώην Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) (Ιανουάριος 2010 – Απρίλιος 2013)
Νικόλαος Φίλιππας, Πρώην Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) (Απρίλιος 2013 – Απρίλιος 2015)
Τάκης Αθανασόπουλος, Πρόεδρος Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Νικόλαος Βέττας, Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)
Κωνσταντίνος Μίχαλος, Πρόεδρος Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) και Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων (ΚΕΕ)
Βασίλειος Κορκίδης, Πρόεδρος Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας
Κωνσταντίνος Κόλλιας, Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
Κωνσταντίνος Μποτόπουλος, Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Dominique Strauss–Kahn, Πρώην Εκτελεστικός Διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Christine Lagarde, Εκτελεστική Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Jean–Claude Trichet, Πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Mario Draghi, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Joaquin Almunia, Πρώην Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Olli Rehn, Πρώην Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Pierre Moscovici, Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Jean–Claude Juncker, Πρώην Πρόεδρος του Eurogroup, πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επικεφαλείς Τρόικα (principals).