Ο Τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Φθιώτιδας, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων συνιστά παραδοχή της αποτυχίας της Κυβέρνησης να επιτύχει υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη και να προσελκύσει επενδύσεις που θα οδηγήσουν στη δημιουργία πολλών και καλών θέσεων απασχόλησης».
Πλήρης Δήλωση
«Το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων συνιστά παραδοχή της αποτυχίας της Κυβέρνησης να επιτύχει υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη και να προσελκύσει επενδύσεις, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία πολλών και καλών θέσεων απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, από το κείμενο που υπέβαλε η ίδια η Κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκύπτει ότι:
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναθεωρείται προς τα κάτω για το 2019, ενώ και στην περίοδο μέχρι το 2022, η ανάπτυξη αναμένεται να είναι αναιμική.
Οι επενδύσεις όχι μόνο δεν αυξήθηκαν -όπως προέβλεπε η Κυβέρνηση- το 2018, αλλά μειώθηκαν ετησίως κατά 12%. Ακόμη χειρότερα, η αύξηση που είχε προβλεφθεί για το 2019, ψαλιδίζεται κατά το 1/3 και “μετατίθεται” για το 2020.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής των αχρείαστων υπερπλεονασμάτων και της “επενδυτικής αλλεργίας” της σημερινής Κυβέρνησης.
Απαιτείται, συνεπώς, μία διαφορετική πολιτική, οικονομικά αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη. Μία πολιτική που θα στηρίζεται στη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών καθώς και στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Αυτή την πολιτική θα εφαρμόσει η επόμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας».
Θέλω να ευχαριστήσω την Ethos Events για την πρόσκληση να χαιρετίσω το σημερινό, ενδιαφέρον, εξαιρετικάεπίκαιρο Συνέδριο.
Συνέδριο με αντικείμενο τις προκλήσεις και τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, με έμφαση στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Συνέδριο που πραγματοποιείται σε μια «ταραγμένη» για τον κλάδο περίοδο, με την εξαΰλωση των τραπεζικών μετοχών, και με πυκνές εξελίξεις σε αυτόν.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι γεγονός ότι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα σε τραπεζοκεντρικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των περιορισμένων οικονομικών πόρων.
Είναι επίσης γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας βίωσαν, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης, εγχώριων δημοσιονομικών ανισορροπιών αλλά και δικών τους σφαλμάτων, μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη τους.
Μεταξύ άλλων, και στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους.
Επιδείνωση που κατέστησε αναγκαία την ανάληψη πρωτοβουλιών, από την Πολιτεία, για τη διαμόρφωση πλαισίου στήριξής τους, με στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών, μαζί με την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, ήταν η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος το 2014, όπως επιβεβαιώνουν όλοι οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και εποπτικοί μηχανισμοί.
Δυστυχώς, αυτή η σταθεροποιητική διαδικασία ανεκόπη, βίαια, το 2015.
Τους λόγους τους γνωρίζουμε όλοι μας.
Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί η δυναμική – που είχε διαφανεί – στην οικονομία, και οι τράπεζες να χρειαστούν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Μέσω αυτής της αχρείαστης ανακεφαλαιοποίησης, προστέθηκε κόστος στο Δημόσιο, απαξιώθηκαν προηγούμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, άλλαξε η ιδιοκτησιακή δομή των πιστωτικών ιδρυμάτων, τροποποιήθηκαν – επί το δυσμενέστερο – τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους.
Χάθηκε χρόνος, χάθηκαν πόροι, ενισχύθηκαν οι κίνδυνοι.
Έτσι σήμερα, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο, και πάλι, με μια σειρά από μεγάλες, ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις.
Προκλήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων:
Το πιο απαιτητικό και σύνθετο – σε σχέση με το παρελθόν – εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, ιδίως σε ότι αφορά τα ελάχιστα επίπεδα και τη σύνθεση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας και το νέο λογιστικό πλαίσιο.
Την επιστροφή – με ουσιαστικό τρόπο – καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, οι οποίες εμφανίζουν μία καθαρή εκροή ύψους 28 δισ. ευρώ την τελευταία τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, η οποία καθίσταται επισφαλής όσο η χώρα βρίσκεται εκτός αγορών, προκειμένου να ενισχυθεί η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Την ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Τον ψηφιακό μετασχηματισμό του τραπεζικού συστήματος, με κινητήρια δύναμη την καινοτομία. Μετασχηματισμός ο οποίος, εκτός του ότι θα απαιτήσει επενδύσεις στην τεχνολογία, θα οδηγήσει και σε έναν δομικό μετασχηματισμό της εργασίας.
Τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, με τη μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων και τη σταδιακή πιστωτική επέκταση.
Και τέλος, κάτι που θα αναπτύξω πιο διεξοδικά, τη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου, με την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τα οποία ανέρχονται στα 89 δισ. ευρώ, ή ως ποσοστό του συνόλου των ανοιγμάτων, στο 48%.
Τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτυπωμένα στην Έκθεση Επισκόπησης του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, επιβεβαιώνουν ότι το πρόβλημα, επί της ουσίας, παραμένει οξύ και ουσιαστικά άλυτο.
Λόγω της αναιμικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, κατώτερων των εκτιμήσεων και των προβλέψεων.
Λόγω του στεγνώματος της πραγματικής οικονομίας.
Λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, εξαιτίας της υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Λόγω του – μέχρι σήμερα – αρνητικού ρυθμού πιστωτικής επέκτασης και της απομόχλευσης που συντελείται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Λόγω της σημαντικής καθυστέρησης στην υπέρβαση των εμποδίων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρά τα όποια βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος:
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει σταθερός τα τελευταία τρίμηνα, παρά τη μείωση των ανοιγμάτων η οποία οφείλεται κυρίως στις διαγραφές, καθώς τα περιθώρια ανάκτησης και επιστροφής σε καθεστώς εξυπηρέτησης μέσω ρυθμίσεων περιορίζονται.
Ο δείκτης αθέτησης υποχρεώσεων παρουσιάζει, τα τελευταία τρίμηνα, ξεκάθαρη αυξητική τάση.
Περίπου το 68% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες είναι στο «κόκκινο» για περίοδο μεγαλύτερη του 1 έτους.
Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις μικρομεσαίες και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, παραμένουν υψηλοί.
Και τέλος, δεν έχει υπάρξει, τα τελευταία τρίμηνα, ουσιαστική μείωση στα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι την ώρα που σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, που επίσης «χτυπήθηκαν» από την κρίση, έχει επέλθει σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στην Ελλάδα πληρώνουμε το κόστος της χαμένης τελευταίας τετραετίας, με την οικονομία να «σέρνεται» σε μία κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας.
Κόστος το οποίο σχετίζεται με την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα να αντλήσουν πόρους που θα τους επιτρέψουν ακόμα πιο ενεργή διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Κόστος το οποίο αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα έτη, δεδομένων των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ιδίως του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, αναφορικά με τα ελάχιστα επίπεδα κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων από προβλέψεις, ανάλογα με το χρονικό διάστημα της καθυστέρησης.
Κυρίες και Κύριοι,
Για εμάς, για τη Νέα Δημοκρατία, η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αποτελεί προτεραιότητα και βασικό πυλώνα ενός συνεκτικού σχεδίου για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Με την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που έχει κατρακυλήσει στο χαμηλότερο ύψος της τελευταίας δεκαετίας.
Με την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, που διαρκώς αναβάλλεται.
Με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, που μένουν παρκαρισμένα και αχρησιμοποίητα.
Με την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, που εξακολουθούν να υφίστανται από το 2015.
Με την ομαλοποίηση του οικονομικού περιβάλλοντος, που θα επιτρέψει την επιστροφή καταθέσεων και τη σταδιακή αναθέρμανση της πιστωτικής επέκτασης.
Η βελτίωση της σύνθεσης, της δομής και της ποιότητας τόσο του παθητικού όσο και του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα μειώσει τους τραπεζικούς κινδύνους, θα ενισχύσει τα οργανικά έσοδα, θα αποκλιμακώσει το κόστος χρηματοδότησής τους, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα.
Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένη τη σοβαρότητα, την ένταση και την έκταση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, εισηγήσεις από αρμόδιους φορείς και πρωτοβουλίες πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να εξετασθούν, από τον κάθε stakeholder, υπό το πρίσμα του κόστους-οφέλους για την Ελληνική οικονομία, το Ελληνικό Δημόσιο, τους αποταμιευτές και τα πιστωτικά ιδρύματα.
Κυρίες και Κύριοι,
«Κλειδί» για όλα τα παραπάνω είναι η αποκατάσταση της σταθερότητας και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης.
Σταθερότητα και εμπιστοσύνη που προϋποθέτουν Κυβερνητική αξιοπιστία και σοβαρότητα.
Και αυτά, επειδή αποτελούν – σήμερα – «αγαθά σε ανεπάρκεια» και είναι ζητούμενα, θα χαρακτηρίζουν την επόμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Με αυτές τις σκέψεις εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου.
