Αναλυτικά το άρθρο του ΥΠΟΙΚ, όπως δημοσιεύτηκε στο Reporter Magazine Ιανουαρίου:
Έπεσε η αυλαία μιας διαφορετικής, δύσκολης για ολόκληρο τον πλανήτη, χρονιάς. Χρονιά στην οποία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, κυριάρχησαν η πρωτοφανούς έντασης και έκτασης αβεβαιότητα και η ανασφάλεια, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και των ισχυρών κοινωνικών και οικονομικών κλυδωνισμών που αυτή προκάλεσε, διεθνώς.
Στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, λειτουργώντας με πρωταρχικό μέλημα την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας, έλαβε δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα όμως, άπλωσε με ταχύτητα, μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα – όπως έχει αναγνωριστεί από τους εταίρους, τους θεσμούς, τις αγορές, τους επενδυτές, τους οίκους αξιολόγησης και, φυσικά πρωτίστως, από την ελληνική κοινωνία – ένα ευρύ «δίχτυ προστασίας» νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας ένα συνεκτικό και δυναμικό πακέτο μέτρων.
Μέτρα συνολικού ύψους 24 δισ. ευρώ για το 2020 και επιπλέον 7,5 δισ. ευρώ για το 2021 – όσο, δηλαδή, είναι και το ύψος της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης για τα επόμενα χρόνια – τα οποία αφορούν την ενίσχυση της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής συνοχής, τη στήριξη της απασχόλησης και του εισοδήματος των νοικοκυριών, την τόνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Μέτρα, που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μη μόνιμες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αποζημιώσεις και επιδόματα, και χάρη στα οποία η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, όπως επιβεβαιώνουν τα, μέχρι σήμερα, διαθέσιμα στοιχεία για το ΑΕΠ και την ανεργία, σε σύγκριση και με τις μέσες ευρωπαϊκές επιδόσεις.
Το πακέτο των παρεμβάσεων αυτών κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί επειδή αξιοποιήσαμε με προνοητικότητα, σύνεση και υπευθυνότητα τρία «όπλα»:
* τη δημοσιονομική ευελιξία που συμφωνήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
* τα ευρωπαϊκά εργαλεία και μέσα που προσαρμόστηκαν στις παρούσες, έκτακτες συνθήκες, ή δημιουργήθηκαν ειδικά για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση και οι επιπτώσεις της,
* τους εγχώριους πόρους και εργαλεία, με αιχμή τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, στα οποία διασφαλίσαμε την αναπλήρωση των εκροών με εισροές.
Παράλληλα, όχι μόνο δεν αναστείλαμε τον μεταρρυθμιστικό σχεδιασμό μας, αλλά συνεχίσαμε την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών (όπως το συνεκτικό, κοινωνικά ευαίσθητο και εθνικά αναπτυξιακό πλαίσιο ρύθμισης οφειλών και παροχής 2ης ευκαιρίας, η υλοποίηση του «Ηρακλή» για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση και την Κεφαλαιαγορά, η εισαγωγή του Non-Dom κ.ά.), προωθήσαμε κομβικές αποκρατικοποιήσεις (Ελληνικό, περιφερειακά λιμάνια, Εγνατία Οδός κ.ά.) και σημαντικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της βιωσιμότητας εταιριών του Δημοσίου (ΕΛΒΟ, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΛΑΡΚΟ, ΕΑΒ, ΕΛΤΑ κ.ά.).
Και βεβαίως, στρέψαμε το βλέμμα και στη μετά-κορονοϊό εποχή. Αρχίσαμε να εργαζόμαστε, έγκαιρα, συστηματικά και με σχέδιο, ώστε να τεθούν οι βάσεις για την ταχύτερη δυνατή ανάκαμψη και, εν συνεχεία, για την αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που υπέβαλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα αναλυτικό και ώριμο, πρώτο, Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σχέδιο το οποίο έχει διττό στόχο:
* Να αποτελέσει στέρεα βάση για τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων, συνολικού ύψους έως 32 δισ. ευρώ, οι οποίοι αναλογούν στη χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι το 2026. Από το ποσό αυτό, τα 19,4 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και θα κατευθυνθούν σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αλλά αντανακλούν επίσης κομβικές ευρωπαϊκές προτεραιότητες.
* Να αναπροσανατολίσει την ελληνική οικονομία σε ένα νέο, σύγχρονο, εξωστρεφές, κοινωνικά δίκαιο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας, την απασχόληση, τις επενδύσεις και την κοινωνική συνοχή.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, το Σχέδιο περιλαμβάνει τέσσερις πυλώνες:
1. Πράσινη μετάβαση, με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις όπως είναι ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης και ανακαίνισης κτιρίων του Δημοσίου Τομέα, επιχειρήσεων και ιδιωτών, η απολιγνιτοποίηση, η ενεργειακή διασύνδεση των νησιών, που θα διευρύνει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και θα μειώσει το ενεργειακό κόστος νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κ.ά.
2. Ψηφιακή μετάβαση, με την υλοποίηση εμβληματικών έργων και επενδύσεων, όπως η ανάπτυξη δικτύου 5G στο σύνολο των ελληνικών αυτοκινητοδρόμων και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
3. Απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή, με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που, μεταξύ άλλων, θα βελτιώσουν το δυναμικό του συστήματος υγείας και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια, θα ενισχύσουν την έρευνα και την καινοτομία, θα καλλιεργήσουν δεξιότητες και θα ενδυναμώσουν την κοινωνική συνοχή.
4. Ιδιωτικές επενδύσεις, με έργα υποδομών υψηλού επιπέδου, όπως επενδύσεις σε άξονες του Διευρωπαϊκού οδικού Δικτύου (π.χ. Βόρειο τμήμα του Ε-65, Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης) και με την εισαγωγή και επέκταση ψηφιακών εργαλείων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, όπως είναι η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών ανά την επικράτεια με την ΑΑΔΕ.
Το εναρκτήριο λάκτισμα των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων αυτών φιλοδοξούμε να δοθεί το 2021, με την άμεση αξιοποίηση πόρων ύψους 5,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Με την παραπάνω στρατηγική, με ενότητα, αυτοπεποίθηση και σκληρή δουλειά, όλοι μαζί – Κράτος, επιχειρήσεις και πολίτες – θα μπορέσουμε να καταστήσουμε τη νέα χρονιά αφετηρία μιας συντεταγμένης πορείας που θα μας οδηγήσει στον επιθυμητό στόχο: τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει, σταδιακά, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μέσα από την εφαρμογή πολιτικών που διακρίνονται από οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Έτσι, η χώρα μας θα καταφέρει να εισέλθει σε τροχιά υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης και θα θέσει τα θεμέλια για ένα μέλλον εθνικής και κοινωνικής ευημερίας, αντάξιο των ευκαιριών και των δυνατοτήτων που δικαιούνται οι επόμενες γενιές.