Θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές μελέτες κατατείνουν στη διαπίστωση ότι η εκπαίδευση αποτελεί το βασικό μηχανισμό παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης του ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί τον πολυτιμότερο πόρο της νέας οικονομίας και κοινωνίας της γνώσης. Οι επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο, τόσο οι ιδιωτικές όσο και οι κοινωνικές, υπό την προϋπόθεση της χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης των πόρων, έχουν καλές αποδοτικότητες. Ως εκ τούτου, ορθώς η Κυβέρνηση έχει αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στην ποσότητα και στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, θέτοντας ως υψηλή της προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του συστήματος της τυπικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία ενός αξιόπιστου συστήματος δια βίου μάθησης.
Σε αυτή την κατεύθυνση, καίριας σημασίας είναι η παρέμβαση στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, η κατάσταση του οποίου είναι γεγονός πως παρουσιάζει αρκετές στρεβλώσεις. Η ανώτατη εκπαίδευση σε θεσμικό, δομικό και λειτουργικό επίπεδο παρουσιάζει ελλείμματα και αναχρονιστικές αγκυλώσεις, με συνέπεια να μην μπορεί να συμβάλλει, όσο δυνητικά θα μπορούσε, στην επιτυχή προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στο ανταγωνιστικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Παράλληλα, βέβαια, η ανώτατη εκπαίδευση έχει ιδιαίτερη σημασία για την προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας, των αντίστοιχων δεξιοτήτων στη νέα γενιά, και της ποιοτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως επισημαίνεται άλλωστε και σε όλα τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε όλες τις συναφείς μελέτες καταδεικνύεται ότι η συμμετοχή στην επιχειρηματικότητα αυξάνεται καθώς βελτιώνεται το εκπαιδευτικό επίπεδο.
Συνεπώς, προτεραιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο πρέπει να είναι, α) η ανάπτυξη των γνώσεων και των δεξιοτήτων των νέων ανθρώπων που ενθαρρύνουν και προωθούν την επιχειρηματικότητα και αυξάνουν την προσαρμοστικότητά τους στις εξελίξεις της αγοράς εργασίας, β) η ανίχνευση και κινητοποίηση ταλέντων, γ) η ανάδειξη και αξιοποίηση των δυνατοτήτων για έκφραση και δημιουργία, δ) η ανάπτυξη της ικανότητας διάγνωσης και αναγνώρισης των νέων ευκαιριών και της δυνατότητας επιλογής αξιοποίησής τους με την ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, ε) η υπέρβαση των αναστολών μπροστά στο ενδεχόμενο της αποτυχίας, και ζ) η ενθάρρυνση και προώθηση της δημιουργικότητας των νέων ανθρώπων, έτσι ώστε να μη λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες γνώσεων, στοιχείο που ουσιαστικά αποθαρρύνει τη χρησιμοποίηση αυτής της γνώσης δημιουργικά.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι, όπως και η τελευταία μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για την «Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα 2007-2008» αναδεικνύει, ο εντοπισμός μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας βασίζεται και στη συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία του ατόμου, κάτι που σημαίνει ότι το μορφωτικό επίπεδό του δεν καθορίζει πάντα απόλυτα το αν κάποιος είναι σε θέση να εντοπίσει στην αγορά τις καλές επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Στο ίδιο πλαίσιο, η σημασία των γνώσεων που υποδηλώνει η ανώτατη εκπαίδευση δεν εξαντλείται στην περίπτωση που αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα σε ένα επιχειρηματικό εγχείρημα. Στην πραγματικότητα, η σημασία τους, είναι πολύ ευρύτερη, στον βαθμό που αυξάνουν την «απορροφητική ικανότητα» του επιχειρηματία, την ικανότητά του δηλαδή να απορροφά ρητή και άρρητη γνώση, έστω και αν δεν την έχει παραγάγει ο ίδιος, και να είναι σε θέση να τη συνδυάσει με άλλα δεδομένα και να την εφαρμόσει με νέους τρόπους.
Μέχρι σήμερα έχουν αναληφθεί αρκετές πρωτοβουλίες και έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση που αφορούν την επιχειρηματικότητα και αποσκοπούν στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος, την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής δράσης, και την πληροφόρηση των νέων για τις δυνατότητες ανάληψης επιχειρηματικών σχεδίων. Πρέπει όμως η διάσταση της επιχειρηματικότητας στην εκπαίδευση να εμπλουτισθεί, να τονωθεί, να διευρυνθεί σε νέα πεδία. Απαιτείται να αρθεί η αποσπασματικότητα και να ενοποιηθούν οι δράσεις σε ένα ενιαίο πλαίσιο.
Στην κατεύθυνση αυτή:
1ον: Ορισμένα τμήματα και σχολές, κυρίως τα οικονομικά και πολυτεχνικά τμήματα, παρέχουν γνώσεις σε επιμέρους πτυχές της επιχειρηματικότητας και σε συνάφεια με το αντικείμενο σπουδών τους, λόγου χάριν πάνω στον τρόπο εκπόνησης ενός επιχειρηματικού σχεδίου. Απαιτείται βέβαια η περαιτέρω ενθάρρυνση της εισαγωγής μαθημάτων επιλογής στο πλαίσιο των τελευταίων ετών φοίτησης, καθώς και εργαστηριακών μαθημάτων και ασκήσεων με ειδικό περιεχόμενο για την ανάπτυξη της αυτενέργειας, της ερευνητικής ικανότητας και της μύησης των φοιτητών στη διαδικασία της παραγωγής και στην κουλτούρα του “επιχειρείν”.