Κ. Σταϊκούρα όλοι μιλάνε για ανάπτυξη. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά ή έχει ακόμη δρόμο;
Τα πεπραγμένα της σημερινής διακυβέρνησης και οι εκτιμήσεις όλων των εγχώριων και διεθνών οργανισμών καταδεικνύουν ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε προκειμένου η χώρα να πετύχει υψηλή, διατηρήσιμη και έξυπνη ανάπτυξη.
Υπενθυμίζεται ότι η σημερινή Κυβέρνηση επέστρεψε την οικονομία στην ύφεση το 2015 και το 2016, απέτυχε παταγωδώς στους αναπτυξιακούς στόχους για το 2017, αναθεώρησε «προς τα κάτω» την εκτίμηση για το 2018 και το 2019, όπως έπραξε άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και προβλέπει συρρικνωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης μέχρι το 2022.
Συνεπώς, η αλήθεια είναι ότι η οικονομία «σέρνεται» σε μία κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας, εμφανίζοντας αναιμικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Από τη μία πλευρά έχουμε την υψηλή φορολογία και από την άλλη τις συζητήσεις για ανάπτυξη. Εκτιμάτε ότι θα μπορέσουν να έρθουν στην χώρα περισσότεροι επενδυτές;
Τα τρία τελευταία χρόνια, η υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων, μέσω κυρίως της υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, κυρίως λόγω της υστέρησης των επενδύσεων, όπως αποδεικνύει η συρρίκνωση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.
Την ίδια περίοδο όμως, εκτός της υψηλής φορολογίας, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων έχουν κατρακυλήσει στο χαμηλότερο ύψος της τελευταίας δεκαετίας, οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων έχουν διογκωθεί, η πιστωτική συρρίκνωση διευρύνεται, η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και των άλλων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων είναι χαμηλή και αργή, διαρθρωτικές αλλαγές δεν υλοποιούνται, ενώ διαρκώς ανακύπτουν νέα εμπόδια στην υλοποίηση εμβληματικών επενδύσεων.
Συνεπώς, ΣΥΡΙΖΑ και επενδύσεις είναι έννοιες ασύμπτωτες, που κινούνται σε παράλληλους άξονες.
Τι πιστεύετε, επομένως, ότι πρέπει να γίνει για να μπορέσει η χώρα να προσελκύσει επενδυτές;
Απαιτείται αξιοπιστία, σοβαρότητα, υπευθυνότητα και πολιτική βούληση, για την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού σχεδίου επίτευξης υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, δημιουργίας ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Σχέδιο που θα ενισχύει την ποσότητα και θα βελτιώνει τη σύνθεση του πλούτου της χώρας και την ποιότητά του, χωρίς πρόσθετη εσωτερική υποτίμηση, με ουσιαστική προώθηση των εξαγωγών και των εταιρικών επενδύσεων.
Σχέδιο που θα αυξάνει την παραγωγή και θα βελτιώνει την παραγωγικότητα, την ποιότητα, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια.
Σχέδιο που θα βοηθήσει τόσο να επιστρέψει ένα ποσοστό τουλάχιστον από την αυξημένη τα τελευταία χρόνια «διαρροή εγκεφάλων», όσο και να ανταποκριθεί η χώρα στο δομικό μετασχηματισμό της εργασίας, εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης.
Ποιο είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο στο οποίο αναφέρεστε, και το οποίο θα καταφέρει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας;
Το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας εδράζεται σε τέσσερις άξονες.
Ο πρώτος άξονας αφορά την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, με την απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ο δεύτερος άξονας αφορά την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με την ενδυνάμωση του υγιούς ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού, ευέλικτου, σύγχρονου και παραγωγικού κράτους, με την επένδυση στις ενδογενείς πηγές ανάπτυξης.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλλει μία ευρεία και τολμηρή πρόταση για την αλλαγή του συνταγματικού χάρτη της χώρας, η οποία θα αγγίζει κρίσιμα πεδία, όπως είναι η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη, η δικαιοσύνη, η καλή νομοθέτηση και η δημοσιονομική σταθερότητα. Και όχι μία συρρικνωμένη πρόταση, όπως αυτή της Κυβέρνησης, η οποία ενσωματώνει επικίνδυνες, διαλυτικές και ατελέσφορες προτάσεις και παρωχημένες ιδεοληπτικές αγκυλώσεις.
Ο τρίτος άξονας αφορά την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων, με την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, με την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και με τη σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης, αντιμετωπίζοντας ορθολογικά το υψηλό συσσωρευμένο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα.
Και ο τέταρτος άξονας αφορά την ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας, με μία Πολιτεία που θα δημιουργεί ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις, και με επιχειρήσεις οι οποίες θα λειτουργούν με υπευθυνότητα, υιοθετώντας κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και επιδεικνύοντας αυξημένη εταιρική κοινωνική ευθύνη.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα οδηγήσει σε υψηλότερους – σε σχέση με τους σημερινά εξαιρετικά χαμηλούς – ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας.
Αυτοί, με τη σειρά τους, θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τη βιωσιμότητα του χρέους, δίνοντας τη δυνατότητα για σταδιακή αποκλιμάκωση των υψηλών δημοσιονομικών στόχων, προσθέτοντας «βαθμούς ελευθερίας» για ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών.
Τι εννοείτε με την έννοια ενδογενείς πηγές ανάπτυξης και γιατί αποδίδετε ιδιαίτερη σημασία σε αυτές;
Γιατί είναι πλέον εμπειρικά αποδεδειγμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η επένδυση στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία συμβάλλει σημαντικά στη επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Στη χώρα μας, παρά τις υπαρκτές νησίδες ποιότητας και αριστείας, απαιτείται ο σχεδιασμός και η υιοθέτηση μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής και η υλοποίηση ενός πλέγματος συγκεκριμένων πολιτικών προς την κατεύθυνση ενίσχυσης αυτών των πηγών ανάπτυξης.
Πολιτικές όπως είναι η παροχή υψηλής ποιότητας γνώσεων και δεξιοτήτων σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, η προώθηση ενός σύγχρονου συστήματος αυτοδιοίκησης και αυτονομίας των πανεπιστημίων και των κέντρων έρευνας και καινοτομίας, η ανάπτυξη ενός εξωστρεφούς και διεθνοποιημένου συστήματος εκπαίδευσης, κατάρτισης και δια βίου μάθησης, η έμπρακτη απόδειξη ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι λειτουργία που διαρκεί «δια βίου», η διαρκής σύζευξη έρευνας, εκπαίδευσης και περιεχομένου σπουδών με την παραγωγική διαδικασία και την αγορά εργασίας, η ενίσχυση νέων επιστημόνων με ελπιδοφόρες και καινοτόμες ιδέες, η δημιουργία φορολογικών κινήτρων για την έρευνα και την καινοτομία και η διευκόλυνση των συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Αντέχουν οι επιχειρήσεις και άλλους φόρους;
Όχι μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά δεν αντέχουν άλλους φόρους.
Αυτό αποτυπώνεται και στα στοιχεία για το ιδιωτικό χρέος, με το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των πολιτών προς τις εφορίες να έχει ξεπεράσει τα 103 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 40% από το τέλος του 2014.
Εμείς, ως Νέα Δημοκρατία, έχουμε ξεδιπλώσει και διαρκώς εμπλουτίζουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στοχευμένων μειώσεων φορολογικών συντελεστών, ξεκινώντας από τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, τη μείωση του Φ.Π.Α. στην εστίαση, τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα, τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, την έκπτωση φόρου για εργασίες ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθμισης ακινήτων κ.α.
Θέλω να ευχαριστήσω τη Γραμματεία Αγροτικών Φορέων της Νέας Δημοκρατίας και τον επικεφαλής της Γραμματέα, Κώστα Μπαγινέτα, για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση.
Εκδήλωση με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Κώστα, του συγχωριανού Κώστα, του συνεργάτη κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας μου Κώστα, για το έργο που επιτεύχθηκε και τις δράσεις που υλοποιήθηκαν στη Γραμματεία τα δύο τελευταία χρόνια.
Έργο και δράσεις για τα οποία τον συγχαίρω θερμά.
Όχι όμως μόνο τον ίδιο, αλλά και τους άξιους συνεργάτες του, όλη τη Γραμματεία Αγροτικών Φορέων.
Γιατί αυτό το έργο είναι καρπός συλλογικής προσπάθειας.
Φίλες και Φίλοι,
Το ανά χείρας πόνημα αποσκοπεί να αποτελέσει ένα εργαλείο ενημέρωσης, περίσκεψης, αλλά και σχεδιασμού.
Γι’ αυτό και η σημερινή συνάντηση συνιστά μία ευκαιρία να συζητήσουμε, να αναπτύξουμε προβληματισμούς, να καταθέσουμε προγραμματικές θέσεις, να διατυπώσουμε αλήθειες.
Αλήθειες που διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου.
Αλήθεια 1η. Έχει πλήρως τεκμηριωθεί, θεωρητικά και εμπειρικά, ότι η δυνητική συμβολή του αγροτικού τομέα στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι σημαντική.
Αλήθεια 2η. Στη χώρα μας, ο αγροτικός τομέας αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της εθνικής και της περιφερειακής οικονομίας.
