Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, παλινωδίες, αναδιπλώσεις και αντιφατικές διαρροές σε πτυχές της φορολογικής πολιτικής με δυσμενείς για τη χώρα συνέπειες (π.χ. φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό), η Κυβέρνηση κατέθεσε το Φορολογικό Νομοσχέδιο.
Νομοσχέδιο οι διατάξεις του οποίου, αν συγκριθούν με τις αρχικές αλλά και μεταγενέστερες που παρουσιάσθηκαν ως βασικές φορολογικές ρυθμίσεις από την Κυβέρνηση στο πρόσφατο παρελθόν, διαφέρουν σημαντικά, αποτελώντας ένα ακόμη δείγμα της προχειρότητας, των γονατογραφημάτων και της εισπρακτικής λογικής που χαρακτηρίζει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης.
Πρόκειται για Νομοσχέδιο, η διαδικασία κατάρτισης του οποίου, παρά τις τυμπανοκρουσίες της Κυβέρνησης περί διαβούλευσης, χαρακτηρίστηκε από απουσία ουσιαστικού διαλόγου με τους φορείς και τις ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες. Απουσία διαλόγου που κατέθεσαν οι φορείς κατά την ακρόασή τους στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, επιβεβαιώνοντας την προσέγγιση του κ. Κοτζιά, πρώην μέλους του Δ.Σ. του ΙΣΤΑΜΕ, ότι ανάμεσα στα πολλά σφάλματα της Κυβέρνησης είναι και η έλλειψη διάθεσης (ή η απέχθεια) από το οικονομικό επιτελείο της να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τους εκπροσώπους της μισθωτής εργασίας.
Επίσης, αυτό που χαρακτήρισε τη διαδικασία κατάρτισης του φορολογικού νομοσχεδίου είναι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ως προς την κατάθεσή του. Καθυστέρηση που οδήγησε τον τέως Πρόεδρο της Βουλής κ. Κακλαμάνη να υπογραμμίσει πως «περιμένουμε ένα φορολογικό νομοσχέδιο από το Νοέμβριο και δεν έχει έρθει ακόμη. Επιτέλους πια!». Όμως στην Οικονομία κάθε μέρα που περνά κοστίζει. Αυτή η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με την υστέρηση της Κυβέρνησης στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και στην κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών, αποτυπώνεται στην εξέλιξη των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού. Έτσι:
Α. Η υστέρηση των καθαρών εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού το τρίμηνο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 2009 έφτασε το 13,3%, και είναι υπερτετραπλάσια της αντίστοιχης υστέρησης του εννεαμήνου της διακυβέρνησης της Ν.Δ. Ειδικότερα, τους πρώτους εννέα μήνες η υστέρηση ανήλθε στο 1,1 δισ. ευρώ, ενώ το τρίμηνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπερέβη τα 2 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να ευθύνεται για τα 2/3 της υστέρησης των εσόδων του 2009.
Β. Τα καθαρά έσοδα το 1ο τρίμηνο του 2010 αυξήθηκαν κατά 9,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009, έναντι στόχου για αύξηση κατά 11,7%, παρά το γεγονός ότι εφέτος περιλαμβάνεται έκτακτη εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις (περίπου 700 εκατ. ευρώ) και υπάρχει μειωμένη επιστροφή φόρων. Χωρίς αυτά τα έσοδα είναι ίσα με πέρυσι έναντι στόχου για αύξηση κατά 10%.
Πέραν όμως από τη διαδικασία, η αξιολόγηση των διατάξεων του Φορολογικού Νομοσχεδίου θα πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με τα πρόσφατα μέτρα αύξησης της έμμεσης φορολογίας και των φόρων κατανάλωσης (στα ποτά, στα τσιγάρα, στα καύσιμα και στον Φ.Π.Α.) και συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Μέτρα κοινωνικά άδικα και οικονομικά αναποτελεσματικά που οδηγούν σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Έτσι, η όποια μείωση απορρέει από τις νέες φορολογικές κλίμακες για κατηγορίες εισοδημάτων δεν αντισταθμίζει τη φορολογική «αφαίμαξη» και εισοδηματική «συρρίκνωση» που προκύπτουν από τα επώδυνα «πακέτα» μέτρων της Κυβέρνησης. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι πραγματικά οικονομικά ανίσχυροι, αυτοί που το εισόδημά τους είναι τόσο μικρό ώστε να μην φορολογείται καν, δεν έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα έναντι των πολλών που ήδη χάνουν (π.χ. μόνο από την αύξηση της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης η Ελλάδα έγινε η 3η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη).
Συνεπώς, με αφορμή και τον τίτλο του Νομοσχεδίου, σίγουρα δεν μπορεί κανείς να μιλά για «αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης». Κάποιες ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου εισάγουν επιπλέον, κρυφές, φορολογικές επιβαρύνσεις σε βάρος μικρών και μεσαίων εισοδημάτων λόγω του ύψους και του είδους των αποδείξεων που απαιτούνται. Στην πράξη, καταργείται το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, δεδομένου ότι συνδέεται με αποδείξεις για το «χτίσιμο» του ορίου του, ακόμα και για πολύ μικρά, κάτω του ορίου αυτού, εισοδήματα. Σύμφωνα μάλιστα με τον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ, η συλλογή των αποδείξεων από «κίνητρο μετατρέπεται σε ποινή».