2ον: Εκτός από τη διδασκαλία της επιχειρηματικότητας ως γνωστικού αντικειμένου, σε διεθνές επίπεδο υπάρχουν πολύτιμοι προβληματισμοί, όπως η πρόσφατη έκθεση Developing Entrepreneurial Graduates (2008) στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία τονίζει την ιδιαίτερη σημασία του βιωματικού στοιχείου – σε αντίθεση με την παθητική μάθηση – για την εξοικείωση των μαθητών με την επιχειρηματική προοπτική. Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη λειτουργεί ο θεσμός της πρακτικής άσκησης σε πολλά τμήματα και σχολές της χώρας. Όμως, απαιτείται η επέκταση και θεσμική κάλυψη της πρακτικής άσκησης στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών και η ανάπτυξη ενός πλαισίου κινήτρων τόσο για την αύξηση των συμμετεχόντων σπουδαστών και φοιτητών όσο και για την προσέλκυση περισσότερων επιχειρήσεων υποδοχής της πρακτικής άσκησης.
3ον: Λειτουργούν Γραφεία Διασύνδεσης στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. της χώρας, με στόχο την παροχή πληροφοριών και ενημέρωσης στους φοιτητές και σπουδαστές για τις δυνατότητες απασχόλησης, και τις πιθανές εναλλακτικές πορείες που μπορούν να ακολουθήσουν μετά το πέρας των σπουδών τους. Απαιτείται τα υφιστάμενα και νέα Γραφεία Διασύνδεσης να ενισχυθούν, και να διευρύνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, με στόχο την τόνωση και διεύρυνση των σχέσεων των Ιδρυμάτων με την τοπική οικονομία και τη σύνδεση μεταξύ των δομών της ανώτατης εκπαίδευσης και της παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται η δικτύωση των Γραφείων Διασύνδεσης με δομές προώθησης της απασχόλησης και διαμεσολάβησης (π.χ. ΚΠΑ, Δήμοι κλπ).
4ον: Απαιτείται να ενσωματωθούν και άλλες δραστηριότητες με στόχο την ενίσχυση της κουλτούρας επιχειρηματικότητας, όπως είναι η δημιουργία «εικονικών» επιχειρήσεων, καθώς ήδη ψηφιακά προγράμματα λειτουργίας εικονικών επιχειρήσεων χρησιμοποιούνται στο πρόγραμμα Επιχειρείν του ΕΜΠ, η παροχή κινήτρων στους συμμετέχοντες, η ενθάρρυνση συστηματικών επισκέψεων μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών σε επιχειρήσεις εσωτερικού και εξωτερικού, και η πραγματοποίηση εκθέσεων και διαγωνισμών για την επιλογή καινοτόμων ιδεών και επιχειρηματικών σχεδίων.
5ον: Ιδρύθηκαν και λειτουργούν θυρίδες επιχειρηματικότητας της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, που στόχο έχουν την πληροφόρηση και την εξατομικευμένη συμβουλευτική υποστήριξη των νέων καθώς και τη στήριξή τους για την ανάπτυξη επιχειρηματικών σχεδίων. Απαιτείται η ενίσχυσή τους, ώστε να αναδειχθούν και να προωθηθούν ζητήματα νεανικής επιχειρηματικότητας καθώς και ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας.
Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την έννοια της επιχειρηματικότητας σε μια οικονομία έχει γενικότερες επιπτώσεις τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και στην πλευρά της ζήτησής της. Στην πλευρά της προσφοράς, η διάθεση για αξιοποίηση των ευκαιριών εξαρτάται από την ύπαρξη αντίστοιχου αριθμού δυνητικών επιχειρηματιών, το προφίλ τους και την εμπιστοσύνη που έχουν στις ικανότητές τους, καθώς και από την πιθανή εκπαίδευσή τους στην έννοια, τις διαδικασίες και τις ανάγκες της επιχειρηματικότητας. Στην πλευρά της ζήτησης, σημαντική προϋπόθεση είναι βεβαίως να υπάρχουν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η ποσότητα, αλλά και η ποιότητα αυτών των ευκαιριών όμως, εξαρτώνται και από το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και επομένως ως μεγέθη μπορούν να βελτιωθούν σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον οικονομικής μεγέθυνσης, πολιτικής σταθερότητας και ευνοϊκού κλίματος.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα, παρά τη σχετική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, υστερεί σημαντικά στην αναγνώριση, στην καλλιέργεια και στην αξιοποίηση του συντελεστή επιχειρηματικότητα, αλλά και στην ενθάρρυνση και ενίσχυση της ίδρυσης, αποτελεσματικής λειτουργίας και ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Με βάση την πρόσφατη έρευνα που παρουσίασε το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών για την «Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα 2007-2008», προκύπτει ότι στην Ελλάδα το 2007 ένα 5,71% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών, δηλαδή περίπου 388.000 άτομα, βρίσκονταν στα αρχικά στάδια έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης. Στο σχετικό πίνακα η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη, αποδεικνύοντας ότι οι όροι «κοιτίδα επιχειρηματικού δαιμονίου» και «επιχειρηματικό ταλέντο» είναι συνυφασμένοι με τη χώρα μας. Οφείλουμε, συνεπώς, να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε αυτό το ταλέντο. Για την επιτυχία του στόχου αυτού απαιτείται η ενεργή ποιοτική και αποτελεσματική συμμετοχή της Πολιτείας, αλλά και του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας.