Φίλες και Φίλοι,
Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρέσβη κ. Αλέξανδρο Μαλλιά και τις Εκδόσεις «Σιδέρης» για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να συμμετάσχω στη σημερινή – εκτιμώ – εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Για εμένα, η αποδοχή της πρόσκλησης ήταν πρόκληση και ευκαιρία.
Πρόκληση να ιχνηλατήσω τους προβληματισμούς και τις θέσεις του συγγραφέα πάνω στην κακή και επικίνδυνη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ευκαιρία να μελετήσω τις «μαρτυρίες» ενός έμπειρου διπλωμάτη, μέσα από γεγονότα που ο ίδιος βίωσε στο πέρασμα των δεκαετιών.
Διπλωμάτη που υπηρέτησε υπό 11 Κυβερνήσεις και 15 Υπουργούς Εξωτερικών.
Διπλωμάτη που υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στον ΟΗΕ, σε βαλκανικές χώρες, στα Σκόπια.
Σήμερα αισθάνομαι δικαιωμένος γι’ αυτή την επιλογή μου.
Όπως και για την θέση που κράτησα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, καταψηφίζοντας την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η ξενάγηση στις σελίδες του βιβλίου είναι ενδιαφέρουσα, χρήσιμη και διδακτική.
Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα τεκμηριωμένης ανάλυσης, συσσωρευμένης γνώσης και πολύχρονης εμπειρίας.
Για τους λόγους αυτούς αποτελεί εφαλτήριο, ανεξάρτητα από προσωπική συμφωνία ή διαφωνία με επιμέρους εκτιμήσεις και παρατηρήσεις του συγγραφέα, για γόνιμη σκέψη και ουσιαστική συζήτηση.
Φίλες και Φίλοι,
Η Νέα Δημοκρατία στήριζε, διαχρονικά, την εύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
Αυτό καταγράφεται και στις σελίδες του βιβλίου.
Μια λύση όμως που θα σέβεται τα πραγματικά, ιστορικά και εθνικά, δεδομένα και δεν θα αφήνει περιθώρια στους γείτονες για υποδαύλιση, μελλοντικά, αυθαίρετων αξιώσεων.
Γιατί όπως ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας:
«Η μη λύση δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνιμη ή βέλτιστη επιλογή. Ταυτόχρονα όμως, η παράταση της εκκρεμότητας δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο κίνητρο για λύση».
Με αυτό το κριτήριο και για μια σειρά από λόγους, η Νέα Δημοκρατία, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην μακραίωνη ιστορία και την προοπτική της πατρίδας, καταψήφισε την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Συνοψίζω και κωδικοποιώ αυτούς τους λόγους, όπως αποτυπώνονται διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου.
1ον. Ο Πρωθυπουργός απέτυχε να αξιοποιήσει το κεκτημένο της εθνικής συνεννόησης επί του κρίσιμου αυτού θέματος.
Κεκτημένο που σωρεύτηκε από προηγούμενες Κυβερνήσεις, πρωτίστως της Νέας Δημοκρατίας.
Ενδεικτικά και πριν το Βουκουρέστι, τόσο η Ντόρα Μπακογιάννη, όσο και ο Πέτρος Μολυβιάτης, ενημέρωναν συνεχώς, πλήρως και ουσιαστικά όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.
Γιατί όπως σωστά επισημαίνει ο κ. Μαλλιάς, «η πολιτική συνεννόηση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις εθνικής ασφάλειας».
Και προσθέτει: «Από το 1992, είναι η πρώτη φορά που δεν υπάρχει καμία γέφυρα συνεννόησης και επικοινωνίας. Και αυτή είναι θεμελιώδης ευθύνη και θεσμική υποχρέωση της Κυβέρνησης».
Κυβέρνηση η οποία προσπάθησε να αποδυναμώσει, μέσω του Μακεδονικού, τη συνοχή Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, να τα διεμβολίσει, λειτουργώντας με αρχές πολιτικού αταβισμού, επηρεάζοντας τη μέθοδο και την ποιότητα της διαπραγμάτευσης.
Και εύχομαι, αντιθέτως απ’ ότι υποστηρίζει ο Πρωθυπουργός, αυτή η στρατηγική να μην αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλα, μελλοντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
2ον. Η Κυβέρνηση, προκειμένου να καλύψει αστοχίες και σφάλματά της, προσπάθησε να ανασύρει, επιλεκτικά και διαστρεβλωμένα, στοιχεία του παρελθόντος.