Επίσης, τα νέα τεκμήρια διαβίωσης είναι τελικά τεκμήρια ασφυξίας για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ οδηγούν σε μείωση του εισοδήματος που οφείλουν να δηλώσουν και του φόρου που πρέπει να πληρώσουν όσοι έχουν πολυτελή και πανάκριβα στοιχεία διαβίωσης. Τα τεκμήρια διαβίωσης δεν τους αγγίζουν όσο θα έπρεπε και το Νομοσχέδιο τιμωρεί όσους δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν και εκείνους που δηλώνουν αυτό που κερδίζουν. Βέβαια, μετά και από την πίεση της Αντιπολίτευσης, οι τελευταίες τροποποιήσεις της Κυβέρνησης βελτιώνουν αυτές τις αδικίες.
Επιπλέον, διατάξεις του Νομοσχεδίου θα δώσουν καίριο κτύπημα στην κτηματαγορά, με την επιβολή τεκμαρτού φόρου ιδιοκατοίκησης, την κατάργηση της απαλλαγής από το «πόθεν έσχες» για την πρώτη κατοικία, και την ήδη νομοθετημένη επαναφορά καταργημένων φόρων, όπως των φόρων δωρεών, γονικών παροχών, κληρονομιών. Πρωτοβουλίες οι οποίες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η αναμενόμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών, θα οδηγήσουν σε μείωση των συναλλαγών, αποθάρρυνση της επένδυσης στα ακίνητα, μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Δραστηριότητας που έχει, ήδη, συρρικνωθεί σημαντικά και η οποία παράγει θέσεις απασχόλησης, εισοδήματα, τζίρους και φορολογικά έσοδα. Σύμφωνα και με τον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων «ξεκινώντας για την πάταξη της φοροδιαφυγής, καταλήγουμε στην πάταξη της ακίνητης περιουσίας» ή σε «εν μέρει δήμευση της ακίνητης περιουσίας».
Εκτός όμως αυτού, το Νομοσχέδιο περιέχει και μέτρα που όχι μόνο πλήττουν την επιχειρηματικότητα και διώχνουν τις επενδύσεις, αλλά δημιουργούν και τον κίνδυνο φυγής επιχειρήσεων από τον τόπο μας. Η διάταξη για τη φορολογία των διανεμόμενων κερδών (μερισμάτων), που συνιστά το μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγεί σε υπερφορολόγηση των κερδών από επενδύσεις κεφαλαίων, επηρεάζει την ίδια τη λειτουργία των επιχειρήσεων π.χ. τις σχέσεις μητρικών και θυγατρικών. Ευτυχώς, η Κυβέρνηση, μετά και από την πίεση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και όλων των φορέων, απέσυρε την απαράδεκτη διάταξη σχετικά με την παρακράτηση του 8% επί των συναλλαγών των υπηρεσιών καθώς η εν λόγω ρύθμιση θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας στις επιχειρήσεις.
Επίσης, πρόκειται για ένα αντιαναπτυξιακό Φορολογικό Νομοσχέδιο. Σ’ αυτό συμφώνησαν όλοι οι φορείς που προσήλθαν στη Συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. Αρκεί να σημειωθεί πως μόνο 4 από τις 167 σελίδες του Νομοσχεδίου αναφέρονται σε μέτρα που θα μπορούσαν να δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στην Ελληνική οικονομία, και σε αυτές υπάρχουν μόνο γενικόλογες αναφορές.
Τέλος, σε ότι αφορά τα μέτρα για την «αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής» – πολλά από τα οποία στηρίζουμε ως Αξιωματική Αντιπολίτευση – αυτά θα κριθούν στην εφαρμογή τους. Διότι η φοροδιαφυγή είναι σοβαρό, διαχρονικό και διατοπικό πρόβλημα. Ωστόσο, ορισμένες ρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι αναποτελεσματικές, αφού είναι γραφειοκρατικές και ανεφάρμοστες, ενώ κάποιες άλλες είναι ημιτελείς και ασαφείς.
Συμπερασματικά, το Φορολογικό Νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της τρέχουσας περιόδου. Είναι αντιαναπτυξιακό, άτολμο και άνευρο με ανεπαρκείς, διαχειριστικές ή απλές αλλαγές που δεν μπορούν να του χαρίσουν τον τίτλο της φορολογικής μεταρρύθμισης, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι συντάκτες του. Όπως ανέφερε άλλωστε και ο Πρόεδρος του ΣΕΒ «δεν πρόκειται για μια φορολογική επανάσταση, αλλά για μια φορολογική παραλλαγή».
Οι διατάξεις του σε συνδυασμό με τα «πακέτα» μέτρων της Κυβέρνησης, χωρίς τις απαραίτητες αναπτυξιακές «ανάσες», οδηγούν σ’ ένα ανατροφοδοτούμενο καθοδικό υφεσιακό σπιράλ που θα ακυρώνει συνεχώς την αποτελεσματικότητά τους παρά τις μεγάλες θυσίες στις οποίες υποβάλλεται η κοινωνία και θα κάνει ορατό τον κίνδυνο της λήψης νέων μέτρων.