Ο τομέας αυτός, ευνοημένος από τα εγγενή – φυσικά και κλιματολογικά – χαρακτηριστικά της Ελλάδας, αποτέλεσε μια από τις «λοκομοτίβες» ανάπτυξής της.
Αλήθεια 3η. Η απουσία συνεπούς και συνεκτικής αγροτικής στρατηγικής, δεν επέτρεψε να αξιοποιηθεί αυτό το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, παρά το γεγονός ότι η συγκριτικά υψηλή ποιότητα των προϊόντων μας παρέχει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη εξωστρέφεια και υποκατάσταση εισαγωγών.
Εξαιτίας μιας σειράς ενδογενών και εξωγενών ανασταλτικών παραγόντων, δεν υλοποιήθηκαν, στον πρωτογενή τομέα, οι αναγκαίες παρεμβάσεις ώστε να επιτελέσει, στο βέλτιστο επίπεδο, το δυνητικό του ρόλο.
Χαμηλή παραγωγικότητα λόγω κυρίως του κατακερματισμένου κλήρου, χαμηλή διείσδυση των νέων τεχνολογιών, τεχνητά χωροταξικά εμπόδια, μικρή διείσδυση σε ξένες και ευρωπαϊκές αγορές, έλλειψη σαφούς εξαγωγικής στρατηγικής.
Έτσι, ο αγροτικός τομέας της χώρας εισήλθε στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον με πολλές αγκυλώσεις και παθογένειες.
Αλήθεια 4η. Η περίοδος αυτή, με τις θετικές και τις αρνητικές πτυχές της, εξήντλησε, προ πολλού, τα όριά της.
Το αποτέλεσμα;
Η συμβολή του αγροτικού τομέα στη συνολική οικονομική δραστηριότητα να έχει κινηθεί, διαχρονικά, μειούμενη.
Ως ποσοστό της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας υποδιπλασιάστηκε, από 8% πριν 20 χρόνια, περίπου στο 4% το 2017.
Το ίδιο και ως μερίδιο απασχόλησης, από 18% πριν 20 χρόνια, στο 11% το 2017.
Αλήθεια 5η. Τα χρόνια της κρίσης, από ανάγκη ή επιλογή, κάποιοι, και ορθώς, αποφάσισαν να στραφούν στην πρωτογενή παραγωγή.
Δυστυχώς όμως, η σημερινή Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, με τις πράξεις και τις παραλείψεις της, έκανε απαγορευτική αυτή την προοπτική.
Αν και οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες υφίστανται, δημιούργησε συνθήκες ασφυξίας στην αγροτική οικονομία και στον Έλληνα αγρότη.
Ο κ. Τσίπρας, αν και έταζε αρχικά «λαγούς με πετραχήλια», τελικά έκανε ακριβώς τα αντίθετα:
Πολλαπλασίασε την προκαταβολή φόρου και την εισφορά αλληλεγγύης.
Φορολόγησε, από το πρώτο ευρώ, τις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Θέσπισε νέο, αναποτελεσματικό φόρο στο κρασί.
Αύξησε τον φόρο στην μπύρα.
Συμπεριέλαβε τα αγροτεμάχια στο συμπληρωματικό φόρο του ΕΝΦΙΑ.
Σχεδόν τριπλασίασε το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών.
Κατάργησε τον ΟΓΑ.
Δεν αξιοποιήθηκαν οι πόροι του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης.
Αύξησε το κόστος παραγωγής, καθώς αυξήθηκε ο ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης, καταργήθηκε η επιστροφή του ΕΦΚ πετρελαίου κίνησης και αυξήθηκε ο ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια, για να μειωθεί μεταγενέστερα, ύστερα από πίεση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Φίλες και Φίλοι,
Δυστυχώς, αυτά έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Όμως, όπως επισημαίνεται και στο βιβλίο, ο αγροτικός τομέας μπορεί και πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου.
Ενός μοντέλου που θα εδράζεται στη βελτίωση της παραγωγικότητας, της ποιότητας, της ανταγωνιστικότητας, της εξωστρέφειας.
Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει στη σημασία και στη συμβολή του αγροτικού τομέα στην αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας.
Το σχέδιό μας, το οποίο θα αναπτύξουν οι ακόλουθοι ομιλητές, εδράζεται σε δύο άξονες:
1ος Άξονας: Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, κυρίως μέσα από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των αγροτών.
Προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις:
για μείωση του φόρου όλων των εταιρειών, και των αγροτικών επιχειρήσεων,
για μείωση του ΕΝΦΙΑ,
για μείωση του εισαγωγικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος, από το 22% στο 9%, και για τους αγρότες,
για μείωση, από το 13% στο 10%, και ενιαία φορολογική μεταχείριση των αγροτικών συλλογικών σχημάτων, και
για περιορισμό του ενεργειακού κόστους μέσω της μεγαλύτερης αξιοποίησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας.