Χρησιμοποίησε ισχυρισμούς οι οποίοι αποδεικνύονται ιστορικά ανυπόστατοι, είναι ψευδείς και εθνικά επιζήμιοι.
Όπως, για παράδειγμα, ότι η χώρα είχε αποδεχθεί, δήθεν, τη μακεδονική γλώσσα από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ του 1977.
Ο κ. Μαλλιάς όμως επισημαίνει ότι «ουδέποτε η Ελλάδα συμφώνησε, εδέχθη ή απεδέχθη τη “Μακεδονική γλώσσα”».
Κάτι που αποτυπώνεται τόσο στα πρακτικά των συσκέψεων των πολιτικών αρχηγών των Σκοπίων, όσο και σε έγγραφα του ΝΑΤΟ (2000).
Αντιθέτως μάλιστα, στους κυβερνητικούς κόλπους υπάρχουν υποστηρικτές του διαχρονικού αφηγήματος του «μακεδονισμού».
Με πρόσφατη έκφρασή του από σειρά επωνύμων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμη και στην κρίσιμη φάση του 2008, προέτρεπαν να δοθεί στη γείτονα χώρα «σκέτα» η ονομασία «Μακεδονία».
Αλλά και με τελευταία έκφρασή του, την πρωθυπουργική αποδοχή της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν», που – ευτυχώς – απέτρεψε η σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Συνεπώς, όλοι αυτοί δεν δικαιούνται να μας κάνουν μαθήματα!
3ον. Η Κυβέρνηση περιφρόνησε τις γνήσιες πατριωτικές ευαισθησίες των πολιτών και προσέβαλε την ιστορική συνείδηση του λαού.
Και όπως επισημαίνει ο Γιώργος Κουμουτσάκος, στο βιβλίο του Νίκου Στέφου, στην παρουσίαση του οποίου στην Αθήνα συμμετείχε ο κ. Μαλλιάς:
«Δεν θα ξεχάσω την απάντηση του Κώστα Καραμανλή όταν αμέσως μετά την ομόφωνη απόφαση των ηγετών του ΝΑΤΟ του είπα πως «ήταν μια καλή μέρα». «Πράγματι», μου απάντησε, «θα μπορώ να συνομιλώ με ήσυχη συνείδηση με τα φαντάσματα εκείνων που αγωνίσθηκαν για την υπόθεση της Μακεδονίας».
4ον. Η Συμφωνία των Πρεσπών καθιστά διάτρητη την εξωτερική πολιτική δεκαετιών.
Πριν ακριβώς από έντεκα χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική κατέγραφε μια ιστορική επιτυχία.
Η Ελλάδα κατάφερε να επιβάλλει στη Συμμαχία τη δική της θέση.
Μετέτρεψε σε «νατοϊκή», και μάλιστα με ομοφωνία, την ελληνική θέση.
Δυστυχώς, η σημερινή Κυβέρνηση «έκαψε» αυτό το ισχυρό διπλωματικό χαρτί.
Έσπευσε και παρέδωσε στους γείτονες καίριας σημασίας διαπραγματευτικά «κλειδιά»: την άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και τα παρέδωσε χωρίς να διασφαλίζει τα δίκαια εθνικά μας συμφέροντα, καλύπτοντας τις βαριές υποχωρήσεις με μεγαλόστομες λεκτικές «κατασκευές».
5ον. Η Κυβέρνηση αναγνώρισε, για πρώτη φορά με την υπογραφή της χώρας μας, την ύπαρξη δήθεν «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας».
Όπως υποστηρίζει και ο κ. Μαλλιάς, πρόκειται για την «αχίλλειο πτέρνα» της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας που κατέθεσε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, ήταν σχεδόν αδύνατον η Ελληνική Κυβέρνηση του 2008 να δεχθεί ένα κείμενο το οποίο θα όριζε τους πολίτες αυτής της χώρας ως «Μακεδόνες», και τη γλώσσα τους ως «μακεδονική». Σε αυτά είπε ΟΧΙ η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή.
Σε αυτά είπε ΝΑΙ η Κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Γιατί όπως επισημαίνει ο συγγραφέας:
«Δεν είναι άδικη ή υπερβολική η ένσταση ως προς την καταλληλότητα της χρήσης του όρου NATIONALITY, αντί του πλέον δόκιμου και κατάλληλου CITIZENSHIP. Δύσκολα μπορεί κάποιος να πείσει ότι η αποδοχή του όρου δεν συνεπάγεται και την εθνικότητα και την εθνική καταγωγή».
