“Πόσο εφικτή είναι η αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής;”
Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο και ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Το μέγεθος όμως της προσαρμογής και το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητά τους.
Και αυτό γιατί συγκριτικά στοιχεία μεταξύ χωρών δείχνουν ότι πολύ υψηλά πλεονάσματα είναι ανέφικτα για μακρές χρονικές περιόδους, ειδικά σε χώρες που βίωσαν βαθιά και παρατεταμένη ύφεση και έχουν υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας.
Ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν οδηγεί σε διατηρήσιμα αποτελέσματα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα την πραγματική οικονομία.
Ταυτόχρονα όμως, η αναγκαία δημοσιονομική ισορροπία θα πρέπει να συνοδεύεται από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να μειώνονται οι επιπτώσεις της προσαρμογής και να επιτυγχάνονται, σταδιακά, διατηρήσιμοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης.
Οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα βοηθήσουν, μέσω μιας αυτοτροφοδοτούμενης διαδικασίας, στην επίτευξη υψηλών, αλλά ρεαλιστικών, δημοσιονομικών στόχων, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας.
Δυστυχώς, τα 2,5 τελευταία χρόνια, δεν ακολουθείται αυτή η οικονομική πολιτική.
Επιλογή της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι η δημοσιονομική προσαρμογή να γίνεται από το σκέλος των εσόδων, με την περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών.
Επιλογή οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη, την οποία κακώς αποδέχθηκαν οι εταίροι και δανειστές.
Επιλογή που έχει οδηγήσει τη χώρα να «σέρνεται» στο τέλμα, με αποτέλεσμα την υπογραφή νέων αχρείαστων μνημονίων, τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας που συρρικνώνουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, τη δέσμευση για υψηλά και για πολλά χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα και με μια «ρήτρα ανάπτυξης» που θα λειτουργήσει ουσιαστικά ως αντικίνητρο ανάπτυξης.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Μητσοτάκης, στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, κατέθεσε ένα ολοκληρωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, με στόχο τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Βασικός πυλώνας αυτού του σχεδίου είναι η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, με την απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και με τη στοχευμένη και σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Αρχικά, με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, τη μείωση του φόρου στα μερίσματα, την αύξηση του ορίου για υποβολή ΦΠΑ, τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, τη μείωση της φορολογίας ανάλογα με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται.
Αυτά θα γίνουν με ισοδύναμα που θα προκύψουν, μεταξύ άλλων, από την αξιολόγηση των δαπανών, τη δημοσιονομική πειθαρχία σε όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, την αυστηρότερη αναλογία προσλήψεων/αποχωρήσεων στο Δημόσιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, την παραχώρηση ορισμένων λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα μέσω συμπράξεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, την ενίσχυση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τους αυστηρότερους ελέγχους, τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Στη συνέχεια, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα προτείνει, θα διεκδικήσει και τελικά θα επιτύχει μια νέα ρήτρα μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης.
Θα δεσμευθεί στην υλοποίηση ενός συνεκτικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων – εντός και εκτός του Προγράμματος – για μετά το 2018. Σχέδιο που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, την πιο αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους, την υλοποίηση αναπτυξιακών πολιτικών στον πρωτογενή τομέα, τον τουρισμό, τον ορυκτό πλούτο και τις υποδομές και, κυρίως, με την επένδυση στις νέες, ενδογενείς πηγές ανάπτυξης, όπως είναι η παιδεία, η έρευνα και η καινοτομία.
Η επιτυχής υλοποίηση αυτού του προγράμματος θα οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης από τις σημερινές εκτιμήσεις των θεσμών (1%), που θα προσεγγίζουν ή/και θα υπερβαίνουν την αναπτυξιακή δυναμική που καταγραφόταν στις δικές τους εκθέσεις το 2014 (1,9%).
Κάτι που θεωρείται εφικτό αφού, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα συμπληρωματικά οφέλη από τη ταυτόχρονη υλοποίηση δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορούν να οδηγήσουν σε επιπρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 0,5% και 4%, ανάλογα με το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η αύξηση του πλούτου, και πάλι σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, θα οδηγήσει στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, αφού στα τρέχοντα επίπεδα χρέους, μία αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού Α.Ε.Π. κατά 1 ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους/Α.Ε.Π. κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του Α.Ε.Π. οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους/Α.Ε.Π., μόνο, κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται με μηδέν, το οποίο είναι γνωστό πως δεν ισχύει.
Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει στη σταδιακή μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το 2%. Ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί θα χρησιμοποιηθεί, σταδιακά και σε βάθος τετραετίας, για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, τη μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τη μείωση του ΦΠΑ.
Υπενθυμίζουμε ότι το 2014, με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, η τότε Κυβέρνηση επέτυχε τη μείωση φορολογικών συντελεστών, κάτι που δεν προβλέπονταν στο 2ο Μνημόνιο.
Αυτό το συνεκτικό σχέδιο μπορεί να σπάσει το καταστροφικό «καθοδικό σπιράλ» που οδηγεί, όλο και βαθύτερα, στο οικονομικό τέλμα, την κοινωνική μιζέρια και την εθνική παρακμή. Και να μας οδηγήσει σε «ανοδικό σπιράλ», με στόχο την ολόπλευρη ισχυροποίηση της χώρας. Διότι οι Έλληνες αξίζουμε και μπορούμε καλύτερα.
ΠΟΟΟ ΕΦΙΚΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ_ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡ_ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ _Σ8_2017-09-24