2ος Άξονας: Η μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο αγροτικής επιχειρηματικότητας.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, πρέπει να εστιάσουμε:
Στην παραγωγή ποιοτικών και υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντων, εκμεταλλευόμενοι την αυξημένη παγκόσμια ζήτηση για προϊόντα υψηλής ασφάλειας και ποιότητας.
Στην εμπλοκή του παραγωγού στην τυποποίηση και την εμπορική προώθηση των προϊόντων, για να μεταβούμε από το μοντέλο της οικογενειακής εκμετάλλευσης, σε αυτό της αγροτικής επιχείρησης.
Στον εξωστρεφή προσανατολισμό της παραγωγής, με τη θεσμοθέτηση «οχημάτων» προώθησης της εγχώριας παραγωγής σε αγορές του εξωτερικού.
Στη στήριξη πρωτοβουλιών για επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία διαφοροποιημένων προϊόντων προστιθέμενης αξίας και υψηλής κερδοφορίας.
Στην αξιοποίηση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων πρακτικών παραγωγής.
Στη συνεχή αναβάθμιση του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού του αγροτικού τομέα, ιδίως των νέων αγροτών.
Στη θεσμοθέτηση «ενεργητικών» χρηματοδοτικών εργαλείων και στον απεγκλωβισμό της αγροτικής παραγωγής από κοστοβόρες χρηματοδοτικές πρακτικές.
Στη διασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, με την ενίσχυση της παρουσίας του ιδιωτικού ασφαλιστικού πυλώνα για την κάλυψη των ζημιών, ειδικά για αυτές που προέρχονται από τις κλιματικές αλλαγές, συνδυαστικά βέβαια με το δημόσιο πυλώνα.
Στη στήριξη συλλογικών σχημάτων και συνεργειών, όταν μάλιστα το ποσοστό των οργανωμένων συνεταιριστικών αγροτών είναι απελπιστικά χαμηλό (μόλις 11%, με μέσο ευρωπαϊκό όρο το 50%).
Στην ανάπτυξη συνεργειών του αγροτικού τομέα με άλλους δυναμικούς παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι ο τουρισμός, ο πολιτισμός, η εστίαση, η βιομηχανία καλλυντικών και φαρμακευτικών φυτών, η χημική βιομηχανία, η βιομηχανία τροφίμων, η εκπαίδευση και δια βίου μάθηση.
Στην καθιέρωση τακτικού, δομημένου διαλόγου της Κυβέρνησης με τις διεπαγγελματικές οργανώσεις των παραγωγών.
Στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών πολιτικών ώστε αυτές να είναι πιο αποτελεσματικές σε εθνικό επίπεδο, με την ανάπτυξη δυναμικών αγροτικών περιοχών και τη στήριξη των μικρών και μεσαίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, και με μεγαλύτερη απ’ ότι σήμερα ευελιξία για τη μεταφορά κονδυλίων μεταξύ των άμεσων ενισχύσεων και της αγροτικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες και τους στόχους.
Φίλες και Φίλοι,
Το βιβλίο του Κώστα Μπαγινέτα αναδεικνύει και αναλύει αυτές τις προγραμματικές θέσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Παράταξη που ετοιμάζεται, πάλι στα δύσκολα, υπό την στιβαρή ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών.
Παράταξη που ετοιμάζεται να βγάλει, αποτελεσματικά και οριστικά, τη χώρα από την πολυετή και πολυδιάστατη κρίση.
Σας καλώ να εργασθούμε για να ανασυγκροτήσουμε, σε σύγχρονες βάσεις, τη χώρα μας.
Να πετύχουμε μια καλή σύνθεση πετυχημένων παραδοσιακών αξιών με νέες.
Να αυξήσουμε την παραγωγή.
Να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα, την ποιότητα, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια.
Να είμαστε κοινωνικά δίκαιοι στη διανομή του πλούτου και του εισοδήματος, με φροντίδα για τους ανήμπορους και τους οικονομικά αδύναμους.
Να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε ο αγροτικός τομέας, όπως υποστηρίζει και ο Κώστας στο βιβλίο, να διαδραματίσει τον σημαντικό δυνητικό ρόλο του στο βέλτιστο σημείο.
Αρχικά, θα κάνω ορισμένες επισημάνσεις για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελληνική οικονομία και στη συνέχεια θα καταθέσω τους βασικούς άξονες του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας.
