Η Νέα Δημοκρατία επιθυμεί την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια και τη χρηματοδότηση της χώρας με χαμηλό κόστος δανεισμού.
Όμως η καθαρή έξοδος, με αποκλειστική ευθύνη της Κυβέρνησης, δεν είναι εφικτή. Και αυτό γιατί, σε αντιδιαστολή με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη που βγήκαν από τα μνημόνια, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει ήδη ψηφίσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας ύψους 5,1 δισ. ευρώ για μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018, έχει δεσμεύσει τη δημόσια περιουσία της χώρας για έναν αιώνα, έχει συμφωνήσει η υλοποίηση των παρεμβάσεων για το χρέος να γίνει μετά το καλοκαίρι και έχει αποδεχθεί τον μηχανισμό ενισχυμένης και όχι μετα-προγραμματικής εποπτείας, που συνοδεύεται από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Αλλά δυστυχώς, και το χαμηλό κόστος δανεισμού, κυρίως με κυβερνητική ευθύνη, δεν είναι εξασφαλισμένο. Εάν υπήρχε αξιοπιστία, σοβαρότητα και υπευθυνότητα, εάν είχε υλοποιηθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, εάν είχαν αναληφθεί ήδη πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και εάν η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τότε τα επιτόκια δανεισμού, με δεδομένο το ευνοϊκότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον και την υψηλή διαθέσιμη ρευστότητα, θα ήταν ήδη χαμηλότερα και λογικά.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός «διχτυού ασφαλείας». Η επιλογή της Κυβέρνησης είναι αυτή να γίνει με το «χτίσιμο» ταμειακού αποθέματος, «στραγγαλίζοντας» όμως την πραγματική οικονομία.
Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ:
1ον. Αντλεί χαμηλότερους πόρους από τη δανειακή σύμβαση.
Ο αρχικός χρηματοδοτικός προγραμματισμός έχει πλήρως ανατραπεί. Συγκεκριμένα, το τρέχον πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με 4 αντί για 12 αξιολογήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι δόσεις που εκταμιεύονται είναι χαμηλότερες τόσο των προβλέψεων της συμφωνίας όσο και των αναγκών της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επικαιροποιημένου μνημονίου, δεν θα αξιοποιηθούν 27,4 δισ. ευρώ από τον προβλεπόμενο «χρηματοδοτικό φάκελο» του δανείου, οι οποίοι προσφέρονται με χαμηλό επιτόκιο.
Αντί αυτού, η Κυβέρνηση προχωρά σε σχετικά ακριβές εκδόσεις χρέους για να δημιουργήσει ταμειακό απόθεμα.
Με τα επιτόκια των αγορών και τις επιτοκιακές διαφορές (spreads) να είναι υψηλότερα και πιο ευμετάβλητα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Με τη χώρα να απέχει ακόμη αρκετά από την απόκτηση επενδυτικής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Και με την διευκολυντική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με συμβατικά και μη συμβατικά μέτρα, να εκτιμάται ότι δεν θα συνεχιστεί επί μακρόν, γεγονός που θα σημάνει άνοδο των επιτοκίων.
2ον. Χρησιμοποιεί τις «κουτσουρεμένες δόσεις» του δανείου για δημιουργία ταμειακού αποθέματος, στερώντας πόρους από την πραγματική οικονομία.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην τελευταία εκταμίευση του δανείου, το Μάρτιο του 2018, η δόση ανήλθε στα 5,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,3 δισ. ευρώ «κατευθύνθηκαν» για δανειακές ανάγκες, μόλις 500 εκατ. ευρώ για εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και 1,9 δισ. ευρώ «πήγαν» για δημιουργία ταμειακού αποθέματος.
3ον. Επιτυγχάνει υπερ-πλεονάσματα, υπερ-φορολογώντας τους πολίτες, προβαίνοντας σε κατασχέσεις και σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και επιβάλλοντας εσωτερική στάση πληρωμών.
Ενδεικτικά, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) υπο-εκτελείται. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες του Προγράμματος έκλεισαν, το 2017, στο χαμηλότερο ύψος της τελευταίας δεκαετίας, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο. Με αυτό τον τρόπο η Κυβέρνηση, τη διετία 2016-2017, στέρησε, σωρευτικά, 1,3 δισ. ευρώ από την πραγματική οικονομία, προκειμένου να εμφανίσει ένα ακόμη υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα. Ενώ το 2018, οι σχετικές δαπάνες συνεχίζουν να παρουσιάζουν υστέρηση έναντι του στόχου, με αυξητική μάλιστα τάση κάθε μήνα, η οποία ξεπερνάει τα 550 εκατ. ευρώ στο 1ο τρίμηνο.
4ον. Καταφεύγει σε υπέρμετρο και σχετικά ακριβό εσωτερικό δανεισμό.
Η Κυβέρνηση έχει μετατρέψει τo εργαλείο των πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή σύναψης συμφωνιών repos με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, σε εργαλείο αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού.
Ειδικότερα, τα repos ανέρχονταν στα 8,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014. Το Μάρτιο του 2018, ανέρχονταν στα 22,5 δισ. ευρώ (+14 δισ. ευρώ ή +165% από το 2014, +7,5 δισ. ευρώ ή +50% από το 2017), αντιστοιχώντας στο 6,5% του συνολικού χρέους της Κεντρικής Διοίκησης.
Επιβαρύνοντας το επιτοκιακό προφίλ και – ελαφρώς – τη μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του δημοσίου χρέους.
Η λύση συνεπώς θα έπρεπε να είναι η αξιοποίηση των αδιάθετων πόρων του δανείου, με δεδομένο μάλιστα ότι η Κυβέρνηση έχει πάρει δημοσιονομικά μέτρα που εκτείνονται και για μετά τη λήξη του προγράμματος.
Επιπρόσθετα, η επίτευξη πρόσθετων εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις (οι εκτιμήσεις για τα προσδοκώμενα έσοδα – σε σχέση με τον Αύγουστο του 2015 – έχουν συρρικνωθεί κατά 50%), καθώς και η είσπραξη εσόδων από την επιστροφή κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τη διακράτηση χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου (ANFAs και SMPs), τα οποία είχαμε εξασφαλίσει το 2014 και πλέον, μετά το 2015, επαναδιαπραγματευόμαστε την είσπραξή τους στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Και βέβαια, η δημιουργία των προϋποθέσεων για την διατηρήσιμη και μεθοδική έξοδο στις αγορές. Κάτι που η σημερινή Κυβέρνηση αδυνατεί να πράξει.