Και πράγματι, σε καμία άλλη χώρα που έχει γεωγραφικό προσδιορισμό, δεν ονομάζονται οι πολίτες χωρίς τον επιθετικό τους προσδιορισμό.
Αυτές όμως οι υποχωρήσεις δημιουργούν «εύφορο έδαφος» για τη συντήρηση – στους γείτονες – νοσηρών ιδεολογημάτων, και μπορεί να βάλουν τη χώρα σε εθνική περιπέτεια διαρκείας.
Γιατί «από μικρό σπέρμα μπορεί να βγουν μεγάλες ρίζες».
Και όπως – εύστοχα – επισημαίνει ο κ. Μαλλιάς, «μεταφέρει στις επόμενες γενιές τις σύγχρονες βασικές γενεσιουργές προκλήσεις του Μακεδονικού ζητήματος».
6ον. Η Κυβέρνηση έφερε μία συμφωνία γεμάτη «τρύπες», που δεν θωρακίζει, μακροχρονίως, τη χώρα.
Αφού, μεταξύ άλλων, αφήνει τεράστιες εκκρεμότητες ως προς τα εμπορικά σήματα, τις εμπορικές επωνυμίες, τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις προϊόντων.
Όπως ήδη βιώνουν, στις διεθνείς εκθέσεις προϊόντων, οι Έλληνες παραγωγοί και επιχειρηματίες.
Και δεν πείθουν κανέναν τα κυβερνητικά πολιτικά φληναφήματα περί βελτίωσης της οικονομικής σχέσης των δύο κρατών μέσω της συμφωνίας, αφού οι διμερείς σχέσεις ήταν πρακτικά ομαλές και στενές, παρά τις προκλήσεις των Σκοπίων ως προς την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και η οικονομική συνεργασία καλή, παρά τη ριζική αλλαγή των δεδομένων για την ελληνική πλευρά λόγω της κρίσης μετά το 2010.
Φίλες και Φίλοι,
Γι’ αυτούς τους λόγους η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία ετεροβαρής, κακή και επικίνδυνη.
Η οποία έχει δημιουργήσει ήδη αρκετά δυσμενή τετελεσμένα.
Οφείλουμε τουλάχιστον να ελέγχουμε αυστηρά την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας και να αγωνιστούμε ώστε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις στην οικονομία και την παραγωγική και επιχειρηματική δραστηριότητα της Βόρειας Ελλάδας.
Και η Νέα Δημοκρατία έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες εξαγωγείς.
Δεσμεύσεις όπως είναι:
- η έναρξη επικοινωνιακής καμπάνιας με σκοπό την προστασία του brand «Μακεδονία»,
- η διευκόλυνση των επιχειρήσεων να κατοχυρώσουν εμπορικά σήματα για την προστασία των προϊόντων τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
- η κατοχύρωση περισσότερων μακεδονικών προϊόντων ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
- η έκδοση Υπουργικής Απόφασης η οποία θα απονέμει αυτόματα το σήμα «GR» στα προϊόντα όλων των μακεδονικών επιχειρήσεων που έχουν κατοχυρώσει το παράγωγο «Μακεδονικός, -ή, -ό» στο σήμα τους, και
- η προβολή βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο δεν διασφαλίζονται τα εθνικά συμφέροντά μας.
Και όπως δήλωσε πρόσφατα, εδώ από τη Λαμία, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, για να μπει μία χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν 35 Κεφάλαια που απαιτούν έγκριση στην αρχή για να ανοίξουν και στο τέλος για να κλείσουν.
Αυτά ούτε θα ανοίξουν ούτε θα κλείσουν ποτέ, εάν προηγουμένως δεν ικανοποιηθούν οι ελληνικές θέσεις.
Φίλες και Φίλοι,
Συμπερασματικά, η ξενάγηση στις σελίδες του βιβλίου είναι χρήσιμη.
Προσφέρει μια υπεύθυνη και τεκμηριωμένη οπτική για ένα εξαιρετικά κρίσιμο εθνικό θέμα.
Συμβάλλει όμως και στον αναγκαίο εθνικό αναστοχασμό της εξωτερικής πολιτικής.
Εξωτερική πολιτική η οποία πρέπει να ασκείται με υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση, διορατικότητα και αξιοπιστία.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει ορθά ο συγγραφέας, «αποκομίζουμε όφελος όταν είμαστε σοβαροί και πείθουμε για την αξιοπιστία και τη συνέπειά μας, με μέτρο και υπευθυνότητα».
Κύριε Μαλλιά, σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και κάθε επιτυχία στις προσεχείς Ευρωεκλογές.