1η Επισήμανση. Η χώρα βγήκε, τυπικά, από το 3ο, αχρείαστο Πρόγραμμα, το οποίο ήταν το αποτέλεσμα της αυταπάτης, της δημιουργικής ασάφειας και των ιδεοληψιών της σημερινής Κυβέρνησης, αλλά, κατ’ ουσία, δεν βγήκε από τα Μνημόνια.
Και αυτό γιατί οι δημοσιονομικοί στόχοι παραμένουν – για πολλά χρόνια – υψηλοί, η δημόσια περιουσία είναι δεσμευμένη για έναν αιώνα, και η χώρα έχει ενταχθεί σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, πρωτόγνωρα αυστηρό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Επίσης, οι τελευταίες αποφάσεις για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους είναι περιορισμένες, τελούν υπό την προϋπόθεση υλοποίησης αυστηρών προϋποθέσεων και υπολείπονται των δεσμεύσεων των εταίρων, τόσο του 2012 όσο και του 2017.
Γι’ αυτό άλλωστε και θα επαναξιολογηθεί η βιωσιμότητά του το 2032.
Απορώ συνεπώς πως ο Πρωθυπουργός, τελευταία, αυτοθαυμάζεται γιατί, όπως υποστηρίζει, πήρε τη σωστή απόφαση επί ενός διλήμματος που ο ίδιος όμως δημιούργησε.
2η Επισήμανση. Το Πρόγραμμα απέτυχε.
Δεν κατάφερε να πετύχει το βασικό του στόχο, που ήταν η δημιουργία των προϋποθέσεων για την ασφαλή χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές.
Εάν υπήρχε κυβερνητική σοβαρότητα και υπευθυνότητα, εάν είχε ήδη υλοποιηθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, εάν είχαν αναληφθεί έγκαιρα πιο γενναίες αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους, εάν είχαν αρθεί, πλήρως, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί και εάν η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν σήμερα χαμηλότερα και λιγότερο ευμετάβλητα.
Πρόγραμμα όμως που επίσης απέτυχε και σε άλλους στόχους του:
Η οικονομία αναπτύσσεται με αναιμικούς και χαμηλότερους των προβλέψεων ρυθμούς.
Το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα.
Οι επιστροφές φόρων προς ιδιώτες λιμνάζουν.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποεκτελείται.
Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχωρεί.
Η οικονομική ελευθερία συρρικνώνεται.
Οι θεσμοί διακυβέρνησης υποβαθμίζονται.
Οι καταθέσεις των ιδιωτών δεν επιστρέφουν ουσιαστικά στο τραπεζικό σύστημα, ενώ η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται.
Συνεπώς, η κανονικότητα δεν έχει επιστρέψει στη χώρα.
3η Επισήμανση. Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει διότι δεν θα περικοπούν, για μία ακόμη φορά επί ημερών της, οι συντάξεις.
Περικοπή που μόνη της ψήφισε και δεν περιλαμβανόταν στο 3ο πρόγραμμα.
Και αφού ήδη έχει προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές συντάξεων, ιδίως για τους νέους συνταξιούχους.
Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει που θα μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, για κάποιους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, αφού πρώτα, μόνη της, τις αύξησε και, σήμερα, στον Προϋπολογισμό ομολογεί ότι το μέτρο απέτυχε γιατί μειώθηκε ο αριθμός των ασφαλισμένων και τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Συνεπώς, όλα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο πανηγυρισμών, αλλά στοιχεία προβληματισμού, για οικονομικά αναποτελεσματικές και κοινωνικά άδικες πολιτικές.
Ειδικά για μία Κυβέρνηση που προτείνει αποσπασματικά, με μεγάλη καθυστέρηση και ατολμία, σε βάθος χρόνου, μειώσεις κάποιων φορολογικών συντελεστών αφού πρώτα προχώρησε σε 29 αυξήσεις φόρων, σε δραστική περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και έχει κηρύξει εσωτερική στάση πληρωμών, οδηγώντας σε φτωχοποίηση την κοινωνία και σε διόγκωση το ιδιωτικό χρέος.
Χωρίς μάλιστα οι προτάσεις αυτές να εντάσσονται σε μία συνεκτική, συνολική πρόταση οικονομικής πολιτικής.
Κυρίες και Κύριοι,
Αυτές οι επισημάνσεις δείχνουν ότι κυνηγάμε την ουρά μας.
Σερνόμαστε στο οικονομικό τέλμα, σε περιβάλλον παρακμής, κοινωνικής μιζέριας και βιασμού των θεσμών.
Δεν έχουμε σπάσει τους φαύλους κύκλους.
Δεν έχουμε ακόμη μπει σε ανοδικό σπιράλ.
Δεν έχει υπάρξει ρεαλιστικό σχέδιο, πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα, για επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Σχέδιο που θα οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας όλων των συντελεστών παραγωγής, παραδοσιακών και νέων.
Σχέδιο που θα αυξάνει την ποσότητα και θα βελτιώνει τη σύνθεση του πλούτου της χώρας και την ποιότητά του, χωρίς πρόσθετη εσωτερική υποτίμηση, με ουσιαστική προώθηση των εξαγωγών και των εταιρικών επενδύσεων.
Σχέδιο που θα βοηθήσει να επιστρέψει ένα ποσοστό τουλάχιστον από την αυξημένη τα τελευταία χρόνια «διαρροή εγκεφάλων» και να ανταποκριθεί η χώρα στο δομικό μετασχηματισμό της εργασίας εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης.
Βασικοί άξονες ενός τέτοιου σχεδίου πρέπει να είναι:
1ος άξονας. Η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Με την απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
2ος άξονας. Η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μεταξύ άλλων:
Με τη δημιουργία ενός σταθερού και απλού ρυθμιστικού πλαισίου.
Με την απλοποίηση των διαδικασιών έναρξης επιχειρήσεων, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη «δήλωση συμμόρφωσης» και τις πρότυπες προδιαγραφές.
Με την ασφάλεια δικαίου, μέσα από σταθερούς κανόνες λειτουργίας, επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης και κωδικοποίηση της νομοθεσίας.
Με την υλοποίηση των ήδη σχεδιασμένων αποκρατικοποιήσεων, την προώθηση εμβληματικών επενδύσεων και την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου.
Με την απελευθέρωση και ταχεία αναδιάρθρωση της αγοράς ενέργειας.
Με τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του Κράτους, ώστε να δημιουργηθεί ένα καλύτερο και όχι ένα μεγαλύτερο κράτος, ένας δημόσιος τομέας αποτελεσματικός, ευέλικτος, σύγχρονος και παραγωγικός.
Mε τον περιορισμό του κρατικού εναγκαλισμού και την ανάπτυξη ενός ποιοτικού και εξωστρεφούς συστήματος εκπαίδευσης και ενός εθνικού «οικοσυστήματος» έρευνας και καινοτομίας.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλλει μία ευρεία και τολμηρή πρόταση για την αλλαγή του συνταγματικού χάρτη της χώρας, η οποία θα αγγίζει κρίσιμα πεδία, όπως είναι η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη, η δικαιοσύνη, η καλή νομοθέτηση και η δημοσιονομική σταθερότητα.
Και όχι μία συρρικνωμένη πρόταση, όπως αυτή της Κυβέρνησης, που θα ενσωματώνει επικίνδυνες, διαλυτικές και ατελέσφορες προτάσεις, παρωχημένες ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και κουτοπόνηρες κομματικές μεθοδεύσεις.
3ος άξονας. Η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων και των χρηματοδοτικών εργαλείων.
Με την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που έχει κατρακυλήσει στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετίας.
Με την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Με την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Με τη σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης μέσω του τραπεζικού συστήματος, αντιμετωπίζοντας ορθολογικά το υψηλό συσσωρευμένο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
4ος άξονας. Η ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Η πολιτεία θα δημιουργήσει ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις.
Και οι επιχειρήσεις θα λειτουργούν με υπευθυνότητα, υιοθετώντας κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και επιδεικνύοντας αυξημένη εταιρική κοινωνική ευθύνη.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας.
Αυτή, με τη σειρά της, θα βελτιώσει, ακόμη περισσότερο, τη βιωσιμότητα του χρέους, δίνοντας τη δυνατότητα για σταδιακή αποκλιμάκωση των υψηλών δημοσιονομικών στόχων.
Στόχοι οι οποίοι θα επιτυγχάνονται πλέον μέσω της αυτοτροφοδοτούμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας.
Δημιουργώντας «βαθμούς ελευθερίας» για ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών.
Κυρίες και Κύριοι,
Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν Κυβέρνηση που θα είναι επί της ουσίας μεταρρυθμιστική, υπεύθυνη και αξιόπιστη.
Που θα υλοποιεί, χωρίς να σέρνεται, πραγματικά προοδευτικές και γνήσια πατριωτικές πολιτικές.
Όλα αυτά, και δυστυχώς ιδιαιτέρως σημαντικά εθνικά ζητήματα, όπως είναι η συμφωνία των Πρεσπών, με τη σημερινή «βολική» και πρόθυμη διακυβέρνηση, αποτελούν ζητούμενα.
Είναι στη λογική, στο συναίσθημα και στα χέρια της κάθε μιας και του καθένα μας να αλλάξουμε πορεία.
Να μπούμε και να κινηθούμε γρήγορα στο ανοδικό σπιράλ.